Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Απολυτίκιο Αγ. Ευδοκίας - 1 ΜΑΡΤΙΟΥ

Η ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ

Είναι ιδιαιτέρως σωτήριο να τρέφουμε την ψυχή μας με τον Άφθαρτο και Άγιο Άρτο. Αν τύχει να πεθάνει ο άνθρωπος την ημέρα κατά την οποία μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, τότε, χάριν της Αγίας Μεταλήψεως , την ψυχή του θα παραλάβουν στα χέρια τους οι άγιοι Άγγελοι , και όλες τις επουράνιες δοκιμασίες θα τις περάσει άνετα.
ΟΣΙΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΟΣ
Κατά το Μυστήριο της μετάνοιας, ή κατά την εξομολόγηση , η οποία είναι ένα και το αυτό, σχίζονται τα γραμμάτια, δηλαδή καταστρέφεται το χειρόγραφο των αμαρτιών μας, και η Μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού μας παρέχει τις δυνάμεις ώστε να αναγεννηθούμε πνευματικά.
ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ
Μετά τη Μετάληψη, πρέπει να ζητήσουμε από τον Θεό να διατηρήσουμε επαξίως τη Δωρεά και ο Θεός να μας δώσει τη δύναμη να μην γυρίσουμε πίσω, δηλαδή στις παλιές μας αμαρτίες.

Εάν με πίστη ανεπικρίτως μεταλαμβάνουμε τα Μυστήρια του Σώματος κι του Αίματος του Χριστού, τότε όλες οι μηχανορραφίες του εχθρού οι οποίες μας στενοχωρούν μένουν αργές και ανενεργές. Ανεπικρίτως δε  μεταλαμβάνουμε ,όταν συμμετέχουμε στο Μυστήριο αυτό, πρώτον, με ειλικρινή και ταπεινή μετάνοια, εξομολόγηση όλων των αμαρτιών μας και με ακλόνητη αποφασιστικότητα να μην επανέλθουμε σε αυτές, και, δεύτερον, αν συμμετέχουμε χωρίς μνησικακία, συμφιλιωμένοι στα βάθη της καρδιάς μας με όλους όσοι μας λύπησαν
ΟΣΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Δύσκολο να πει κανείς τί είναι καλύτερο∙ να μεταλαμβάνουμε συχνά ή σπανίως των Αγίων Μυστηρίων του Χριστού. Ο Ζακχαίος υποδέχθηκε με χαρά  στο σπίτι του τον αγαπημένο επισκέπτη, τον Κύριο, και καλώς έπραξε. Ενώ ο εκατόνταρχος , από ταπεινοφροσύνη , αναγνωρίζοντας την αναξιότητά του, δεν αποφάσισε να τον δεχτεί και καλώς έπραξε και αυτός. Οι πράξεις του ,αν και ερχόμενες σε αντίθεση, είναι ταυτόσημες ως προς το κίνητρο. Και ενώπιον του Θεού φάνηκαν εξίσου άξιες. Η ουσία βρίσκεται στο ότι πρέπει να ετοιμάζουμε δεόντως τον εαυτό μας για το μέγα Μυστήριο.
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ

Απολυτίκιο Αγ. Βασιλείου του Ομολογητού - 28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Λόγος Κατηχητήριος επί τη ενάρξει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής



ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΗΡΙΟΣ
ΕΠΙ Τῌ ΕΝΑΡΞΕΙ
ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ,
ΧΑΡΙΣ ΕΙΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
ΠΑΡ᾿ HΜΩΝ ΔΕ ΕΥΧΗ, ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΩΡΗΣΙΣ
***
«Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας»·
(Β’ Κορ. 6, 2-3)
 Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, μᾶς συνιστᾷ αὐτήν τήν περίοδον νά στρέψωμεν τό ἐνδιαφέρον μας πρός τήν ἀληθινήν μετάνοιαν, «τό χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας», κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον. Ἡ μετάνοια εἶναι τό πρῶτον θέμα τοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ πεμπτουσία τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας.  Εἶναι τό καθημερινόν προσκλητήριον τῆς Ἐκκλησίας πρός ὅλους μας.
Παρά ταῦτα, πολλοί τῶν χριστιανῶν δέν ἔχομεν βιώσει πραγματικῶς τήν μετάνοιαν. Ἐνίοτε δέ θεωροῦμεν αὐτήν ὡς μή ἀφορῶσαν εἰς ἕκαστον ἐξ ἡμῶν, διότι δέν ἐρχόμεθα εἰς ἑαυτούς, δέν συνερχόμεθα καί δέν συναισθανόμεθα ὅτι ἔχομεν ὑποπέσει εἰς ποιάν τινα ἁμαρτίαν. Ἀλλ᾿ ὡς διδάσκει ὁ ἔμπειρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος καί δογματίζουν ἐμπειρικῶς οἱ πλεῖστοι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, «ἡ μετάνοια εἶναι ἀπαραίτητος καί εἰς τούς τελείους». Καί τοῦτο διότι μετάνοια δέν εἶναι μόνον ἡ μεταμέλεια διά τάς ἁμαρτίας μας καί ἡ συνακόλουθος ἀπόφασις νά μή ἐπαναλάβωμεν αὐτάς ἀλλά καί ἡ ἀλλαγή τῶν ἀντιλήψεών μας πρός τό ἀγαθώτερον, ὥστε νά ἐπέρχεται μία διαρκής βελτίωσις τῶν ἀντιλήψεών μας περί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου, αὔξησις τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως, τῆς καθάρσεως καί τῆς εἰρήνης.
Ὑπ᾿ αὐτήν τήν ἔννοιαν ἡ μετάνοια εἶναι πορεία ἀτελεύτητος πρός τήν τελειότητα τοῦ Θεοῦ, πρός τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά τείνωμεν καί νά κινούμεθα συνεχῶς. Ἐπειδή δέ ἡ τελειότης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος, ἡ πορεία μας πρός τό καθ᾿  ὁμοίωσιν αὐτῆς εἶναι ἐπίσης ἄπειρος καί ἀτελεύτητος. Πάντοτε ὑπάρχει ἐπίπεδον τελειότητος ἀνώτερον ἐκείνου εἰς τό ὁποῖον εὑρισκόμεθα ἑκάστοτε καί διά τοῦτο πάντοτε πρέπει νά ἐπιζητοῦμεν τήν πρόοδόν μας τήν πνευματικήν καί τήν μεταμόρφωσίν μας, ὡς προτρέπει καί ὁ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ ἀναβάς καί θεασάμενος μυστήρια ἄρρητα Ἀπόστολος Παῦλος, γράφων: «Ἡμεῖς δέ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τήν αὐτήν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπό δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπό Κυρίου Πνεύματος». (Β’ Κορ. 3, 18).
Ὅσον καθαίρεται ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, ὅσον περισσότερον καθαρίζεται ὁ πνευματικός ὀφθαλμός μας, τόσον καθαρώτερον βλέπομεν τόν ἑαυτόν μας καί τά πάντα καί αὐτή ἡ ἀλλαγή, αὐτή ἡ βελτίωσις τῆς θεάσεως τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου καί τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, συνιστᾷ μετάνοιαν, μίαν δηλονότι νεωτέραν καί βελτιωμένην κατάστασιν τοῦ πνεύματός μας, ἐκείνης εἰς τήν ὁποίαν εὑρισκόμεθα μέχρι τοῦδε. Ὑπ᾿ αὐτήν τήν ἔννοιαν, ἡ μετάνοια εἶναι ἡ βασική προϋπόθεσις τῆς πνευματικῆς προόδου καί τῆς ἐπιτεύξεως τοῦ καθ᾿  ὁμοίωσιν πρός τόν Θεόν τῆς ὑπάρξεώς μας.
 Ἡ μετάνοια, βεβαίως, διά νά εἶναι πραγματική, πρέπει νά συνοδεύεται καί ἀπό ἀναλόγους καρπούς, ἰδίᾳ δέ ἀπό τήν συγχώρησιν τῶν συνανθρώπων μας καί τήν πρός αὐτούς ἀγαθοεργίαν. Ἡ ἐξ ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπον κίνησις τῆς καρδίας μας πρός τήν ἀποδοχήν αὐτοῦ καί τήν κατά τό ἐφικτόν κάλυψιν τῶν ἀναγκῶν του, ἀποτελεῖ βασικόν στοιχεῖον τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ὁδός, ἄλλωστε, τῆς μετανοίας εἶναι ἁμαρτημάτων κατάγνωσις καί ἐξομολόγησις αὐτῶν, τό μή μνησικακεῖν, εὐχή ζέουσα καί ἀκριβής, ἐλεημοσύνη, ταπείνωσις, ἀγάπη πρός πάντας, νίκη τοῦ καλοῦ ἐπί τοῦ κακοῦ, ἀποφυγή κενοδοξίας καί ματαίας ἐπάρσεως, μαραινομένης αὐστοστιγμεί.
Τήν ἐντός τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς πάλην τῆς μετανοίας ἀποκαλύπτει «τοῦ τελώνου καί τοῦ φαρισαίου τό διάφορον….» καί καλεῖ ἡμᾶς πάντας νά «μισήσωμεν τοῦ μέν τήν ὑπερήφανον φωνήν, τοῦ δέ νά ζηλώσωμεν τήν εὐκατάνυκτον εὐχήν», προσευχόμενοι ἐκτενῶς μετά δακρύων «ὁ Θεός ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς καί ἐλέησον ἡμᾶς».
 Ἡ ἀρχομένη περίοδος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς προσφέρεται, ἐν μέσῳ τῆς ἐκτεταμένης ἐπί παγκοσμίου ἐπιπέδου οἰκονομικῆς κρίσεως, διά τήν ἐκδήλωσιν τῆς ὑλικῆς καί πνευματικῆς βοηθείας μας πρός τόν συνάνθρωπον. Οὕτως ἐνεργοῦντες φιλανθρώπως καί ἐκδηλώνοντες ἐμπράκτως τήν μεταστροφήν μας, ἀπό τήν μέχρι τοῦδε ἀτομικιστικήν ἀντιμετώπισιν φαρισαϊκῶς τῆς ζωῆς πρός μίαν συλλογικήν καί ἀλτρουϊστικήν τελωνικήν ἀντιμετώπισιν αὐτῆς, θά ἔχωμεν πραγματοποιήσει μεγάλην καί ὠφελιμωτάτην μετάνοιαν καί ἀλλαγήν τοῦ τρόπου τῆς ἀτομοκεντρικῆς ἀντιλήψεως καί θά ἔχωμεν βιώσει τήν μετάνοιαν ὡς πρός μίαν κεφαλαιώδη καί ἐσφαλμένην στάσιν ζωῆς διά τῆς μεταβάσεως ἀπό τήν ἀμαρτίαν τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ καί τῆς κενοδοξίας εἰς τήν ἀρετήν τῆς φιλαλληλίας, «ζηλοῦντες τοῦ τελώνου καλῶς τήν ἠλεημένην ταπείνωσιν καί γνώμην».
Ἀπό τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ κήρυκος καί ἐμπειρικοῦ διδασκάλου τῆς μετανοίας, εἰσερχόμενοι εἰς τήν σωτηριώδη ταύτην περίοδον τῆς καθάρσεως καρδίας καί πνεύματος, ἵνα ὑποδεχθῶμεν τό Πάθος, τόν Σταυρόν, τήν Ταφήν καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν, οὐχί συμβόλοις καί λόγοις μόνον, ἀλλά ἐμπράκτως καί βιωματικῶς, μετ᾿ αὐτοῦ διαχρονικῶς προτρεπόμεθα καί παρακαλοῦμεν καί ἱκετεύομεν καί ἡμεῖς ὁ ἐν τοῖς διαδόχοις αὐτοῦ ἐλάχιστος: «τῆς μετανοίας ἐστί, τό καινούς γενομένους, εἶτα παλαιωθέντας ὑπό τῶν ἁμαρτημάτων, ἀπαλλάξαι τῆς παλαιότητος καί καινούς ἐργάσασθαι…ἐκεῖ γάρ τό ὅλον ἡ Χάρις ἦν».
Ἰδού, λοιπόν, ἀδελφοί καί τέκνα, ἠνέωκται ἐνώπιον ἡμῶν καιρός εὐπρόσδεκτος «τοῦ λυπεῖσθαι» καί  στάδιον ἀνανήψεως καί ἀσκήσεως ἵνα, «πρίν ἤ διαλυθῆναι τό θέατρον φροντίσωμεν τῆς ἡμῶν σωτηρίας», ἐν ἀληθεῖ καί βιωματικῇ καρδιακῇ μετανοίᾳ ἐφ᾿ οἷς «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν…οὐδέ συνετηρήσαμεν, οὐδέ ἐποιήσαμεν, καθώς ἐνετείλατο» ἡμῖν ὁ Κύριος, ἵνα «φείσηται ἡμῶν ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν» Χριστός ὁ Θεός, κατά τό μέγα Αὐτοῦ καί ἀνεξιχνίαστον Ἔλεος, Οὗ ἡ σωτήριος Χάρις εἴη μετά πάντων.
Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βιδ´
                                + Ὁ Κωνσταντινουπόλεως

διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Γέροντας Παΐσιος: Όποιοι πετάνε έξω τον εαυτό τους, πετιέται μέσα τους ο Χριστός!




Παρατηρήστε και κοσμικούς που παρουσιάζουν τέτοια θυσία που δεν την έχουν ούτε μοναχοί.
Στον κόσμο -μου κάνει μεγάλη εντύπωση-, παρόλο που οι άνθρωποι μπορεί να μην πιστεύουν , να έχουν τις αδυναμίες τους, τα πάθη τους, πώς τα οικονόμησε ο Θεός και έχουν μαλακή καρδιά. 

Βλέπουν κάποιον που έχει ανάγκη, και άς είναι άγνωστος και πάνε και του προσφέρουν βοήθεια.
Πολλοί που δεν πιστεύουν ούτε στον Παράδεισο , αν δουν έναν κίνδυνο, τρέχουν να προλάβουν να μη γίνη κακό να σκοτωθούν αυτοί για να σωθούν άλλοι,, να δώσουν περιουσίες κλπ
Πριν από χρόνια , σε μια βιοτεχνία κινδύνεψε να τυλιχθή ένας εργάτης σε ένα μηχάνημα, και ενώ ηταν τόσοι άνδρες , έτρεξε μια γυναίκα να τον γλυτώση.
Οι άνδρες που είχαν και παλληκαριά και όμως κοιτούσαν...
Τον γλύτωσε τελικά, αλλά τυλίχτηκε εκείνη με τα φορέματα της και σκοτώθηκε.
Μάρτυρας ! Μεγάλη υπόθεση !
Τέτοιοι άνθρωποι δεν σκέφτονται τον εαυτό τους, τον πετάνε έξω.
Και όταν τον πετάνε έξω , τότε πετιέται μέσα τους ο Χριστός...

Εσύ, ποιον θα βοηθούσες, άστεγο ή επιχειρηματία;



Περιγραφή:Ένα βίντεο όπου ο ίδιος άνθρωπος ντυμένος στην μία περίπτωση σαν επιχειρηματίας και στην άλλη σαν άστεγο, χάνει την ισορροπία του και σωριάζεται χάμω. 
Περαστικοί βλέπουν το γεγονός. Κάποιοι σπεύδουν να βοηθήσουν, κάποιοι άλλοι όχι. Δείτε το βίντεο παρακάτω και "θαυμάστε" την ανθρωπιά και απανθρωπιά μας!




Πρέπει οι Χριστιανοί να είναι αγωνισταί.


Φωτογραφία: Πρέπει οι Χριστιανοί να είναι αγωνισταί. Και όταν λέμε να είναι αγωνισταί, δεν εννοούμε να πάρουν ρόπαλα, τουφέκια, καραμπίνες, όπλα. Όχι. Μακριά αυτά από μας. Χρειαζόμεθα όπλα πνευματικά. Και πνευματικά μας όπλα είναι ο λόγος του Θεού, είναι η διαμαρτυρία μας, είναι οι φωνές μας, το «αίσχος», όλο αυτό το κλίμα το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε που είναι το φραγγέλιο του Ιησού Χριστού, το οποίο θα πρέπει να υψώσουμε διαμαρτυρόμενοι για την άθλια κατάσταση της κοινωνίας.
Στα μαρτυρολόγια μένουμε κατάπληκτοι βλέποντας την ανδρεία των Χριστιανών. Εμφανίζονταν μπροστά στους αυτοκράτορας και τους τυράννους και φωνάζανε, Αίσχος, ντροπή σας, απάνθρωποι και σκληροί!… Διαμαρτύροντο για την σκληρότητα των. Τους πιάνανε και αυτούς και τους βασανίζανε. Τέτοιοι ζωντανοί Χριστιανοί ήταν εκείνοι. Έχουν σύστημα οι άθεοι να γκρεμίσουν την Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υπερασπίσουμε τα ιερά και τα όσια. Να μην αναπαυώμεθα στο « έχει ο Θεός» και στο «πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής». Ασφαλώς δεν θα σβήσει η Εκκλησία αλλά μπορεί να σβήσει από την Ελλάδα όπως έσβησε και από την Μικρά Ασία. Που είναι η Εκκλησία της Μικρά Ασίας; Που είναι οι πενήντα μητροπόλεις της; Που είναι οι ναοί της; Που είναι τα μοναστήρια της; Που είναι τα προσκυνήματα της; Που είναι τα λείψανα της; που…; που…;
Αν έχετε διάθεση να αγωνιστήτε, υπάρχει ελπίς να νικήσωμε αν δεν έχετε διάθεση, θα μας σαρώσει το κύμα της απιστίας της αθεΐας και όλων των αιρέσεων. (π.Αυγουστίνος Καντιώτης)
Πρέπει οι Χριστιανοί να είναι αγωνισταί. Και όταν λέμε να είναι αγωνισταί, δεν εννοούμε να πάρουν ρόπαλα, τουφέκια, καραμπίνες, όπλα. Όχι. Μακριά αυτά από μας. Χρειαζόμεθα όπλα πνευματικά. Και πνευματικά μας όπλα είναι ο λόγος του Θεού, είναι η διαμαρτυρία μας, είναι οι φωνές μας, το «αίσχος», όλο αυτό το κλίμα το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε που είναι το φραγγέλιο του Ιησού Χριστού, το οποίο θα πρέπει να υψώσουμε διαμαρτυρόμενοι για την άθλια κατάσταση της κοινωνίας.
Στα μαρτυρολόγια μένουμε κατάπληκτοι βλέποντας την ανδρεία των Χριστιανών. Εμφανίζονταν μπροστά στους αυτοκράτορας και τους τυράννους και φωνάζανε, Αίσχος, ντροπή σας, απάνθρωποι και σκληροί!… Διαμαρτύροντο για την σκληρότητα των. Τους πιάνανε και αυτούς και τους βασανίζανε. Τέτοιοι ζωντανοί Χριστιανοί ήταν εκείνοι. Έχουν σύστημα οι άθεοι να γκρεμίσουν την Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υπερασπίσουμε τα ιερά και τα όσια. Να μην αναπαυώμεθα στο « έχει ο Θεός» και στο «πύλαι άδου ού κατισχύσουσιν αυτής». Ασφαλώς δεν θα σβήσει η Εκκλησία αλλά μπορεί να σβήσει από την Ελλάδα όπως έσβησε και από την Μικρά Ασία. Που είναι η Εκκλησία της Μικρά Ασίας; Που είναι οι πενήντα μητροπόλεις της; Που είναι οι ναοί της; Που είναι τα μοναστήρια της; Που είναι τα προσκυνήματα της; Που είναι τα λείψανα της; που…; που…;
Αν έχετε διάθεση να αγωνιστήτε, υπάρχει ελπίς να νικήσωμε αν δεν έχετε διάθεση, θα μας σαρώσει το κύμα της απιστίας της αθεΐας και όλων των αιρέσεων. (π.Αυγουστίνος Καντιώτης)
   

Να μην φοβόμαστε τον Χριστό!


« τέλεια γάπη βγάζει ξω τόν φόβο, πειδή,  φόβος χει κόλαση, καί κενος πού φοβται δέν χει τελειωθε στήν γάπη» (Α΄ ωάννου 4, 18)
ταν γαπς τόν Χριστό, παρόλες τίς δυναμίες καί τή συναίσθηση πού χεις γι’ ατές χεις τή βεβαιότητα τι ξεπέρασες τόν θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στήν κοινωνία τς γάπης το Χριστο.

Τόν Χριστό νά τόν ασθανόμαστε σάν φίλο μας. Εναι φίλος μας. Τό βεβαιώνει διος, ταν λέει: «σες εστε φίλοι μου…» (ω. 15,14). Σάν φίλο νά τόν τενίζομε καί νά τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; μαρτάνομε; Μέ οκειότητα, μέ γάπη κιμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά του· χι μέ φόβο τι θά μς τιμωρήσει λλά μέ θάρρος, πού θά μς τό δίδει  ασθηση το φίλου. Νά το πομε: «Κύριε, τό κανα,πεσα, συγχώρεσέ με». λλά συγχρόνως νά ασθανόμαστε τι μς γαπάει, τι μς δέχεται τρυφερά, μέ γάπη καί μς συγχωρε. Νά μή μς χωρίζει π’ τόν Χριστό  μαρτία. ταν πιστεύουμε τι μς γαπάει καί τόν γαπμε, δέν θά ασθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι π’ Ατόν, οτε ταν μαρτάνουμε. χουμεξασφαλίσει τήν γάπη Του κι πως καί νά φερθομε, ξέρομε τι μς γαπάει.

Η υπακοή στο θέλημα του Θεού, ο τρόπος εύρεσής του και η ελευθερία

Η προχωρημένη αυτάρκεια του σύγχρονου ανθρώπου – μάλλον η σχετική της ψευδαίσθηση – φαίνεται μέσα σε πολλές πτυχές και εκδηλώσεις του βίου του και εκφράζεται μέσα στην επιδημική εξάπλωση του αθεΐζοντος αγνωστικισμού, ο οποίος με τη μορφή μόδας κατακλύζει σχεδόν τα πάντα και διαβρώνει εκκοσμικευτικά ακόμη και τις καλοπροαίρετες ψυχές πολλών χριστιανών της εποχής μας. Μέσα στη δίνη αυτή της τραγικής δαιμονόπληκτης περιρρέουσας πραγματικότητας δύσκολα αντιστέκεται κανείς και ο άφευκτος μολυσμός των ψυχών αναζητά εναγώνια αντίδοτο πνευματικής θεραπείας. Όπως είναι φυσικό, πουθενά αλλού δεν μπορεί να αναζητηθεί οντολογική λύση παρά μονάχα στην αγιοπνευματική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, εκεί δηλαδή που τα θεουργικά φάρμακα των Μυστηρίων και της Ευχαριστίας μεταγγίζουν σιγά σιγά την τριαδική ζωή και αθανασία μέσα στο ανθρώπινο DNA και στη σύνολη ομώνυμη ψυχοσωματικότητα.
Ο σημερινός χριστιανός – σε προφανώς δυσχερέστατη θέση συγκριτικά με προγενέστερες εποχές αναφορικά με το αντιπροσευχητικό κλίμα που δημιουργεί μια άκρως πνιγηρή αντιπνευματική ατμόσφαιρα – καλείται να ελευθερωθεί από τα δεσμά των διαβλητών παθών και της αμαρτίας και να ενωθεί με τον Κύριο προοιμιακώς και προγευστικώς από την παρούσα ζωή και μέχρι την πληρότητα και τελειότητα της εσχατολογικής εξανάστασης. Η πορεία αυτή είναι τραχιά και δύσβατη με προσκόμματα αναφυόμενα από την ίδια μας τη φύση, τους αδελφούς μας και πολύ περισσότερο από τα ακάθαρτα πνεύματα.
Ο μεγάλος πειρασμός της πολυεπίπεδης εκκοσμίκευσης σήμερα δεν μπορεί να ξεπεραστεί ει μη μόνον μέσα από την εν Χριστώ πίστη και ταπείνωση. Πίστη ότι Αυτός εστίν η διαχρονικώς και αιωνίως αμετάβλητη και μοναδική ενυπόστατος Αλήθεια (Ιω. 14:6), καθώς και σταυρική συμμόρφωση του γνωμικού μας θελήματος στο εκείνου άγιο και υπερτέλειο θέλημα, το οποίο αποτελεί το πρώτο στάδιο του δικού μας αγώνα πριν από και προς τη λήψη της χαρισματικής εν Χριστώ δια Πνεύματος ταπείνωσης μέσα από την υποταγή των υπερφίαλων λογισμών του πεφυσιωμένου εγώ μας στην πάντα νουν υπερέχουσα αλήθεια και αγάπη του Θεού Πατέρα.
Μια και αναφερόμαστε στον αρρωστημένο και ασυγκράτητο εγωισμό του σημερινού ανθρώπου, καλό είναι να διευκρινίσουμε σαν σε παρένθεση πως συνιστά μεγάλη πλάνη το να προσπαθούμε να καταργήσουμε μερικά συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσεως, τα οποία εξάπαντος ενεφύτευσε ο ίδιος ο Κύριος. Οι λέξεις εγώ και θέλω όχι απλά δεν πρέπει να αποσβεσθούν (τότε θα πάψει οπωσδήποτε να υφίσταται και το ανθρώπινο ον) αλλά τουναντίον να μεταμορφωθούν εν Κυρίω. Εξάλλου, κατ’ εικόνα Εκείνου, που είπε πρώτος και οντολογικώς υπέρτερα το «ἐγώ εἰμι» (Αποκ. 1:8) και το «θέλω» (Λουκ. 5:13) της σωτηρίας μας, πλασθήκαμε εμείς οι ταλαίπωροι μεν άνευ Χριστού, μέγιστοι δε και κατά Χάριν θεοί στην κοινωνία με τον εν Τριάδι Θεό μας. Στο ίδιο διαστρεπτικό πλαίσιο μια ηθικιστική και σπιριτουαλιστική (δάνεια ή αιρετική προφανώς) πνευματική παράδοση μιλάει για εκρίζωση των παθών (πώς είναι δυνατόν άραγε να ξεριζώσεις ό,τι φύτευσε δομικώς και εγγενές ο Θεός) και όχι για μεταμορφωτική θεραπεία και ενθέωσή τους.
Το να μιλάς για την ελευθερία είναι τεράστιο πράγμα και υπερβαίνει τις λογικές, αντιληπτικές και άλλες αντοχές μας. Και τούτο διότι η ελευθερία είναι οντολογικό κατηγόρημα της ίδιας της θεότητας και ως μυστηριακό γεγονός αφενός μεν χαρίζεται σε μας τα κατ’ εικόνα εκείνου όντα, οπότε αφετέρου και δεν μπορείς παρά να μιλάς για αυτό και να το προσεγγίζεις ει μη μόνον αποφατικώς. Την ίδια ώρα, ωστόσο, υπάρχει σαφέστατα γύρω μας μια στρεβλή αντίληψη περί ελευθερίας. Αυτή η τελευταία θεωρείται σαν δυνατότητα να κάνεις σχεδόν ό,τι θέλεις (μπαίνει απλά η παράμετρος τού να μην θίγεται ο έτερος) και, όπως είναι φυσικό, πρόκειται για μια ενδοκοσμική – Διαφωτιστική περισσότερο και νεωτερική – θεώρησή της. Δεν είναι όμως έτσι η αλήθεια των πραγμάτων και αυτό μάς το αποκαλύπτει ο αλάθητος λόγος του Χριστού.
«Η ελευθερία έγκειται στη διαρκή παραμονή κοντά στον Θεό», όριζε χαρακτηριστικά ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και τόνιζε συναφώς πως το μόνο που πρέπει να φοβάται ο άνθρωπος είναι η αμαρτία. Η περιεκτική τούτη υπερβατική θεώρηση της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να συνάπτεται με εκείνες τις παραμέτρους που προϋποθέτουν την αναμαρτησία και την αδιάλειπτη ένωση με τον Κύριο. Έτσι θα διορθώναμε ριζικά τον ανθρωποκεντρικό ορισμό της ελευθερίας - με τον οποίο γαλουχήθηκαν γενιές ολόκληρες και ο οποίος δεν μπορεί παρά να οδηγήσει το πολύ μέχρι μια εξωτερική και συμβατική κοινωνική ισορροπία και εξάπαντος μέχρι τη στιγμή της τελικής εκπνοής του ανθρώπου – ως εξής: ελευθερία είναι να κοινωνείς μετά του Θεού και του πλησίον δια της εν Χριστώ κενωτικής αγάπης.
Η ελευθερία, επομένως, είναι μια άκτιστη δωρεά του Θεού που χορηγείται όταν είσαι σε σχέση με τον Χριστό μέσα στην Εκκλησία (διότι δεν μπορείς να τον συναντήσεις αλλού). Η κατάκτησή της σε επίπεδο πρακτικό και καθημερινού πνευματικού αγώνος σχετίζεται με τη σειρά της με την αγίαυπακοή και τη συμμόρφωση προς το θείο θέλημα. Λέει χαρακτηριστικά και πάλι ο μέγας Σιλουανός: «ο υπερήφανος δεν αναζητεί το θέλημα του Θεού, αλλά προτιμά να κατευθύνει ο ίδιος τη ζωή του. Και δεν καταλαβαίνει πώς, χωρίς τον Θεό, δεν επαρκεί το λογικό του ανθρώπου για να τον καθοδηγεί». Η παράδοση στο θέλημα του Θεού φέρνει την ειρήνη στην ψυχή, η οποία μαρτυρεί αποδεικτικώς για την ελευθερία του ανθρώπου από τα δεσμά του εγώ, των παθών και της αμαρτίας.
Σε πρακτικό και πάλι επίπεδο η ανεύρεση του θείου θελήματος και η υπακοή σε αυτό δεν είναι κάτι το ακατόρθωτο και τούτο χάρη στην αγάπη και τη συγκατάβαση του Κυρίου. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του ίδιου αγιορείτη αγίου, την οποία αναλύει εκτενέστερα στο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου για αυτόν ο έτερος σύγχρονος Πατήρ της Εκκλησίας γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ (+1994), δυο τρόποι υπάρχουν για να μάθεις το θέλημα του Θεού σε κάθε περίπτωση και περίσταση (εφόσον η καταγραφή της γενικής και τέλειας μορφής του μέσα στα Ευαγγέλια δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι ικανή για την κάλυψη της πολλαπλότητας της περιπτωσιολογίας των μεταπτωτικών καταστάσεων και της τεράστιας ποικιλίας ως προς την ετερότητα των ανθρώπινων υποστάσεων και των δυνατοτήτων και αναγκών εκάστης εξ αυτών): ο πρώτος, τελειότερος και σπανιότερος μέσω της προσευχής και ο δεύτερος, συνηθέστερος και ασφαλέστερος μέσω της ερώτησης στον πνευματικό πατέρα ή εξομολόγο. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι την ίδια ακριβώς διδασκαλία βλέπουμε και στον γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό (+2009), ο οποίος ερμηνεύει τη σχετική θεολογία του αγίου γέροντός του Ιωσήφ του Σπηλαιώτου (+1959).
Τα πράγματα εν προκειμένω είναι τόσο απλά, όσο και πολύ δύσκολα εξαιτίας της απιστίας και της αμαρτωλότητάς μας. Ο απλός και ταπεινός Θεός αποκαλύπτει το θέλημά του μέσω του ερωτώμενου πνευματικού και συγκεκριμένα μέσα από τον πρώτο λόγο εκείνου. Ο φρόνιμος υποτακτικός (λαϊκός ή μοναχός) προσεύχεται με πίστη προηγουμένως, προκειμένου ο Θεός να του φανερώσει το θέλημά του για ένα συγκεκριμένο ζήτημα δια του κληρικού. Ο ιερέας που δέχεται την ερώτηση προσεύχεται από την πρώτη στιγμή να τον φωτίσει σχετικά ο Θεός. Η πρώτη λοιπόν σκέψη που γεννιέται στον ιερέα εξομολόγο, γενόμενη δεκτή με πίστη στη δύναμη και στην αγάπη του Θεού, συνιστά το ευάρεστο θέλημα του Θεού στο οποίο οφείλουν να κύψουν ευλαβικώς κεφαλήν και γόνυ εξομολόγος και εξομολογούμενος. Σκέψεις απιστίας περί μη κατανόησης ορθώς των πραγμάτων από τον πνευματικό και χρείας περαιτέρω επεξηγήσεων σε αυτόν, καθώς και προσπάθεια ανατροπής του πρώτου αυτού λόγου, απλά δείχνουν την απιστία μας στο μυστήριο και το μεταλλάσσουν σε απλή και τελικώς ατελέσφορη ανθρώπινη συζήτηση.
Ακόμη και μια «λάθος» συμβουλή εκ μέρους του εξομολόγου – είτε λόγω ολιγοπιστίας ενός εκ των δυο είτε χάριν θείας δοκιμασίας είτε για οιαδήποτε άλλη αιτία – από τη στιγμή που θα γίνει δεκτή με πίστη, ταπείνωση και ειλικρινή αγωνιστική διάθεση εφαρμογής της από την πλευρά του ερωτώντος θα αποφέρει εν τέλει θετικά αποτελέσματα χάρη στη θεία παρέμβαση, η οποία δεν θα επιτρέψει να πλανηθεί και να αποτύχει σε κείνον που εμπιστεύεται τον Κύριο. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι περιπτώσεις θαυμαστών γεγονότων όπου είτε οι ερωτώντες άκουσαν αντίστροφα τη συμβουλή που έδωσε ο ιερέας είτε ακόμη τα πράγματα πήραν θεία Χάριτι διαφορετική (σωτήρια) τροπή από την ακολουθούμενη (λαθεμένη) οδηγία του εξομολόγου.
Ίσως δεν θα κατέστη αντιληπτό πως το μυστήριο τούτο της υπακοής (άγιος Σιλουανός) δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των εξομολόγων κληρικών. Η εκκλησιαστική παράδοση στο πρόσωπο τουγέροντα πολλές φορές είδε και έζησε απλούς μοναχούς, ακόμη δε και λαϊκούς. Ο άγιος Πορφύριος έλεγε ότι, αν έχεις αληθινή πίστη και διάθεση να μάθεις το θέλημα του Θεού, μπορείς να ρωτήσεις και ένα μικρό παιδάκι και να κάνεις εκείνο που θα σου πει. Η Εκκλησία, βέβαια, προς αποφυγήν της ακαταστασίας και με σκοπό την κάθαρση του ανθρώπου μέσα από το μυστήριο της Εξομολόγησης συνέδεσε τελικά στο πρόσωπο του πνευματικού ιερέως αφενός τον χαρισματικό φορέα της εξομολόγησης και αφετέρου εκείνον της πνευματικής πατρότητας και καθοδήγησης (γέροντας). Όπως θα έχει επίσης γίνει από τα προηγούμενα κατανοητό, στον χώρο της Εκκλησίας δεν υπάρχει θέση για μαγικές αποκαλύψεις της θείας θέλησης και γνώσης, αλλά ταπεινή συνάντηση και συνεργασία Θεού και ανθρώπου πάνω στην πορεία του τελευταίου προς την αιώνια σωτηρία.
Η υπακοή χρειάζεται όμως και μια ακόμη βασικότατη παράμετρο: τη διάκριση. Η τυφλή υπακοή δεν είναι προνόμιο και υποχρέωση όλων ούτε και θα πρέπει να μεταφέρεται η σχέση γέροντος και υποτακτικού μεταξύ μοναχών στον χώρο των λαϊκών και των εγγάμων. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε εύκολα να απαντήσουμε στην ερώτηση αν προηγείται μεταξύ των συζύγων η υπακοή στον εξομολόγο τους ή του άνδρα προς τη γυναίκα και το αντίστροφο (προσωπικά θεωρώ ορθότερο το δεύτερο σκέλος). Η υπακοή ως άθλημα τής εν Χριστώ κένωσης απέναντι σε ένα έκαστο αδελφό (πλησίον) είναι μια σταυρική θυσία άκρως δυναμική που παίρνει διάφορες μορφές μέσα στην καθημερινότητα του πνευματικού αγώνα, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να την περικλείσουμε εύκολα μέσα σε στεγανές και συμβατικές – εκ των πραγμάτων ξηρές και ασφυκτικές – σχηματοποιήσεις.
Ο άγιος Σιλουανός σημειώνει αλλού χαρακτηριστικά: «ο Κύριος μας έδωσε την εντολή ν‘ αγαπούμε αλλήλους. Σ‘ αυτό έγκειται η ελευθερία: στην αγάπη για τον Θεό και για τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα - αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορείς όμως σε κάθε τάξη ν‘ αγαπάς τον Θεό και να είσαι ευάρεστος σ‘ Αυτόν - κι αυτό είναι το σπουδαίο. Κι όσοι αγαπούν περισσότερο τον Θεό επί γης, θα έχουν μεγαλύτερη δόξα στη Βασιλεία και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξασθεί κατά το μέτρο της αγάπης του». Ο ίδιος άγιος μάς δίνει επίσης και τα χαρακτηριστικά του ελεύθερου ανθρώπου, τουτέστιν εκείνου που παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού: αταραξία, αφοβία, αμεριμνησία, χαρά. Ταυτόχρονα μάς δίνει το κριτήριο της αληθινής μας υπακοής στο θείο θέλημα και τις συνέπειες της αντίστασης σε αυτό και της πρόκρισης τής υπερήφανης αυτάρκειας και εμπιστοσύνης στη λογική μας: «πώς μπορείς να ξέρεις αν ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Να η ένδειξη: Αν στενοχωριέσαι για κάτι, αυτό σημαίνει πως δεν παραδόθηκες τελείως στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν σου φαίνεται πως ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Θεού […] Παρατηρήστε εκείνον που αγαπά το θέλημά του. Αυτός δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή και δεν ευχαριστιέται με τίποτε· γι‘ αυτόν όλα γίνονται όπως δεν έπρεπε».
Ο ταλαίπωρος άνθρωπος σήμερα, κολυμπώντας μέσα στην ψευδαίσθηση της αυτοθεωτικής του αυτονομίας – φάντασμα της τεχνολογικής και λοιπής υλιστικοανθρωποκεντρικής του «προόδου», το οποίο δυστυχώς θα γιγαντώνεται, θα πιστεύεται και θα οράται ολοένα και περισσότερο με τις κατακτήσεις και τα «θαύματα» της επιστήμης – αγνοεί την απλή πραγματικότητα, την οποία διαισθητικά άγγιξαν οι αρχαίοι Έλληνες με την επινόηση τού από μηχανής θεού στις τραγωδίες: ότι το φύσει θνητό έχει οντολογική εξάρτηση σε όλα από ένα άκτιστο ον, το οποίο, εγγενώς ελεύθερο και τέλειο, θα μπορεί, μόνο αυτό, να του δωρίσει τα πάντα, άρα και την αληθινή ελευθερία και όχι ιδεολογήματα περί αυτής ή φθηνά της υποκατάστατα. Δυστυχώς, η ενυπόστατη ελευθερία, ο Χριστός, σαρκώθηκε και κατέβηκε, αλλά τον απέρριψε ο κόσμος. Αυτός, ωστόσο, μας αναμένει με άκρα ταπείνωση και αστείρευτη στοργή και αγάπη, εμάς τα τεκνία του (Α’ Ιω. 2:1). Όταν δε τον πλησιάσουμε και ενωθούμε μαζί του, τότε θα αρχίσουμε να ελευθερωνόμαστε από κάθε δεσμό (Ιω. 8:32) μέχρι και την έσχατη λύτρωσή μας από το θάνατο (Α’ Κορ. 15:26).
Τότε δεν μπορεί παρά να βιώσουμε τα λόγια ενός ελεύθερου άνδρα και να αγγίξουμε κατά τα μέτρα μας την αλήθεια και τη δυνατότητα τής εν Χριστώ ελευθερίας: «είναι μεγάλο αγαθό να παραδινόμαστε στο θέλημα του Θεού. Τότε στην ψυχή είναι Μόνος ο Κύριος και δεν έρχεται καμιά ξένη σκέψη, η ψυχή προσεύχεται με καθαρό νου και αισθάνεται την αγάπη του Θεού, έστω και αν υποφέρει σωματικά. Όταν η ψυχή παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, τότε ο Ίδιος ο Κύριος αρχίζει να την καθοδηγεί και η ψυχή διδάσκεται απευθείας από τον Θεό, ενώ προηγουμένως την οδηγούσαν οι άνθρωποι και η Γραφή. Αλλά το να είναι Δάσκαλος της ψυχής ο Ίδιος ο Κύριος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι σπάνιο και λίγοι γνωρίζουν αυτό το μυστήριο, εκείνοι μόνο που ζουν κατά το θέλημα του Θεού […] Όλοι οι κάτοικοι της γης υφίστανται αναπόφευκτα θλίψεις. Και παρόλο που δεν είναι μεγάλες οι θλίψεις που παραχωρεί ο Κύριος, όμως φαίνονται στους ανθρώπους αφόρητες και συντριπτικές . Κι αυτό γίνεται, διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να ταπεινωθούν ενώπιον του Θεού και να παραδοθούν στο θέλημά Του. Όσοι όμως άφησαν τον εαυτό τους στο θέλημα του Θεού, αυτούς τους καθοδηγεί ο Ίδιος ο Κύριος με τη Χάρη Του και υπομένουν με ανδρεία τα πάντα για χάρη του Θεού, τον Οποίο αγάπησαν και με τον Οποίο θα δοξάζονται αιώνια» (Άγιος Σιλουανός).


Απολυτίκιο Αγ. Προκοπίου του Δεκαπολίτου και Ομολογητού - 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Προετοιμασία και όχι ασυδοσία, πριν την νηστεία!




Πολλο χριστιανο τς ποχς μας περιφρονον τ νηστεία. Κι ατ τ κάνουνπειδ χουν μάθει στν λιστικ τρόπο ζως. χουν τν ασθηση τι  ζωή μαςχει περιορισμένο χρονικ ρίζοντα. Σύνθημα τος εναι ατ τν ρχαίων Στωϊκν φιλοσόφων: «Φάγωμεν, πίωμεν, αριον γρ ποθνήσκωμεν». 

Δν πιστεύουν τι πάρχει άλλη ζωή. Ερωνεύονται κάθε τί τ κκλησιαστικό. Ερωνεύονται σους πηγαίνουν κκλησία, σους κάνουν τ σταυρό τους, σους φέρνουν ερέα στ σπίτι τους, δί δ κοροϊδεύουν σους νηστεύουν.
Άλλοι βέβαια κάνουν κάτι άλλο. Λένε: φο π αριο ρχίζει αστηρνηστεία, σήμερα ς μεθύσω. Τοτο μως, λέει  γιος Βασίλειος, δν εναι ρθό. Γιατί δν μπορε ν μπε  νηστεία κα  προσευχ σ μία ψυχ πο λερώθηκε πρν π τ μέθη.  Θες δν ποδέχεται στς ερς αλς το Παραδείσου τος μέθυσους λλ τος γκρατες κα νηστευτάς.
Πράγματι! Πς μπορε ν λογιστε νηστεία σ᾿ ναν χριστιαν πο μυρίζει κρασ π τν προηγούμενη μέρα κατ τν ποία πινε; λλωστε, λοι γνωρίζουμε τι  μέθη εναι πάθος πο δύσκολα θεραπεύεται. πομένως κα στςμέρες τς νηστείας νδέχεται ν μεθύσεις.
 π. Παλος, μως, λέει τι «μέθυσοι δν θ κληρονομήσουν τν βασιλεία τοΘεο» (Α Κορ. 6,10).
τσι, σημειώνει  Μ. Βασίλειος, ν ρχεσαι μεθυσμένος στ νηστεία ποι τφελος; Πράγματι!  νθρωπος πολλς φορς δν γνωρίζει τί ζητ. Θέλει κα μτ Χριστ ν εναι κα τ παιχνίδια το διαβόλου ν παίζει. Θέλει δηλαδ κα νζε κοσμικά, λλ παραλλήλως ν νηστεύει, σο μπορε-πως λέει-, νκκλησιάζεται, ν κοινων τν χράντων Μυστηρίων. Τοτο μως εναιδιανόητο γιατί δν μπορομε ν δουλεύουμε δυ κυρίους. Συμμαχία μποιοδήποτε τρόπο μ τν χθρό μας διάβολο δν κάνουμε.
Γι᾿ ατ  νηστεία μας πρέπει ν εναι καθαρά, ποβάλλοντας π πάνω μας τ πάθος τς μέθης.