Οι Άβαροι είχαν αποφασίσει να πολιορκήσουν και να κυριεύσουν την Θεσσαλονίκη. Είχαν κατορθώσει τον αποκλεισμό της πόλεως και τα πράγματα δεν φαίνονταν αισιόδοξα. Τότε, στον ναό του άγιου Δημητρίου, συνέβη το επόμενο εντυπωσιακό περιστατικό.
Κάποια φορά βρισκόταν μέσα στον ναό μόνο ένας πρωτοσπαθάριος, πολύ ενάρετος, που του άρεσε να προσφέρει χρόνο και υπηρεσία στον ναό του Αγίου. Αυτός είδε δύο λαμπρούς κι επιβλητικούς νέους, σαν αυτούς που υπηρετούν στα ανάκτορα ωςυπασπιστές του Βασιλέως, οι οποίοι ζήτησαν να τους παρουσιάσει στον Κύριο του οίκου. Εκείνος τους άνοιξε τις πόρτες του διαμερίσματος του τάφου του Αγίου. Φάνηκαν σαν γνώριμοι στον Άγιο. Αφού εκείνος τους χαιρέτησε, περίμενε να του μεταφέρουν το βασιλικό μήνυμα. Κι εκείνοι του είπαν: «Ο Βασιλεύς διατάσσει την αγιοσύνη σου να εγκατάλειψης την πόλη και να κατευθυνθείς προς αυτόν, διότι θέλει να παραδώσει την πόλη στα χέρια των Αβάρων». Τότε ο άγιος Δημήτριος χλώμιασε, έσκυψε κάτω το κεφάλι, δάκρυσε και για πολλή ώρα έμεινε άφωνος. Τότε οπρωτοσπαθάριος είπε: «Αν ήξερα ότι ο ερχομός σας θα προξενούσε τόση θλίψη, δεν θα σας παρουσίαζα στον κύριο μου». Μετά από ώρα ο Άγιος άνοιξε το στόμα του και είπε περίλυπος: «Μα πώς γίνεται να αρέσει στον Βασιλέα του παντός μία τόσο μεγάλη πόλη που την εξαγόρασε με το αίμα του να την παραδώσει στους απίστους»;
Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Έτσι μας προσέταξε ο Βασιλεύς». Τότε ο άγιος Δημήτριος τους ζήτησε να μεταφέρουν στον Βασιλέα του παντός τα επόμενα λόγια του: «Γνωρίζω ότι οι οικτιρμοί σου, φιλάνθρωπε Κύριε, νικούν την δικαία αγανάκτηση που σου προξενούν οι αμαρτίες μας. Γνωρίζω ότι έδωσες και την ζωή σου για τους αμαρτωλούς και έχυσες γι’ αυτούς το αίμα σου, και αυτό δεν το παρεμπόδισαν οι αμαρτίες μας. Εμένα με τοποθέτησες φύλακα αυτής εδώ της πόλεως. Κι εγώ λοιπόν θα μιμηθώ εσένα τον Δεσπότη, θα θυσιάσω κι εγώ γι’ αυτούς την ζωή μου και η δική τους απώλεια θα είναι και δική μου. Μην ξεχνάς ότι ονομάζονται με το όνομά σου και ότι παρά τις αμαρτίες τους δεν σε απαρνήθηκαν και ότι εσύ είσαι Θεός των μετανοούντων».
Αυτά είπε ο Άγιος, και οι δύο βασιλικοί απεσταλμένοι αποκρίθηκαν: «Αυτά θα τα πούμε σ’ Αυτόν πού μιας απέστειλε. Αυτά θα τα μεταφέρουμε στον Βασιλέα. Αλλά φοβόμαστε μήπως και δεν σε λυπηθεί». Και πάλι ο Άγιος τους λέει: «Αυτά να τα πείτε στον Βασιλέα». Τότε εκείνος επέστρεψε μέσα στο κιβούρι του, που ευθύς έκλεισε μπροστά στα μάτια των δυο αγγελιοφόρων, ενώ και αυτοί την ίδια ώρα έγιναν άφαντοι.
Στην συνέχεια ο πρωτοσπαθάριος συγκινημένος άφησε τον ναό και άρχισε να γυρίζει μέσα στην πόλη. Εύρισκε τους ανθρώπους τρομαγμένους και αδρανοποιημένους. Εκτός από την πολιορκία των εχθρών είχε προηγηθεί και λοιμώδης ασθένεια. Όλοι τους έμοιαζαν σαν χαμένοι. Διηγείτο σε όλους το δράμα και τους βεβαίωνε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και με τις πρεσβείες του θα σωθούν.
Στην συνέχεια ο πρωτοσπαθάριος συγκινημένος άφησε τον ναό και άρχισε να γυρίζει μέσα στην πόλη. Εύρισκε τους ανθρώπους τρομαγμένους και αδρανοποιημένους. Εκτός από την πολιορκία των εχθρών είχε προηγηθεί και λοιμώδης ασθένεια. Όλοι τους έμοιαζαν σαν χαμένοι. Διηγείτο σε όλους το δράμα και τους βεβαίωνε ότι ο Άγιος είναι μαζί τους και με τις πρεσβείες του θα σωθούν.
Οι Άβαροι που πολιορκούσαν την πόλη ήταν υπερβολικά πολυάριθμοι, εκατό χιλιάδες στρατιώτες! Είχαν φτιάξει κλίμακες και είχαν ανεβεί στα τείχη της πόλεως. Το φρούριο της πόλεως το είχαν περιζώσει απειλητικά. Αλλά η ημέρα αυτή (22 Σεπτεμβρίου του 597 μ.Χ.) επεφύλασσε κάτι το φοβερό. Βλέπουν έναν τρομερό στρατιώτη με λαμπρά όπλα να επιτίθεται εναντίον τους και να τους σφάζει. Το αιφνίδιο και ασυνήθιστο του πράγματος τους γέμισε φόβο και πανικό. Δεν είδαν την ώρα να κατέβουν από τα τείχη. Το φρούριο της πόλεως που το πολιορκούσαν άγρια, το εγκατέλειψαν. Απομακρύνθηκαν κι έστησαν πιο πέρα σκηνές. Δεν εννοούσαν όμως να εγκαταλείψουν τον σκοπό τους. Σκέφθηκαν τώρα να χτίσουν ψηλούς πύργους, πιο ψηλούς από αυτούς του φρουρίου της πόλεως. Επάνω σ’ αυτούς θα τοποθετούσαν ειδικά μηχανήματα, από τα οποία θα εκσφενδονίζονταν μεγάλες πέτρες εναντίον του φρουρίου και των τειχών. Έτσι και έγινε. Υψώθηκαν οι πύργοι, στήθηκαν τα μηχανήματα και κουβαλήθηκαν εκεί αμέτρητες πέτρες αρκετά μεγάλες. Άρχισε καταιγισμός πετροβολητού με αποτέλεσμα να πέφτουν κάτω οι προμαχώνες των τειχών. Οι πολιορκούμενοι μέσα στο φρούριο άρχιζαν να τρέμουν σαν φύλλα δένδρου που το δέρνει ο άνεμος. Όλοι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης καταλάβαιναν ότι τίποτε δεν τους έσωζε από την καταστροφή. Μοναδική τους ελπίδα στάθηκε ο προστάτης τους Άγιος. Όλων τα στόματα είχαν γίνει ένα «Άγιε Δημήτριε, σώσε την πόλη σου», παρακαλούσαν ακατάπαυστα. Εν τω μεταξύ είχε διαδοθεί και το δράμα του πρωτοσπαθάριου και οι ελπίδες της σωτηρίας ζωντάνευαν.
Και πράγματι ο Άγιος ήταν αποφασισμένος ν’ αποσόβηση τον όλεθρο. Οφθαλμοφανώς παρουσιαζόταν κι έδινε εντολές. Με την δική του καθοδήγηση πολλοί θεσσαλονικείς ανέβηκαν στα πιο ψηλά σημεία του φρουρίου και στάθηκαν απέναντι στους πολιορκητές. Κάποια στιγμή φάνηκε ολόλαμπρος ανάμεσα τους ο Άγιος και προέβη σε μια ασυνήθιστη ενέργεια. Πήρε μια μικρή αλλά θαυμαστή πέτρα και χάραξε επάνω της κάποια λόγια προσευχής.
Κατόπιν ετοιμάσθηκε να την ρίξει ενάντια στους εχθρούς. Έδωσε συγχρόνως εντολή στους δικούς του να ετοιμασθούν όλοι να πετούν πέτρες στους εχθρούς, όχι μεγάλες, αλλά μικρές, αυτές που μπορούσαν να πετάξουν με το χέρι, αφού δεν διέθεταν μηχανές. Μόλις πέταξε ο Άγιος την δική του πέτρα, μια πέτρα που φαινόταν σαν να λάμπει, αυτή πήγε και χτύπησε επάνω στους σωρούς των πετρών που είχαν συγκεντρώσει πάνω στον πύργο τους οι Άβαροι, για να τις εκσφενδονίζουν. Αμέσως όλες αυτές οι πέτρες διασκορπίστηκαν και έπεσαν κάτω, ενώ συγχρόνως οι μηχανές έγιναν συντρίμμια.
Κατόπιν ετοιμάσθηκε να την ρίξει ενάντια στους εχθρούς. Έδωσε συγχρόνως εντολή στους δικούς του να ετοιμασθούν όλοι να πετούν πέτρες στους εχθρούς, όχι μεγάλες, αλλά μικρές, αυτές που μπορούσαν να πετάξουν με το χέρι, αφού δεν διέθεταν μηχανές. Μόλις πέταξε ο Άγιος την δική του πέτρα, μια πέτρα που φαινόταν σαν να λάμπει, αυτή πήγε και χτύπησε επάνω στους σωρούς των πετρών που είχαν συγκεντρώσει πάνω στον πύργο τους οι Άβαροι, για να τις εκσφενδονίζουν. Αμέσως όλες αυτές οι πέτρες διασκορπίστηκαν και έπεσαν κάτω, ενώ συγχρόνως οι μηχανές έγιναν συντρίμμια.
Οι Άβαροι κατελήφθησαν από τρόμο. Οι Θεσσαλονικείς από το τείχος του φρουρίου αναθάρρησαν. Έπαιρναν μικρές πέτρες, έγραφαν πάνω σ’ αυτές κάποια λόγια προσευχής και τις πετούσαν εναντίον των έχθρων. Δεν σταματούσαν καθόλου το πετροβόλημα. Και το μεγάλο θαύμα συνεχιζόταν. Αυτές οι μικρές πέτρες έκρυβαν παραδόξως πολύ μεγάλη δύναμη. Οι Άβαροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι γίνεται. Μόλις πήραν στα χέρια τους κάποιες από αυτές τις πέτρες, αντίκρισαν με έκπληξη γράμματα επάνω τους. Δεν γνώριζαν όμως ελληνικά και δεν καταλάβαιναν την σημασία τους. Βρέθηκε όμως ανάμεσα τους ένας αιχμάλωτος από την περιοχή των περιχώρων της Θεσσαλονίκης. Αυτός διάβασε την φράση !«Εν τω ονόματι Ιησού του Θεού ημών, άγιε Δημήτριε, βοήθει». Έτσι έγινε κατανοητό ότι η Θεσσαλονίκη βρίσκεται κάτω από την προστασία ενός αγίου που λέγεται Δημήτριος και που μόνη η επίκληση του ονόματός του κάνει θαύματα. Αύτη η ανέλπιστη εξέλιξη των πραγμάτων έκανε τους εχθρούς να σταματήσουν για λίγο καιρό την πολιορκία.
Δεν το έβαλαν όμως κάτω. Ετοιμάζονταν πάλι για μεγαλύτερη και αγριότερη επίθεση. Έτσι, αφού συγκέντρωσαν περισσότερα στρατεύματα, ξεκίνησαν νέα επίθεση κατά της πόλεως. Μόλις όμως πλησίασαν προς τα τείχη της πόλεως, συνέβη αυτό που ποτέ δεν περνούσε από το μυαλό τους. Είδαν να εξέρχεται από το φρούριο της Θεσσαλονίκης πάνοπλος και μεγαλοπρεπής ο άγιος Δημήτριος συνοδευόμενος από αναρίθμητο στράτευμα. Μπροστά σ’ αυτό το θέαμα, κόπηκε το αίμα τους. Αυτομάτως γύρισαν προς τα πίσω και ετράπησαν σε φυγή. Από την φοβερή σαστιμάρα που δοκίμασαν ούτε καν σκέφθηκαν να πάρουν μαζί τους τις διάφορες αποσκευές τους. Όλα, τρόφιμα, σκηνές, άρματα εγκαταλείφθηκαν έξω από τα τείχη της πόλεως. Η υπόθεση της πολιορκίας είχε πια λήξει. Η πόλη γλίτωσε από βέβαιο όλεθρο. Χιλιάδες Άβαροι έπεφταν να κοιμηθούν κι αν στο όνειρό τους άκουγαν την λέξη ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ξύπναγαν κατατρομαγμένοι. Κατάλαβαν ότι όλες τις πόλεις του κόσμου θα μπορούσαν να τις κυριεύσουν, αλλά αυτήν που προστάτευε ο άγιος Δημήτριος ήταν εντελώς αδύνατο. Και όσοι Άβαροι ήταν καλοπροαίρετοι καταλάβαιναν ότι ο αληθινός θεός ήταν αυτός των Χριστιανών, ότι (ορισμένες περιοχές τις προστατεύουν άγιοι άνθρωποι που με την ζωή τους ευαρέστησαν τον Θεό, και ότι μερικοί από αυτούς τους αγίους είναι πολύ δυνατοί και υπερβολικά τρομεροί και είναι μάταιος κόπος να εκστρατεύσεις εναντίον της πόλεως που αυτοί προστατεύουν.
Το περιστατικό συνέβη τον Σεπτέμβριο του 597 μ.Χ, επί αυτοκράτορος Μαυρικίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου