– Γέροντα, τί βοηθάει να διώχνω τους λογισμούς υπόνοιας;
– Όλα είναι πάντα έτσι, όπως τά βλέπεις; Να βάζης πάντα ενα ερωτηματικό σέ κάθε λογισμό σου, μιά πού όλα τά βλέπεις συνήθως αριστερά, καθώς επίσης και άπό κανέναν καλό λογισμό γιά τους άλλους, γιά νά μην άμαρτάνης με τις κρίσεις σου. Αν βάζης δύο ερωτηματικά, είναι πιο καλά. Αν βάζης τρία, είναι ακόμη καλύτερα. Έτσι κι εσύ ειρηνεύεις και
ωφελείσαι, άλλα και τον άλλον ωφελείς. Αλλιώς, μέ τον αριστερό λογισμό νευριάζεις, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι, οπότε βλάπτεσαι πνευματικά.
ωφελείσαι, άλλα και τον άλλον ωφελείς. Αλλιώς, μέ τον αριστερό λογισμό νευριάζεις, ταράζεσαι και στενοχωριέσαι, οπότε βλάπτεσαι πνευματικά.
Όταν άντιμετωπίζης ό,τι βλέπεις μέ καλούς λογισμούς, μετά άπό λίγο καιρό θά δής ότι όλα ήταν πράγματι έτσι, όπως τά είδες μέ καλούς λογισμούς. Θά σοϋ πώ ενα περιστατικό, γιά νά δής τί κάνει ό
αριστερός λογισμός. Μιά μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας μοναχός και μου λέει: Ό Γέρο-Χαράλαμπος είναι μάγος έκανε μαγικά. Τί λές, μωρέ χαμένε; Δεν ντρέπεσαι;, του λέω. Ναι, μου λέει, τόν είδα μια νύχτα με φεγγάρι πού έκανε «μ, μ, μμμ…» και έχυνε μέ μια νταμιτζάνα κάτι μέσα στα κλαδιά. Πάω μια μέρα και βρίσκω τόν Γέρο-Χαράλαμπο. ¨Τί γίνεται, Γέρο-Χαράλαμπε; του λέω. Πώς τα περνάς; Τί κάνεις; Κάποιος σέ είδε πού ερριχνες εκεί μέσα στα βάτα κάτι μέ μια νταμιτζάνα και έκανες «μ, μ, μμμ…». ¨Ήταν κάτι κρίνα μέσα στά ρουμάνια, μου λέει, και πήγα νά τά ποτίσω. Έλεγα «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!»-και ερριχνα λίγο νερό στο ένα κρίνο «Χαίρε, Νύμφη άνύμφευτε!» και ερριχνα λίγο νερό στο άλλο… Γέμιζα πάλι την νταμιτζάνα, ξαναέρριχνα. Βλέπεις; Και ό άλλος τόν πέρασε γιά
μάγο!
αριστερός λογισμός. Μιά μέρα ήρθε στο Καλύβι ένας μοναχός και μου λέει: Ό Γέρο-Χαράλαμπος είναι μάγος έκανε μαγικά. Τί λές, μωρέ χαμένε; Δεν ντρέπεσαι;, του λέω. Ναι, μου λέει, τόν είδα μια νύχτα με φεγγάρι πού έκανε «μ, μ, μμμ…» και έχυνε μέ μια νταμιτζάνα κάτι μέσα στα κλαδιά. Πάω μια μέρα και βρίσκω τόν Γέρο-Χαράλαμπο. ¨Τί γίνεται, Γέρο-Χαράλαμπε; του λέω. Πώς τα περνάς; Τί κάνεις; Κάποιος σέ είδε πού ερριχνες εκεί μέσα στα βάτα κάτι μέ μια νταμιτζάνα και έκανες «μ, μ, μμμ…». ¨Ήταν κάτι κρίνα μέσα στά ρουμάνια, μου λέει, και πήγα νά τά ποτίσω. Έλεγα «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε!»-και ερριχνα λίγο νερό στο ένα κρίνο «Χαίρε, Νύμφη άνύμφευτε!» και ερριχνα λίγο νερό στο άλλο… Γέμιζα πάλι την νταμιτζάνα, ξαναέρριχνα. Βλέπεις; Και ό άλλος τόν πέρασε γιά
μάγο!
Βλέπω, μερικοί κοσμικοί τί καλούς λογισμούς πού έχουν! Ένώ άλλοι, οι καημένοι, πόσο βασανίζονται μέ πράγματα πού ούτε καν υπάρχουν, άλλα ούτε και ό πειρασμός θά μπορούσε νά τά σκεφθή! Μιά φορά, όταν έβρεξε μετά άπό μεγάλη ανομβρία, ένιωσα τέτοια ευγνωμοσύνη στον Θεό, πού καθόμουν μέσα στο Καλύβι και έλεγα συνέχεια: ¨Σ'ευχαριστώ έκατομμύρια-δισεκατομμύρια φορές, Θεέ μου. Έξω, χωρίς νά το ξέρω, ήταν ένας κοσμικός και μέ άκουσε. Όταν μέ είδε μετά, μοϋ είπε: Πάτερ, σκανδαλίσθηκα. Άκουσα νά λές «έκατομμύρια-δισεκατομμύρια» και είπα «τί είναι αυτά πού λέει ό πατήρ Παΐσιος;». Τί νά του έλεγα; Έγώ εννοούσα ευχαριστίες στον Θεό γιά την βροχή, και αυτός νόμιζε ότι μετρούσα χρήματα. Και αν ήταν κανένας άλλος, θά μπορούσε νά έρθη νά μέ ληστέψη το βράδυ, νά μου δώση και ενα γερό ξύλο, και τελικά δεν θά έβρισκε τίποτε. Μιά άλλη φορά είχε έρθει κάποιος πού είχε άρρωστο παιδί. Τόν πήρα νά τόν δω μέσα στο εκκλησάκι. Όταν άκουσα το
πρόβλημα του, τού είπα, γιά νά τόν βοηθήσω: Κάτι πρέπει νά κάνης κι έσύ, γιά νά βοηθηθή το παιδί σου. Μετάνοιες δεν κάνεις, νηστεία δεν κάνεις, χρήματα δέν έχεις, για να κάνης ελεημοσύνες, πές στον Θεό: «Θεέ μου, δέν έχω κανένα καλό να θυσιάσω για την υγεία του παιδιού μου, θά προσπαθήσω τουλάχιστον νά κόψω το τσιγάρο». Ό καημένος συγκινήθηκε και
μου υποσχέθηκε πώς θά το κάνη. Πήγα νά του ανοίξω τήν πόρτα, γιά νά φύγη, και εκείνος άφησε το τσακμάκι και τά τσιγάρα μέσα στο εκκλησάκι, κάτω από τήν εικόνα του Χριστού. Έγώ δέν το πρόσεξα. Μετά από αυτόν μπήκε ένας νεαρός στο εκκλησάκι, κάτι ήθελε νά μου πή, και ύστερα βγήκε έξω και κάπνιζε. Τού λέω: Παλληκάρι, δέν κάνει νά καπνίζης εδώ. Πήγαινε λίγο πιο πέρα. Μέσα στην εκκλησία επιτρέπεται νά καπνίζης;, μου λέει. Αυτός είχε δει το πακέτο μέ το τσακμάκι πού είχε αφήσει ο πατέρας του άρρωστου παιδιού και έβαλε λογισμό ότι καπνίζω. Τον άφησα νά φύγη μέ τον λογισμό του. Καλά, και αν κάπνιζα, και μέσα στην εκκλησία θά κάπνιζα;
Βλέπετε τί είναι ό λογισμός;
πρόβλημα του, τού είπα, γιά νά τόν βοηθήσω: Κάτι πρέπει νά κάνης κι έσύ, γιά νά βοηθηθή το παιδί σου. Μετάνοιες δεν κάνεις, νηστεία δεν κάνεις, χρήματα δέν έχεις, για να κάνης ελεημοσύνες, πές στον Θεό: «Θεέ μου, δέν έχω κανένα καλό να θυσιάσω για την υγεία του παιδιού μου, θά προσπαθήσω τουλάχιστον νά κόψω το τσιγάρο». Ό καημένος συγκινήθηκε και
μου υποσχέθηκε πώς θά το κάνη. Πήγα νά του ανοίξω τήν πόρτα, γιά νά φύγη, και εκείνος άφησε το τσακμάκι και τά τσιγάρα μέσα στο εκκλησάκι, κάτω από τήν εικόνα του Χριστού. Έγώ δέν το πρόσεξα. Μετά από αυτόν μπήκε ένας νεαρός στο εκκλησάκι, κάτι ήθελε νά μου πή, και ύστερα βγήκε έξω και κάπνιζε. Τού λέω: Παλληκάρι, δέν κάνει νά καπνίζης εδώ. Πήγαινε λίγο πιο πέρα. Μέσα στην εκκλησία επιτρέπεται νά καπνίζης;, μου λέει. Αυτός είχε δει το πακέτο μέ το τσακμάκι πού είχε αφήσει ο πατέρας του άρρωστου παιδιού και έβαλε λογισμό ότι καπνίζω. Τον άφησα νά φύγη μέ τον λογισμό του. Καλά, και αν κάπνιζα, και μέσα στην εκκλησία θά κάπνιζα;
Βλέπετε τί είναι ό λογισμός;
– Γέροντα, ή υπόνοια, ή καχυποψία, πόση ζημιά μπορεί νά κάνη στην ψυχή;
– Ανάλογα μέ τήν υπόνοια είναι και ή ζημιά. Ή καχυποψία φέρνει καχεξία.
– Πώς θεραπεύεται;
– Μέ καλούς λογισμούς.
– Γέροντα, άν δη ό άνθρωπος ότι πέφτει εξω μιά φορά, αυτό δέν τον βοηθάει;
– Άν πέση μιά φορά εξω, τέλος πάντων άν πέση όμως δυό φορές, θά σακατευθη. Θέλει προσοχή, γιατί και ένα τοις χιλίοις νά μήν είναι τά πράγματα έτσι όπως τά σκεφθήκαμε, κολαζόμαστε. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μιά φορά τήν Μεγάλη Σαρακοστή ένα γεροντάκι, ό
Γέρο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός τήν ώρα πού τά έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: Νά δής, ό Γέρο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα! Μά, του λέω, ό Γέρο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δεν είναι δυνατόν νά τηγανίζη μπαρμπούνια. Ναι, μου λέει, τά είδα με τά μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τόσα!. Ό Γέρο-Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρόνων στο Άγιον Όρος και ήταν σάν μάνα. Αν έβλεπε
κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό νά σου πω, καί του έδινε λίγο ταχίνι μέ κοπανισμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Καί τά γεροντάκια τά οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γέρο-Δωρόθεο καί τί νά δω; Κολοκυθάκια τηγάνιζε γιά το νοσοκομείο!
Γέρο-Δωρόθεος, τηγάνιζε κολοκυθάκια. Τον είδε ένας αδελφός τήν ώρα πού τά έβαζε στο τηγάνι και έρχεται και μου λέει: Νά δής, ό Γέρο-Δωρόθεος τηγανίζει κάτι μπαρμπούνια τόσο μεγάλα! Μά, του λέω, ό Γέρο-Δωρόθεος, Μεγάλη Σαρακοστή, δεν είναι δυνατόν νά τηγανίζη μπαρμπούνια. Ναι, μου λέει, τά είδα με τά μάτια μου, κάτι μπαρμπούνια τόσα!. Ό Γέρο-Δωρόθεος είχε έρθει δεκαπέντε χρόνων στο Άγιον Όρος και ήταν σάν μάνα. Αν έβλεπε
κανένα καλογέρι λίγο φιλάσθενο, έλα εδώ, του έλεγε, έχω ένα μυστικό νά σου πω, καί του έδινε λίγο ταχίνι μέ κοπανισμένα καρύδια ή κάτι άλλο. Καί τά γεροντάκια τά οικονομούσε ανάλογα. Πάω μετά στον Γέρο-Δωρόθεο καί τί νά δω; Κολοκυθάκια τηγάνιζε γιά το νοσοκομείο!
– Καί αν, Γέροντα, ένας λογισμός υπόνοιας γιά κάποιον βγή αληθινός;
– Καί αν μιά φορά βγή αληθινός ένας τέτοιος λογισμός, σημαίνει οτι κάθε φορά θά είναι αληθινοί τέτοιοι λογισμοί; Ύστερα που ξέρεις άν ό Θεός επέτρεψε νά βγή αληθινός εκείνος ό λογισμός, γιά νά δώση πνευματικές εξετάσεις ό άλλος στην ταπείνωση;
Βέβαια χρειάζεται νά προσεχή κανείς νά μή δίνη καί ό ίδιος αφορμές, ώστε ό άλλος νά βγάζη λανθασμένα συμπεράσματα. Γιά νά βάλη λ.χ. κάποιος έναν αριστερό λογισμό γιά σένα, μπορεί ό ίδιος νά έχη εμπάθεια, άλλα κι εσύ μπορεί νά έδωσες αφορμή. Αν, παρόλο πού εσύ πρόσεξες, ό άλλος σκεφθή κάτι εις βάρος σου, τότε νά δοξάσης τον Θεό καί νά εύχηθής γιά εκείνον.
από το βιβλίο: Πνευματικός Αγώνας Γ'
Ι.Μ.Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου