«ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα»
(Ματθ. 4, 16 )
ΕΙΧΑ διαβάσει, αγαπητοί μου, ότι κάποιος πήρε ένα παιδί και το ‘κλεισε σε μια σπηλιά. Δεν το άφησε να πεθάνη. Φρόντιζε για το παιδί που το περιώρισε στο σκοτεινό εκείνο μέρος της γης. Είχε κάποιο σκοπό που το έκανε αυτό. Το παιδί μέσ’ στη σπηλιά δεν έβλεπε τίποτε. Ζούσε στο σκοτάδι. Μέρα και νύχτα εκεί ήταν το ίδιο. Είχε πια συνηθίσει στο σκοτάδι. Αλλ’ όταν το παιδί κάπως μεγάλωσε και ήταν σε θέσι να παρατηρή και να κρίνη, ήρθε εκείνος που το έφερε και το πήρε. Το έβγαλε από τη σπηλιά. Τη στιγμή εκείνη η αυγή γλυκοχάραζε. Ο ήλιος σιγά-σιγά έβγαινε και σκορπούσε το γλυκό του φως στη γη. Το παιδί πρώτη φορά έβλεπε τον ήλιο. Βλέποντάς τον στάθηκε και θαύμαζε . Η πρώτη ερώτηση του παιδιού ήταν∙ «Ποιός έκανε τον ήλιο;». Ο Θεός , παιδί μου», του απάντησαν, «ο Θεός έκανε τον ήλιο, όπως έκανε και όλα τα άλλα που βλέπεις». «Δόξα σοι, ὁ Θεός∙ δόξα σοι τῷδείξαντι τὸ φῶς», είπε ο μικρός.
Δυστυχώς εμείς συνηθίσαμε να βλέπουμε κάθε μέρα τον ήλιο που μας φωτίζει και μας θερμαίνει δωρεάν. Ο ήλιος δεν είναι, βλέπετε, εταιρεία εκμεταλλεύσεως, δεν είναι Δ.Ε.Η. , για να μας ζητάη κάθε μέρα πληρωμή για το φως που μας δίνει. Και τί πλούσιο φως είναι αυτό που μας δίνει ο ήλιος! Όλες οι ηλεκτρικές εταιρείες του κόσμου δεν φθάνουν να μας δώσουν το φως που μας δίνει ο ήλιος σε μια μέρα. Δωρεάν και άφθονο μας στέλνει το φως ο Μεγαλοδύναμος. Κ’ εμείς ένα ευχαριστώ δεν λέμε. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να πούμε κ’ εμείς το «Δόξα σου, τω δείξαντι το φως». Και είναι ο ήλιος η μόνη ευεργεσία του Θεού;…
Αλλά εγώ δεν θέλω να σας μιλήσω για τον ήλιο. Θέλω να σας μιλήσω για κάποιο άλλο φως, που είναι πολύ ανώτερο από τον ήλιο. Όπως το παιδί ήταν κλεισμένο μέσα στη σπηλιά και δεν έβλεπε τίποτε, έτσι και οι άνθρωποι όλου του κόσμου ζούσαν μέσα σε μια απέραντη σπηλιά, ζούσαν στο σκοτάδι. Σκοτάδι όχι του σώματος αλλά της ψυχής. Δεν γνώριζε ποιος είναι ο αληθινός Θεός. Λάτρευαν τα είδωλα. Θεοί γι’ αυτούς ήταν τα άστρα, τα δέντρα, τα ποτάμια , οι θάλασσες, τα διάφορα ζώα. Λάτρευαν για θεούς τις γάτες, τα φίδια, τα άγρια θηρία. Λάτρευαν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα. Λάτρευαν τα πιο ευτελή πράγματα.
Μεσάνυχτα είχαν ως προς την πίστι στον αληθινό Θεό κι αυτοί οι πρόγονοί μας, οι αρχαίοι Έλληνες , που είχαν φθάσει σ’ ένα κολοφώνα γνώσεως και επιστήμης και καυχώνταν για τον πολιτισμό τους, και ωνόμαζαν τους άλλους ανθρώπους βαρβάρους. Κι αυτοί στο ζήτημα της θρησκείας δεν διέφεραν από τους άλλους λαούς. Είχαν άγνοια της αληθινής θρησκείας. Τούτο φανερώνει και ο βωμός που είχαν στήσει στην Αθήνα με την επιγραφή «ἀγνώστῳ Θεῷ» ( Πραξ. 17, 23 ) . Και όχι μόνο ο πολύς λαός ζούσε μέσα στην πλάνη, στην ειδωλολατρία, αλλά κι αυτοί οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι δεν είχαν καθαρή ιδέα για το Θεό. Κάτι βέβαια έλεγαν αλλά δεν είχαν τη δύναμι να το διαδώσουν και να το κάνουν πίστι του λαού. Όταν ο πιο ένδοξος φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδας , ο Σωκράτης , τόλμησε κάτι να πη για τη λατρεία του αληθινού Θεού, οι Αθηναίοι τον καταδίκασαν να πιή το κώνειο, το δηλητήριο με το οποίο θανάτωναν εκείνους που δεν πίστευαν στη θρησκεία των ειδώλων. Αλλ’ ο Σωκράτης προτού να πεθάνη, στην απολογία που έκανε στους δικαστάς του, είπε περίπου τα εξής:
«Εγώ, αγαπητοί μου Αθηναίοι, ήμουν σαν τη βουκέντρα που κρατάει ο γεωργός για να κεντάη τα βόδια να σύρουν το αλέτρι και να καλλιεργήται το χωράφι. Διαρκώς σας ξυπνούσα∙ δεν σας άφηνα να κοιμηθήτε. Τώρα που με καταδικάζετε σε θάνατο θα πέσετε σ’ ένα βαθύ ύπνο, και κανείς πια δεν θα μπορέση να σας ξυπνήση. Θα κοιμάστε μέχρις ότου σας λυπηθή ο Θεός και σας στείλη εκείνον που θα σας ξυπνήση από το λήθαργό σας…».
Και Εκείνος, που κάπως θαμπά τον έβλεπα στο βάθος των αιώνων ο Σωκράτης, Εκείνος, που καθαρώτερα τον έβλεπαν και τον προανήγγελαν πριν από αιώνες ολόκληρους οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ήρθε. Είναι ο Χριστός. Ήρθε σαν το λαμπρό φως του ήλιου, που με την ανατολή του σκορπίζει τα σκοτάδια της νύχτας και δίνει ομορφιά σε όλα τα πράγματα και ζεσταίνει αυτούς που κρυώνουν και κάνει τα στάχυα να μεστώνουν και τους καρπούς να ωριμάζουν και τα σταφύλια να γίνωνται γλυκό κρασί. Ναι! Ο Χριστός είναι το φως. Το μέγα φως , που ο Ησαΐας ο προφήτης οκτακόσια χρόνια ενωρίτερα προανήγγειλε ότι θα ανέτελλε στον κόσμο ( βλ. Ησ . 9,2 ) .
Φως είναι ο Χριστός. Φως η διδασκαλία του. Φως τα θαύματά του. Φως ο άγιος βίος του. Φως τα σεπτά του πάθη. Φως η ανάστασί του. Φως η ανάληψί του. Ο Χριστός είναι όλος φως. Ο Χριστός είναι ο ήλιος των ψυχών.
Θέλεις, άνθρωπε, να δης το πνευματικό αυτό φως; Άκουσέ με. Πάρε στα χέρια σου το Ευαγγέλιο, άνοιξέ το και άρχισε να το διαβάζης∙ όχι όπως διαβάζης μια εφημερίδα ή οποιοδήποτε βιβλίο, αλλά να το διαβάζης με την πίστι, ότι στο βιβλίο στο βιβλίο αυτό μιλάει ο Κύριος. Διάβαζέ το με ταπείνωσι. Διάβαζέ το καθημερινώς. Τουλάχιστον ένα κεφάλαιο κάθε μέρα . Θα αισθάνεσαι , ότι ουράνιο φως πλημμυρίζει τον ψυχικό σου κόσμο, και γεμάτος ευγνωμοσύνη θα λες στον Θεό∙ «Δόξα σοι, τῷ δείξαντι τὸ φῶς». Θέλεις άνθρωπε να δης το πνευματικό φως; Άκουσέ με. Όταν την Κυριακή ακούς την καμπάνα να χτυπάη , σήκω από το κρεβάτι σου, ντύσου γρήγορα και πήγαινε στην εκκλησία. Άναψε το κερί σου, κάνε κανονικά το σταυρό σου και στάσου με ευλάβεια σε κάποια γωνιά του ναού. Η καρδιά σου στο Χριστό∙ τα μάτια σου στις ιερές εικόνες∙ τα αυτιά σου στα λόγια που ψάλλουν οι ψάλτες και οι ιερείς. Είναι λόγια χρυσά, είναι λόγια φωτεινά, είναι λόγια που παρηγορούν τις πονεμένες ψυχές , είναι λόγια που ξυπνούν τους αμαρτωλούς και φέρνουν δάκρυα στα μάτια τους. Αν έτσι με ευλάβεια και προσοχή παρακολουθήσης όλα όσα λέγονται και γίνονται στη θεία λειτουργία, , τότε στο τέλος θα δης κ’ εσύ μέσ’ στην καρδιά σου το φως του Χριστού . Και μαζί με όλο το εκκλησίασμα θα πης το «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμαἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες· αὕτη γὰρ ἡμᾶςἔσωσεν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου