Οι τρεις Ιεράρχες και η Ελληνική φιλοσοφία
[...] Είναι, βέβαια, αδύνατο να κατανοηθεί με πληρότητα και ακρίβεια η στάση αυτή των Τριών Ιεραρχών απέναντι στην αρχαία σοφία, αν δεν ληφθεί υπόψη η ουσία του Χριστιανισμού στην αυθεντική του έκφραση και βίωση, ως ποιμαντικής θεραπευτικής της ανθρώπινης ύπαρξης, με μοναδικό στόχο την θέωση του ανθρώπου και τον αγιασμό του κόσμου και των ανθρωπίνων. Μέσα στην σωτηριολογική προοπτική του ο Χριστιανισμός των Αγίων (αυτή είναι η Ορθοδοξία) είναι πολύ διαφορετικός από τον θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό του ευσεβιστικού ηθικισμού, αλλά και τον -κατά κανόνα- εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό της διανόησης, ακόμη και της χριστιανικής.
Οι Τρεις Ιεράρχες είναι άγιοι, θεούμενοι, και ως άγιοι σκέπτονται και ενεργούν. Αυθεντική φιλοσοφία γι’ αυτούς είναι εκείνη που οδηγεί στην «ζήτηση της αληθείας», όπως συνόψισε άλλωστε την ουσία της ελληνικής φιλοσοφίας, στην θετική του αξιολόγηση γι’ αυτήν, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (ί215). Η ελληνική φιλοσοφία, ως όλο, αναπτύσσει αυτή τη στάση, αλλά το περιεχόμενό της, πάλιν ως ολότητα, δεν είναι δυνατόν να βρει αστασίαστα χριστιανική κατάφαση, ως καρπός του πτωτικού ανθρώπου, έστω και αν είναι γέννημα της λυτρωτικής του αγωνίας για εύρεση της οντολογικής αλήθειας. Η σύγχυση των ερευνητών στο σημείο αυτό έγκειται στο γεγονός ότι δεν κατανοείται σαφώς η διάκριση των Τριών Ιεραρχών και των Αγίων της πίστεως μας μεταξύ ελληνικότητας, που γίνεται δεκτή ως παιδευτικό αγαθό -και αυτό εκλεκτικά- και ελληνικής μεταφυσικής σκέψης, που απορρίπτεται, διότι βρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την χριστιανική Θεολογία και την ποιμαντική τους.
Οι Τρεις Ιεράρχες, όπως όλοι οι Πατέρες και Διδάσκαλοι του εκκλησιαστικού σώματος, συγκλίνουν σε μιαν ενιαία στάση απέναντι στην αρχαία σοφία. Την αποτιμούν θετικά ως ένα σημείο, όταν την προσεγγίζουν «αυτοτελώς», ως ιστορικό μέγεθος, που ενσαρκώνει τη λυτρωτική αναζήτηση του ελληνικού πνεύματος. Πουθενά όμως δεν φθάνουν σε σημείο οι Πατέρες μας να αποδώσουν σωτηριολογικό χαρακτήρα στην θύραθεν σοφία. Αντίθετα είναι απέναντι της απορριπτικοί, όταν οι δύο σοφίες προσεγγίζονται συγκριτικά. Στην περίπτωση αυτή η θύραθεν σοφία κρίνεται ως αδύναμη να συμβάλει στην χαρισματική μεταμόρφωση και πνευματική αλλοίωση του εν Χριστώ ανθρώπου. Άλλωστε το ανθρωπολογικό πρότυπο της πατερικής χριστιανικότητας δεν είναι ο «καλός καγαθός» άνθρωπος, αλλά ο κατά χάρη θεός, ο Άγιος. Εξάλλου, από το έργο τους προκύπτει ότι και η χρήση τη φιλοσοφικής μεθόδου στη θεολόγηση συνιστά ουσιαστικό κίνδυνο, εφόσον η Θεολογία των Αγίων (ως περιεχόμενο και όχι ως διατύπωση) δεν είναι υπόθεση διανοητική, αλλά φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι κοσμολογικές αρχές των Ελλήνων φιλοσόφων (αιωνιότητα και ανακύκληση του κόσμου, δημιουργία εξ αναγκαιότητος κ.λπ.), ως και οι ανθρωπολογικές (στα θέματα λ.χ. της ελευθερίας και αθανασίας του ανθρώπου και κυρίως στην έννοια του προσώπου) έμειναν τελείως ξένες σ’ αυτό που ονομάζεται χριστιανική Ορθοδοξία. Στην θεολόγησή τους οι Άγιοι δεν είναι ούτε πλατωνικοί, ούτε αριστοτελικοί, ούτε νεοπλατωνικοί, αλλά συνεχίζουν την προφητική και καινοδιαθηκική παράδοση. Γι’ αυτό ταυτίζονται με τον Απόστολο Παύλο και την στάση του απέναντι στην «σοφίαν του κόσμου τούτου».
Ο Θεός των φιλοσόφων και της φιλοσοφίας ουδεμία έχει σχέση με τον Θεό των Αγίων μας. Στην διαδικασία της πνευματικής προόδου, που οδηγεί στην «θέα του Θεού», η σοφία του κόσμου τούτου αποδεικνύεται περιττή. Άλλωστε, χριστιανικά η σωτηρία δεν είναι υπόθεση μόνο των σοφών και εγγραμμάτων, αλλά κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από την παιδεία και τις γνώσεις του. Δεν είναι, συνεπώς, περίεργο, ότι στην πίστη μας Μέγας ονομάζεται ο πανεπιστήμονας Βασίλειος, αλλά και ο τελείως απαίδευτος, κατά κόσμο, Αντώνιος, κάτοχος όμως εξίσου με τον Μέγα Βασίλειο της θείας σοφίας.
Οι Πατέρες, που απέκτησαν σχολική παιδεία, γνωρίζουν την ιστορία της φιλοσοφίας, αλλά δεν θέλουν να είναι φιλόσοφοι, ούτε υποδουλώνονται στην φιλοσοφία, όπως οι αιρετικοί, συμφύροντας την Θεολογία τους με τις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες. Οι Πατέρες, ως Άγιοι, εντάσσονται ολόκληροι στο σώμα του Χριστού, «βαπτίζοντας» σ’ αυτό όλη την ύπαρξή τους, επιτυγχάνοντας δηλαδή, τον θάνατο και την εν Χριστώ ανάστασή τους. Οι Πατέρες μένουν ανεπηρέαστοι από τη φιλοσοφία, ακόμη και όταν, λόγω της παιδείας τους, χρησιμοποιούν γλώσσα φιλοσοφική στην θεολογία τους, που και αυτή «βαπτίζεται» στην θεία αποκάλυψη και ανανοηματοδοτείται. Αυτό αποσαφηνίζει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, συνεχιστής της ταυτότητας και παράδοσης των Τριών Ιεραρχών. «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλά έπη των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ. Νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον, έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον, εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται».
Η στάση, λοιπόν, των Τριών Ιεραρχών έναντι της φιλοσοφίας δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εχθρική ή πολύ περισσότερο ανθελληνική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, σε στιγμές συναισθηματικής έξαρσης θα ομολογήσει, τί τον συνδέει, ως Χριστιανό Έλληνα, με την ‘Ελλάδα:
«Ελλάς εμή, νεότης φίλη, και όσσα πέπασμαι,
και δέμας, ως Χριστώ είξατε προφρονέως»!
Δηλαδή, «Ελλάδα μου και νιότη αγαπητή, κι όλα όσα απέκτησα και σώμα. Πόσο πρόθυμα δοθήκατε στον Χριστό! Η “Ελλάδα, που δέχεται και τιμά ο Γρηγόριος, είναι η Ελλάδα, που μαζί με όλα τα συστατικά της υπάρξεώς του, αυτοπροσφέρθηκαν στον Χριστό, ως ενσαρκη Παναλήθεια. Αυτό ισχύει και για τους άλλους Πατέρες.
Στη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού οι άγιοι Πατέρες δίνουν την προτεραιότητα στην Ορθοδοξία με όλο το λυτρωτικό περιεχόμενό της, ώστε να αποφεύγεται κάθε νόθη συζυγία, όπως είναι η αίρεση. Η Ορθοδοξία διά των αγίων Πατέρων προσέλαβε τον Ελληνισμό χωρίς να υποδουλωθεί στο πρόσλημμα, αφελληνίζοντας μόνο τα στοιχεία εκείνα, που ήταν ανάγκη να αφελληνισθούν και να απομυθευθούν, ως μη προσλήψιμα. Έξω από την Ορθοδοξία έμεινε ο παγανιστικός (νόθος) ελληνισμός, ως πτώση-αμαρτία. Ο ελληνισμός, ως παιδεία, δεν απορρίπτεται. Αποκρούεται μόνον η εκφιλοσόφηση της πίστεως και απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσεως, διακηρύσσεται δε, η αδυναμία της ανθρώπινης γνώσεως να οδηγήσει στην θεογνωσία, ως σωτηρία.
Ο Χριστιανισμός των Πατέρων έδωσε οριστική απάντηση στη λυτρωτική ζήτηση του Ελληνισμού, ανανοηματοδοτώντας την ιστορική πορεία του και καταξιώνοντάς τον σε ιστορική του σάρκα. Κατά τον πατερικότατο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, «ο Ελληνισμός… διαμελίσθηκε από την μάχαιρα του Πνεύματος, πολώθηκε και διαιρέθηκε κι ένας “χριστιανικός ελληνισμός” δημιουργήθηκε». Ο ελληνισμός «ολοκληρώθηκε μέσα στην Εκκλησία» και με τη νέα ταυτότητά του ως Ελληνορθοδοξία -ή καλύτερα Ορθοδοξία- δοξάσθηκε και μεγαλούργησε στην κατοπινή του πορεία, ως αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως.[...]
Τριών Ιεραρχών
Η σημερινή Κυριακή είναι αφιερωμένη σε τρεις μεγάλους Πατέρες και Ιεράρχες της Εκκλησίας μας. Πρόκειται για τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, του Μεγάλου Βασιλείου, του ιερού Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Η Εκκλησία τους ονομάζει «φωστήρες της τρισηλίου θεότητος». Και η ελληνική Παιδεία τιμά τους εμπνευστές και προστάτες της σύνθεσης της ελληνικής σοφίας με τη θεία Αποκάλυψη του ευαγγελικού λόγου. Μια σύνθεση που άρχισε ήδη από τους μαθητές και αποστόλους του Κυρίου, με μια θαυμάσια ελληνιστική παιδεία, και έφτασε στην αποκορύφωση με τους μεγάλους πατέρες και διδασκάλους του τετάρτου αιώνα μ.Χ. Ο οικουμενικός Ελληνισμός συναντάται με την οικουμενικότητα του Χριστιανισμού.
Τίθεται όμως το ερώτημα, γιατί η Εκκλησία επέλεξε αυτούς τους συγκεκριμένους τρεις Ιεράρχες από μια χορεία μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων της πίστεως μας; Θεωρούνται αυτοί ως οι σημαντικότεροι και οι μοναδικοί, ή παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που χρειάζεται σήμερα να επισημάνουμε και να τα προβάλουμε προς πνευματική ωφέλεια και οικοδομή όλων μας;
Γνωρίζουμε από την εκκλησιαστική ιστορία πως υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός κορυφαίων πατέρων και σοφών διδασκάλων που δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των Τριών Ιεραρχών της σημερινής εορτής.
Και όμως η Εκκλησία και η Παιδεία επέλεξε μόνο αυτούς τους τρεις γνωστούς μας Ιεράρχες.
Φαίνεται, πως κριτήριο της επιλογής τους δεν ήταν ούτε η μοναδική θεολογική προσφορά τους ούτε η ανεπανάληπτη ποιμαντική διακονία τους. Ακόμη κριτήριο δεν ήταν ούτε η ποιότητα της αγιότητας τους ούτε η μοναδικότητα του μαρτυρικού τέλους τους. Το κριτήριο βρίσκεται, σε μια μοναδική ιδιαιτερότητα του καθενός από τους τρεις, που μόνο στη σύνθεση και στην ενότητα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους σηματοδοτείται το νόημα της σημερινής εορτής, ως ημέρας των Γραμμάτων και της ελληνικής Παιδείας.
1. Ανάγκη ασκητικού ήθους ζωής
Ο Μέγας Βασίλειος είναι γνωστό ότι ανέπτυξε ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Το σημερινό κοινωνικό σύστημα με τα διάφορα ιδρύματα περίθαλψης έχει τις ρίζες του στη Βασιλειάδα του Μεγάλου Βασιλείου, μια καταπληκτική κοινωνική οργάνωση ιδρυμάτων για τους πάσχοντες, τους φτωχούς και τους αδύναμους της ζωής. Παράλληλα, όμως, ο Μέγας Βασίλειος θεωρείται και μέγιστος στη θεσμοθέτηση κανόνων οργάνωσης της μοναχικής πολιτείας. Μέχρι την εποχή του υπήρχε ένας ιδιότυπος αναχωρητικός μοναχισμός. Σε πολλές δε περιπτώσεις ο μοναχισμός αυτός λειτουργούσε αυθαίρετα, χωρίς κανόνες, χωρίς έλεγχο και ασφαλώς χωρίς υπακοή και υποταγή στην πνευματική καθοδήγηση κάποιου Γέροντα.
Αυτόν τον ιδιότυπο και αυθαίρετο τρόπο ατομικής και προσωπικής βίωσης του μοναχικού ιδεώδους θέλησε ο Μέγας Βασίλειος να τον ελέγξει και να τον περιορίσει με τη θεσμοθέτηση ενός οργανωμένου κοινοβιακού συστήματος και με την ενσωμάτωση των μοναχών, σε μοναστικές κοινότητες υπό τον άμεσο έλεγχο της τοπικής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Κατόρθωσε με άλλα λόγια την εκκλησιοποίηση του μοναχισμού και αναχωρητισμού. Και αυτή ήταν μια προσφορά προς την Εκκλησία υψίστης σημασίας στο θεωρητικό και πρακτικό τομέα.
Ένας μοναχισμός αυτονομημένος και αποκομμένος από το σώμα της Εκκλησίας αποτελεί μέγιστο κίνδυνο και παρεκκλίνει προς εκκλησιολογική αίρεση, όχι μόνο εξαιτίας των ενεργειών διαφοροποίησης από την εκκλησιαστική ηγεσία, αλλά κυρίως εξαιτίας τον ζηλωτικών τάσεων που αναπτύσσονται στους χώρους αυτούς.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο μοναχισμός ασφαλώς και αποτελεί μια βασική και ουσιώδη μορφή ζωής, βίωσης της πίστεως. Έρχεται ως συνέχεια της πιστότητας και της συνέπειας των Μαρτύρων της πρώτης Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο μοναχισμός είναι ουσιαστικά μορφή μαρτυρίου και εσχατολογική βίωση της ιστορίας. Μ’ αυτή την έννοια ο μοναχισμός δεν εκφράζει το σύνολο του λαού του Θεού. Είναι μια επιμέρους λειτουργία της εκκλησιαστικής ζωής και «εκ μέρους» γνώση και βίωση της πίστεως. Υπ’ αυτή την έννοια, ο μοναχισμός ουσιαστικά καταξιώνεται κυρίως ως μορφή μαρτυρίου, παρά ως μορφή βίωσης της πίστεως και λιγότερο ως μορφή ποιμαντικής διακονίας.
Πέρα, όμως, από την εσχατολογική αυτή προοπτική, υπάρχει για τους πιστούς και η καθημερινή βίωση της πίστεως μέσα στην ιστορία. Ο μοναχισμός επισημαίνει σε όλους μας και την ασκητική θεώρηση της ιστορίας. Και αυτή είναι μια βασική παράμετρος της πίστεως και της ζωής. Στη δε περίπτωση της συμβολής του Μεγάλου Βασιλείου έχουμε μια θαυμαστή σύνθεση του ιστορικού και εσχατολογικού στοιχείου, με την παράλληλη σύνθεση κοινωνικών αξιών και ασκητικής προσέγγισης της ζωής. Ούτε άκρατος ακτιβισμός ούτε άκριτος εγκρατισμός και θεωρητικός βίος.
2. Ανάγκη ποιότητος ζωής στο χριστιανικό βίωμα
Ο ιερός Χρυσόστομος βίωσε κατά τρόπο απόλυτα ασκητικό και μαρτυρικό το αρχιερατικό του αξίωμα. Απόλυτος στις πνευματικές πεποιθήσεις του και ασυμβίβαστος στις προκλήσεις της κοσμικής εξουσίας. Από τα τριανταπέντε χρόνια της αρχιερατείας του τα δεκαέξι τα πέρασε στην εξορία, διωκόμενος όχι μόνο από τους κοσμικούς άρχοντες αλλά και από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Ο ιερός Χρυσόστομος, μοναχικός και ασκητικός, μαρτυρικός στις επιλογές του και φιλάνθρωπος στις εκτιμήσεις του για τους άλλους, αναδείχθηκε συγχρόνως κι ένας θαυμάσιος κοινωνικός αναμορφωτής.
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι μελέτησε ο ιερός Χρυσόστομος με κάθε σοβαρότητα τα καθημερινά προβλήματα της ζωής. Θεολόγησε με βαθύνοια για το πρόβλημα της εργασίας, της σχέσεως εργοδοτών και εργαζομένων, για το θεσμό της δουλείας και σχεδόν για όλους τους κοινωνικούς θεσμούς της εποχής του. Είναι αυτός που έθεσε την Εκκλησία προ των ευθυνών της και κάλεσε τη θρησκευτική ηγεσία να πάρει υπεύθυνη θέση για τα μεγάλα και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήθελε την Εκκλησία και το χριστιανικό κήρυγμα να βρίσκονται στο κέντρο των γεγονότων, να παρεμβαίνουν άμεσα και υπεύθυνα στο ιστορικό γίγνεσθαι και η Εκκλησία να μη στέκεται θεατής και επικριτής στα κοινωνικά δρώμενα.
Η Εκκλησία για τον ιερό Χρυσόστομο δεν πρέπει να εκφράζει ένα πνευματικό ελιτισμό και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται να είναι μια αναχωρητή περιθωριακή παρουσία. Η ανάμιξή της με το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι συνεπάγεται ασφαλώς θυσίες, μαρτυρικό βίο και καθημερινό κόστος ζωής. Όμως, η Εκκλησία πρέπει πάντα να μένει συνεπής στις δικές της πεποιθήσεις και αξίες, στις ιστορικές σωτηριολογικές και εσχατολογικές της επιλογές.
Η παρουσία και μετοχή του ιερού Χρυσοστόμου στην τριάδα των μεγάλων Ιεραρχών της σημερινής γιορτής αποτελεί και αυτή μια αναντικατάστατη και αξεπέραστη συμβολή, ιδιαίτερα για τη θεώρηση της χριστιανικής βιωτής στην ολότητα της και όχι σ’ ένα διακριτό και αξιολογικό επιμερισμό. Δεν τίθεται θέμα, επομένως, κάποιων τραγικών διλημμάτων του τύπου «γάμος ή αγαμία», με σκοπό την προβολή της μιας ή της άλλης μορφής ζωής. Εδώ τίθεται, ως επείγουσα ανάγκη η επιταγή υψηλής ποιότητας και χαρισματικής βίωσης είτε του γάμου είτε της αγαμίας. Προς την κατεύθυνση αυτή ο ιερός Χρυσόστομος συνέβαλε τα μέγιστα και όλοι του οφείλουμε ευγνωμοσύνη για την ισόρροπη αυτή αντιμετώπιση και καταξίωση της προσωπικής επιλογής ανάλογα με το χάρισμα εκάστου.
3. Η θεολογία και η θεογνωσία ως κριτήριο της πνευματικής ζωής
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος θεωρείται από τους συστηματικότερους πατέρες της Εκκλησίας που συνέβαλε και αυτός αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος. Παρά δε το γεγονός της βαθύνοιας και της φιλοσοφικής υποδομής της θεολογικής σκέψης του, έκανε παράλληλα και τη μεγάλη θεολογική του παρέμβαση στη διαμόρφωση της κλασικής παιδείας και του ανθρωπιστικού πολιτισμού. Έθεσε τις χριστιανικές αρχές και τις πνευματικές αξίες ως κριτήρια της γνώσης και της παιδείας, που παρέχονται από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ύψιστο κριτήριο για την αληθινή παιδεία και την αγωγή των παιδιών θεώρησε ότι πρέπει να είναι η θεολογία και κυρίως η θεογνωσία, αντί της ψευδούς φιλοσοφίας και της ειδωλολατρικής μυθοπλασίας. Είναι γνωστό, από την ιστορία, ότι τα περίφημα «έπη» του, όπου συμπεριέλαβε μια θαυμάσια τριαδολογική θεολογία και θεωρούνται ως μοναδικά αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας και ιδιαίτερα της γόνιμης ποιητικής έκφρασης της θεολογίας της Ανατολής, σύντομα αντικατέστησαν τα Ομηρικά έπη στα ανώτατα φιλοσοφικά ιδρύματα της εποχής. Μέσα στα έργα αυτά έχουμε μια θαυμάσια σύνθεση της ανθρώπινης γνώσης και της αποκεκαλυμμένης θεολογίας. Η ακαδημαϊκή γνώση και παιδεία συναντάται με την ασκητική θεολογία της έρημου. Ο δάσκαλος δεν κρίνεται μόνο από το περιεχόμενο των λόγων του και της κοσμικής σοφίας του, αλλά πρώτιστα πρέπει να κρίνεται από το περιεχόμενο της σιωπής του, του στοχασμού του και της προσευχής του. Όπως γνωρίζουμε, ότι και η προσευχή δεν κρίνεται από το περιεχόμενο των λόγων, των αιτημάτων και της σχολαστικής «βαττολογίας», αλλά από τη βαθιά αίσθηση της κοινωνίας με το Θεό και της εμπιστοσύνης στη δική του πρόνοια. Η ουσιαστικότερη προσευχή είναι η προσευχή της σιωπής και μάλιστα η νοερά προσευχή. Ο ποιητικός λόγος είναι πάντοτε ουσιώδης, μεστός και δημιουργικός. Η ποίηση πάντα γεννάει ιδέες και ανοίγει νέους δρόμους στη σκέψη. Έτσι και τα ποιητικά έργα του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ουσιωδέστερα από τα συστηματικά του, που δημιούργησαν μια νέα εποχή για τη θεολογία και τη χριστιανική παιδεία. Η θεολογική παραγωγή του αγίου Γρηγορίου μας ενθαρρύνει και προς την κατεύθυνση αυτή μιας σύνδεσης του συστηματικού λόγου με τον ποιητικό στοχασμό και της διδακτικής προσφοράς με τη σιωπή της προσευχής. Η θεολογία και η παιδεία κρίνονται από τη διπολικότητα αυτή του έργου του μεγάλου Θεολόγου του τετάρτου αιώνα.
4. Απέκδυση του πλούτου και της σοφίας και ένδυση της πτώχειας και της σεμνότητας
Πέρα από τα στοιχεία αυτά της προσωπικής ιδιαιτερότητας, υπάρχει και ένα άλλο κοινό γνώρισμα στους Τρεις Ιεράρχες μας, που ιδιαίτερα καλούμαστε να προβάλουμε σε κάθε εποχή, ως κριτήριο αληθινής θρησκευτικότητας και θεοσεβούς παιδείας. Κριτήριο για ηγέτες, δασκάλους, μαθητές και απλούς πιστούς.
Και οι τρεις Ιεράρχες υπήρξαν γόνοι πλούσιων και αριστοκρατικών οικογενειών. Και οι τρεις ήσαν ικανοί στη γνώση και στο νου και ταλαντούχοι χαρισματικοί στο πνεύμα και στη ψυχή. Η παιδεία τους σε όλα τα επίπεδα της γνώσης και της επιστήμης ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Η δε κοινωνική τους καταξίωση αξιοζήλευτη από όλους. Ό,τι το εκλεκτότερο δηλαδή σε νου, σε γνώση, σε χαρακτήρα και προσφορά, όχι μόνο στον κοσμικό χώρο αλλά και στον εκκλησιαστικό, συγκεντρώθηκε στην τριάδα αυτή. Το θαυμαστό είναι ότι και οι τρεις αυτοί νέοι εισερχόμενοι στην Εκκλησία και θέτοντας τους εαυτούς τους στη διακονία του λαού του Θεού, απεκδύθηκαν όλα αυτά που είχαν και κατείχαν, γυμνώθηκαν και πτώχευσαν, κατά κυριολεξία, σε όλα τα επίπεδα προς χάριν της αγάπης του Χριστού και των εν Χριστώ αδελφών.
Ενώ σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο.
Η ένταξή μας στο χώρο της Εκκλησίας δεν συνεπάγεται, όπως παλαιότερα, θυσίες και ταπεινώσεις, ονειδισμούς και διώξεις.
Η Εκκλησία, όμως, πάντοτε και σήμερα με την προβολή των τριών αυτών μεγάλων Ιεραρχών θέλει και προσπαθεί να μας στείλει κάποιο μήνυμα. Ας προσέξουμε και ας την ακούσουμε σεμνά και ταπεινά, ώστε με κάθε σεμνότητα και ταπείνωση να παραμένουμε ως πιστοί και να διακονούμε την Εκκλησία του Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».
Πράγματι, η Εκκλησία καλεί όλους μας με τη σημερινή εορτή να δεχθούμε τους Τρεις Ιεράρχες, όπως παλαιοτέρα έτσι και σήμερα, ως «φως» και «λυχνία» με το λόγο τους και τα έργα τους, για μια ορθή κατεύθυνση και της δικής μας πορείας. Μας καλεί όχι απλώς να μνημονεύσουμε τα ονόματά τους και να τους δοξάσουμε, αλλά να τους μιμούμαστε ως άτομα, ως λαός και έθνος, αν θέλουμε να επιβιώσουμε πνευματικά στους δύσκολους καιρούς. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν και πρέπει να συνεχίσουν να είναι φωστήρες αλλά και φωτοδότες της θεολογίας, της παιδείας και της εκκλησιαστικής διακονίας. Η ουσιαστική συμβολή τους δεν συνίσταται τόσο στα εξαίρετα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητάς τους, του θεολογικού στοχασμού τους και του ποιμαντικού έργου τους, όσο στη σύνθεση και στην εναρμόνιση της συμβολής τους, την οποία πραγματοποίησε η Εκκλησία με την προβολή της ενιαίας εορτής των Τριών Ιεραρχών.
Μοναχικό και ασκητικό ιδεώδες, κοινωνική ευαισθητοποίηση και δυναμική ιστορική παρέμβαση, ποιητική και δημιουργική θεολογία, θυσιαστική και μαρτυρική εμπειρία ζωής, είναι το τρίπτυχο μιας ισόρροπης θρησκευτικής αγωγής και κλασικής παιδείας. Κάθε απόπειρα και προσπάθεια από εμάς μιας άκριτης απολυτοποίησης, είτε της μοναχικής είτε της κοινωνικής, αλλά είτε της θεολογικής και της κοσμικής ερμηνείας για τα πράγματα του κόσμου τούτου και για τα πράγματα του Θεού, αποτελεί μεγάλο λάθος, γιατί ουσιαστικά διολισθαίνει προς την αίρεση. Το μεγάλο μυστικό ουσιαστικά βρίσκεται στη σύνθεση και στην εναρμόνιση των βασικών αυτών στοιχείων που μας υπενθυμίζει η εορτή των Τριών Ιεραρχών. Μια παιδεία και αγωγή που πλουτίζεται από τους κρουνούς της σοφίας και της πνευματικής εμπειρίας των Ιεραρχών μας δεν μπορεί παρά στο τέλος να δώσει και στην εποχή μας εύχυμους και αγαθούς καρπούς.
Οι Τρεις Ιεράρχες — Οι ασυμβίβαστοι
Άσκησαν στον ύψιστο βαθμό την φιλανθρωπία και ανακούφισαν τον πόνο χιλιάδων αναξιοπαθούντων.
Δίδασκαν καθημερινά τους πιστούς αναλύοντάς τους τις θεόπνευστες αλήθειες της Πίστεώς μας και διαφωτίζοντάς τους για τα μεγάλα θέματα, που απασχολούν την ψυχή κάθε ανθρώπου.
Καθόρισαν συστηματικά την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούν να λατρεύουν οι πιστοί θεάρεστα τον Κύριο.
Συνέγραψαν θαυμάσια συγγράμματα, τα οποία ξεπέρασαν τη φθορά του χρόνου και ισχύουν και για τις μέρες μας. Ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι με τα συγγράματά τους οι Τρεις Ιεράρχαι «απετελέσαν εποχήν λόγου νέαν, μεγάλην και ένδοξον διά το ανθρώπινον γένος» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. 2ος, μέρος Β’ σελ. 1, 6).
Πολύ εύστοχα ελέχθη γι’ αυτούς ότι ήταν «εύγλωττοι κατά τον λόγον, ευγλωττότεροι κατά τον βίον, ευγλωττότατοι κατά τον θάνατον».
Βασικό στοιχείο της αγιότητος και των τριών είναι ότι ήταν ασυμβίβαστοι με το κακό, την αμαρτία και την αίρεση. Δεν γνώριζαν τη γλώσσα των συμβιβασμών και της διπλωματίας. Προτιμούσαν να χάσουν τη θέση τους και αυτή τη ζωή τους, παρά να συμβιβαστούν σε θέματα αρχών και πίστεως. Δε σκέφτηκαν ποτέ εάν αντίπαλοί τους ήσαν αυτοκράτορες ή σοφοί διάφοροι ή ισχυροί κατά κόσμον. Έμειναν ακλόνητοι στην ορθή πίστη και ζωή αψηφώντας τις συνέπειες.
Εμείς, έπαρχε Μόδεστε, είπε στον απεσταλμένο του αρειανού αυτοκράτορα Ουάλη ο Μ. Βασίλειος, είμαστε ήρεμοι και πράοι άνθρωποι και υποχωρούμε όταν πρόκειται για προσωπικά μας θέματα. Όταν όμως πρόκειται για την πίστη μας στον Θεό, «ὅταν Θεός ᾖ τό κινδυνευόμενον» δεν υπολογίζουμε τίποτε, αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου, χωρίς να φοβόμαστε οποιοδήποτε βασανιστήριο. «Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς». Να τα πεις και να τ’ ακούσει αυτά κι ο βασιλιάς (PG 36, 561).
Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, αφού νίκησε τους αρειανούς και πήρε πίσω τους Ναούς της Κωνσταντινούπολης, που τους είχαν καταπατήσει αυτοί, και ενώ είχε φίλο του τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μέγα και μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του πιστού λαού, όταν μερικοί ζηλόφθονες επισκόπου αμφισβήτησαν την εκλογή του, παρητήθη αμέσως. Δε θέλησε να έλθει σε συμβιβασμούς με μοχθηρούς ανθρώπους. Παρητήθη και από την προεδρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου και από τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Αντί της θέσεως προτίμησε την ακεραιότητα και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρος του. Δεν γνώριζε τους διπλωματικούς ελιγμούς, αλλά γνώρισμά του ήταν όπως έγραφε, το «μή παρασυρῆναι», να μη παρασύρεται και να έχει«παρρησίαν» (PG 37, 32-33).
Και ο ιερός Χρυσόστομος, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και θέλησε να καθαρίσει την Εκκλησία από αναξίους κληρικούς, οι οποίοι είχαν την προστασία της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, δεν εδίστασε να ελέγξει και την αυτοκράτειρα για τη ζωή της. Δεν συμβιβάστηκε μαζί της. Γι’ αυτό και εξορίστηκε και πέθανε εξόριστος μέσα σε αφάνταστες κακουχίες, με πνεύμα όμως απτόητο και αδούλωτο. Χαρακτηριστικό του γενναίου και ασυμβίβαστου φρονήματός του βλέπουμε στην ομιλία, που εκφώνησε φεύγοντας για την εξορία: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν (δεν φοβόμαστε) μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γἀρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει» (PG 52, 427).
Τέτοιους άγιους, γενναίους και ασυμβίβαστους με το κακό και την αίρεση εκκλησιαστικούς ηγέτες χρειαζόμαστε και σήμερα. Και ας παρακαλούμε την Ιδρυτή της Εκκλησίας μας να μας τους χαρίζει.
ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΙΣΤΗ – ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΝΕΥΜΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Χωρίς αμφιβολία η εποχή μας έχει πολλά κοινά, με αυτή των Τριών Ιεραρχών. Πόλεμοι, βίαιες συγκρούσεις, κοινωνικά αδιέξοδα, άλυτα οικονομικά προβλήματα, εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, κοινωνικές διακρίσεις, θρησκευτικές διαμάχες, εξεγέρσεις κλπ. Το μήνυμα των Τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας πάντα επίκαιρο και επαναστατικό, έρχεται να μας θυμίσει τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις, που γεμίζουν ελπίδα και απελευθερώνουν. Οι Τρεις Ιεράρχες υπήρξαν ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο σ’ έναν τομέα αλλά παντού. Όλοι τους χαρακτηρίζονταν για τη θεολογική αλλά και την ευρύτερη επιστημονική τους συγκρότηση, τη ριζοσπαστική κοινωνική τους παρουσία, την ανοικτότητα του πνεύματος και την κριτική στάση τους απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.
Οι Τρεις Ιεράρχες τάραξαν τα νερά της εποχής τους και άφησαν παρακαταθήκες με αιώνια αξία. Θλίβεται κανείς όταν βλέπει την αναγνώριση του επιστημονικού τους έργου σε παγκόσμια κλίμακα από τη μια μεριά και από την άλλη, την άγνοια ή ακόμα και την απαξίωση που υπάρχει γι’ αυτούς στην πατρίδα μας. Λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό τους τα κείμενά τους μεταφράζονται στα Λατινικά και με την πάροδο του χρόνου σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη Δύση αλλά και παγκοσμίως δεν είναι λίγοι οι ερευνητές από το χώρο της Ιατρικής, της Κοινωνιολογίας, των Πολιτικών Επιστημών, της Παιδαγωγικής, της Φιλοσοφίας, της Θεολογίας και της Ψυχολογίας που μελέτησαν το έργο των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζοντας την αξία του. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η επίδραση του συγγραφικού του έργου στους Ευρωπαίους επιστήμονες κυρίως των ανθρωπιστικών σπουδών από την εποχή της Αναγεννήσεως μέχρι σήμερα.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου άρχισαν να διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων το 16ο αιώνα, το δε πόνημά του: «Προς του νέους…» απέκτησε τόσους θαυμαστές στη Δύση, που εντός 50 ετών (1449-1500) γνώρισε 20 εκδόσεις. Τα Άπαντά του, έχουν εκδοθεί στα Γερμανικά από το 1776. Είναι ευτύχημα ότι τα τελευταία χρόνια και στην πατρίδα μας έχει αρχίσει μια προσπάθεια ανακάλυψης του έργου των Τριών Ιεραρχών και στο θεολογικό χώρο, αλλά και πέρα απ’ αυτόν, πράγμα πολύ ελπιδοφόρο.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι την επιστημονική τους κατάρτιση οι Τρεις Ιεράρχες δεν τη χρησιμοποίησαν για ατομική προβολή, αλλά για να προσφέρουν στον αδερφό τους.
Ο Βασίλειος, γιατρός ο ίδιος, ιδρύει τη γνωστή σε όλους μας Βασιλειάδα μια «πόλη φιλανθρωπίας». Εκεί οργανώνει το πρώτο δημόσιο νοσοκομείο, στο οποίο υπάρχουν κατοικίες γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού και ειδικές πτέρυγες για λεπρούς και πάσχοντες από επιδημικές ασθένειες. Μας γίνεται γνωστό από τα κείμενα ότι ο ίδιος παρότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια «έδινε το χέρι στους λεπρούς, τους φιλούσε αδελφικά και τους φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά». Συνιστούσε μάλιστα στους επισκόπους της δικαιοδοσίας του, την ίδρυση παρόμοιων με την Βασιλειάδα ιδρυμάτων. Σιγά-σιγά οργάνωσε ένα δίκτυο υπηρεσιών υγείας σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία.
Ο Χρυσόστομος που σπούδασε κι αυτός γιατρός χτίζει πολλά νοσοκομεία στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία όπως και ο Βασίλειος περιποιείται ο ίδιος τους ασθενείς.
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η αγάπη για τους Πατέρες, δεν είναι θεωρητικό κατασκεύασμα, έχει κόστος. Είναι πράξη που απαιτεί υπευθυνότητα και διάθεση για διαρκή προσφορά.
Οι Τρεις Ιεράρχες στηρίζουν με κάθε τρόπο τους φτωχούς, τους κυνηγημένους και τους απροστάτευτους της εποχής τους. Θεωρούν αυτονόητο να θυσιαστούν για τον κάθε έναν από αυτούς. Η περιθωριοποίηση των κοινωνικά αδύνατων δεν συνάδει με το ορθόδοξο ήθος. Κάθε άνθρωπος αποτελεί ανεπανάληπτη προσωπικότητα, είναι εικόνα του Θεού. «Με ποιο δικαίωμα» αναρωτιέται ο Χρυσόστομος «μπορεί κανείς να περιφρονεί εκείνους τους οποίους ο Θεός τόσο τιμά ώστε τους δίνει το Σώμα και το Αίμα του Υιού του». Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ’ την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την έκαστε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές.
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως έχουν γραφεί μόλις τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων. Ο Νικόλας Μπερντιάεφ ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα μεταξύ των άλλων αναφέρει «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομή του πλούτου κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να χλωμιάσουν».
Ο γνωστός σε όλους ΄Εριχ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» προβάλλει τις απόψεις των Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη αξιολογώντας τες θετικά. Για τους Τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση». Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123).
Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).
Λόγια ξεκάθαρα και αληθινά. Λόγια που η αιώνια αξία τους αποδεικνύεται διαρκώς μέσα στην ιστορία. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα από την εποχή μας για του λόγου το αληθές. Το πρώτο: η περυσινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2007 και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο μας πληροφορεί ότι 22 δις δολάρια κατά μέσο όρο δαπανώνται κάθε χρόνο για όπλα από χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Με αυτά τα χρήματα οι συγκεκριμένες χώρες θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί μια θέση στο σχολείο και να μειώσουν την παιδική θνησιμότητα κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Το δεύτερο: το κόστος 216 Τόμαχοκ που εξαπολύθηκαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια μόνο ημέρα (19/1/1990) αρκούσαν να θρέψουν με τρόφιμα το λαό της Αιθιοπίας για έξι μήνες.
Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο οι Πατέρες αναλαμβάνουν την υπεράσπισή της και αγωνίζονται σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία Είναι γνωστή σε όλους μας η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας όταν στιγμάτιζε, τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επιλέγει ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα η οποία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΖΩΗΣ ΄Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ;
Μελετώντας κανείς τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για θέματα αγωγής των νέων, συναντά στα κείμενα τους προβληματισμούς και προτάσεις, όμοιες με τις πλέον προωθημένες της εποχής μας στις επιστήμες της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Δυστυχώς όμως, ακόμα παραμένουν άγνωστες, όχι απλά στο ευρύ κοινό αλλά και στον εκπαιδευτικό κόσμο.
Η παιδεία κατά τους Τρείς Ιεράρχες πρέπει να αποτελεί δρόμο απελευθέρωσης προσωπικής και κοινωνικής, όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος θεωρεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία παίζει η προσωπικότητα του δασκάλου καθώς επίσης και η σχέση του με τους μαθητές. Η σχέση δάσκαλου-μαθητή πρέπει να είναι μια σχέση αγάπης και αλληλοσεβασμού. Το να αγαπά ο δάσκαλος το μαθητή και να αγαπιέται από αυτόν, «το φιλείν και φιλείσθαι» όπως ακριβώς λέει, είναι το στοιχείο εκείνο που βοηθάει ουσιαστικά να γίνει αποδοτική η διδασκαλία. Ο καλός δάσκαλος κατά τον Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327 ) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.
Με απλά λόγια οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο η Παιδεία είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ότι μόνο ένας στους πέντε νέους κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή των ονείρων του την προηγούμενη χρονιά. Το ζητούμενο, δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ότι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δε σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί που το απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας». Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Άραγε πόσοι από τους μαθητές, για παράδειγμα, της Λέσβου, ακόμη κι απ’ αυτούς που έχουν πετύχει στις καλύτερες πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές έχουν μυηθεί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη;
Όπως ωραία λέει ο Χρήστος Γιανναράς, όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει « η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Για όποιον αμφιβάλει γι’ αυτή την αποτυχία, παραπέμπω στην πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τους νέους όπου τα συμπεράσματά της μας αποκαλύπτουν ότι το 20% των Ελλήνων μαθητών ηλικίας 15 ως 18 ετών υποφέρει από κατάθλιψη, στις κοπέλες μάλιστα το ποσοστό φτάνει στο 30%. Στις μέρες μας η παιδεία έχει δώσει τη θέση της σε μια μονοδιάστατη, γι’ αυτό και άρρωστη εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, όλοι (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) μπαίνουν σε καλούπια από νωρίς. Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι το 97% των γονέων που έχουν παιδιά στο δημοτικό σχολείο απαιτούν πρώτιστα από αυτά την άριστη βαθμολογία. Το δόγμα παιδείας ειδικά στα Λύκεια, δηλαδή την εποχή που η ψυχή του νέου πάει να ανθίσει, είναι «να βγει η ύλη». Όλα θυσιάζονται εκεί. Η πίεση αφόρητη στους εκπαιδευτικούς που ζουν την τραγικότητα της μετατροπής τους, από φορείς γνώσης και ζωής σε απλούς διεκπεραιωτές ύλης ενώ τα παιδιά μας στην ηλικία που διψάνε για ζωή και αλήθεια περιορίζονται στο να μετατραπούν σε ζωντανά λυσάρια φυσικής, χημείας, μαθηματικών, αρχαίων, κλπ.
Στη σημερινή εκπαίδευση της ισοπέδωσης, φτάσαμε ακόμη και η έκθεση ιδεών, το μάθημα που ο μαθητής υποτίθεται ελεύθερα καταθέτει τις ιδέες του, να ταυτίζεται με ένα φροντιστηριακό δίωρο. Ο μαθητής αφού πληρώσει αδρά ζει την τραγωδία του να μαθαίνει «τι πιστεύει» και πως «πρέπει να το εκθέσει» ούτως ώστε να «πετύχει». Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, στις αξίες του εύκολου κέρδους, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, τα «κονέ» του που λένε οι νέοι, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», του «πρεστίζ». Το παν, είναι το προσωπείο. Η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να μαζεύουν προσωπεία. Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά. Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν και διψάνε για ζωή. «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή.
Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πως θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.
Του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου
Ο Χρυσόστομος μόλις ανέρχεται στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πουλάει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της Αρχιεπισκοπής χάρη των παλαιών και νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Διακόπτει άμεσα τη διοργάνωση επίσημων και πλούσιων δείπνων στο χώρο της Αρχιεπισκοπής και με τα χρήματα που εξοικονομεί οργανώνει συσσίτια για 7.000 φτωχούς καθημερινά, χωρίς υπολογίζονται σε αυτό το νούμερο οι ξένοι και αυτοί που για κάποιο διάστημα βρισκόντουσαν στην πόλη. Υποστηρίζει κάθε έναν που αδικείται από την πολιτική εξουσία φτάνοντας στο σημείο να συγκρουστεί με την αυτοκράτειρα, όταν εκείνη καταπατά το κτήμα μιας φτωχής χήρας. Ο ίδιος ζει λιτά και ασκητικά, όπως αρμόζει σ’ έναν ιεράρχη, προκαλώντας το θαυμασμό του απλού λαού, αλλά και την περιφρόνηση των πλούσιων και κοινωνικά ισχυρών αντιπάλων του. Ανυποχώρητος στα πιστεύω, του δεν αρέσκεται στον να συγκαλύπτει νοσηρές καταστάσεις μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Δε διστάζει να καθαιρέσει μεγάλο αριθμό επισκόπων με την κατηγορία του χρηματισμού κατά την άσκηση της ιεροσύνης. Αντιμετωπίζει δραστικά το σκανδαλισμό που προκαλούσαν στου πιστούς με τον πολυτελή βίο τους, απερίσκεπτοι κληρικοί και α-μόναχοι μοναχοί. Η θέση των μοναχών κατά τον ιερό Πατέρα είναι στα μοναστήρια τους, όχι σε κοσμικές εκδηλώσεις και δεξιώσεις επισήμων, που οδηγούν σε σχέσεις διαπλοκής με την εκάστοτε εξουσία, γι’ αυτό το λόγο και επέβαλε την παραμονή τους στις μονές
Η εκκλησιαστική κατάσταση την εποχή των Τριών Ιεραρχών.
Οι διάφορες στιγμές της πορείας της Εκκλησίας στην Ελλάδα (και επί του νυν και επί του εκδημήσαντος αρχιεπισκόπου) εγείρουν τον προβληματισμό (αλλά και πολλές φορές την κριτική) για την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά σήμερα. Ανασκοπώντας την εποχή των Τριών Ιεραρχών θα ήταν ενδιαφέρον να δει κανείς τι εικόνα για την Εκκλησία της εποχής τους είχαν οι ίδιοι οι Τρεις Ιεράρχες και τι προβλήματα προσπάθησαν να λύσουν, μιας και η εποχή εκείνη (τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα) θεωρείται η «χρυσή εποχή» του Χριστιανισμού με τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, το μοναχισμό κλπ.
1. Βίος των Τριών Ιεραρχών.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μ. Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Έκανε λαμπρές σπουδές στην Καισάρεια, αλλά και στην Κων/λη και μετά στην Αθήνα. Όταν γύρισε στην πατρίδα του, αφού δίδαξε ρητορική, στράφηκε στην άσκηση, ταξίδεψε στην Αίγυπτο (358-359) και κατόπιν έκανε εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Έγινε μητροπολίτης Καισαρείας και προήδρευε σε μια σύνοδο που έφθασε να έχει μέχρι 50 επισκόπους, υποστήριξε το σύμβολο της Νικαίας εναντίον των άκαμπτων Αρειανών, ανέπτυξε μεγάλο θεολογικό αλλά και φιλανθρωπικό έργο και πέθανε σε ηλικία 49 ετών το 379.
Ο φίλος του Βασιλείου, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός γεννήθηκε το 328, σπούδασε στην Καισάρεια του Πόντου, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα. Μετά το 359 μόνασε για ένα διάστημα μαζί με το Μέγα Βασίλειο, ύστερα γύρισε στη Ναζιανζό και βοηθούσε τον επίσκοπο πατέρα του και το 372 ο Μ. Βασίλειος τον χειροτόνησε επίσκοπο Σασίμων, για να έχει πλειοψηφία και να μη διασπαστεί η μητρόπολη Καισαρείας. Έφυγε από κει και πήγε πάλι να μονάσει, κατόπιν το 379 τον κάλεσαν στην Κων/λη όπου με τους περίφημους λόγους του ανέτρεψε την κυριαρχία των Αρειανών εκεί και τελικά το 381 με τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο τον εξέλεξαν αρχιεπίσκοπο Κων/λεως, θέση που εγκατέλειψε σχεδόν αμέσως, όταν τον κατηγόρησαν ότι είχε προηγουμένως χειροτονηθεί επίσκοπος Σασίμων. Έφυγε και πάλι για να μονάσει σε κτήμα του στην Αριανζό, όπου πέθανε το 390.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε λίγο αργότερα (351/354) στην Αντιόχεια, σπούδασε ρητορική, θεολογία και κατόπιν μόνασε επί 6 χρόνια (374-380) και το 381 χειροτονήθηκε διάκονος και το 386 πρεσβύτερος στη μεγαλούπολη της Αντιόχειας όπου διακρίθηκε για το κοινωνικό έργο του και τα κηρύγματά του. Το 398 χειροτονήθηκε σε αρχιεπίσκοπο Κων/λεως, αλλά η άκαμπτη στάση του απέναντι σε εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες συγκέντρωσε το φθόνο, που τελικά με κάποια αφορμή οδήγησε στην καταδίκη του στη Σύνοδο παρά την Δρυν το 403. Εξορίσθηκε το 404 στην Κουκουσό της Αρμενίας, κατόπιν στάλθηκε πιο μακρυά και τελικά πέθανε στα Κόμανα του Πόντου το 407.
2. Η Εκκλησία κατά την εποχή τους.
Αντιμετωπίζοντας ειδικά τη ζοφερή εικόνα των αρειανικών ερίδων με την απίστευτη πολυδιάσπαση σε εκκλησιαστικές φατρίες τελειώνει στη δογματική του πραγματεία για τη Θεότητα του Αγίου Πνεύματος, με μια φοβερή περιγραφή της εκκλησιαστικής κατάστασης της εποχής του: είναι, λέει, μια ναυμαχία που δίνεται ανάμεσα σε δυο στρατόπεδα, όπου όμως σπαράσσονται κι αυτά από εμφύλιες διαμάχες και ασυνεννοησία μεταξύ ναυτών, ενώ μαίνεται τρομακτική καταιγίδα με κεραυνούς που ρίχνουν τα πλοία το ένα πάνω στο άλλο και ξεσκίζουν τα πανιά, ενώ επικρατεί και πηχτό σκοτάδι, επειδή είναι νύχτα. Και πάνω σ’ αυτά οι καπετάνιοι των πλοίων είναι τελείως ανίκανοι και αδιάφοροι και λείπουν από τα πόστα τους. Μέσα σ’ αυτή τη φοβερή κατάσταση προσπάθησε ο Μ. Βασίλειος με το θεολογικό του έργο (προϊόν συνδυασμού μόρφωσης και αγιοπνευματικής εμπειρίας), την εκκλησιαστική του πολιτική με διαμόρφωση θετικών συσχετισμών, συμμαχιών και προσεγγίσεων με τους πλέον κοντινούς στους Ορθόδοξους Ομοιουσιανούς, αλλά και την ενεργοποίηση του φρονήματος της αγάπης και της άσκησης στην καθημερινή ζωή (εξ ου και οι μοναστικές κοινότητες που ίδρυσε) να δείξει ποια πρέπει να είναι η Εκκλησία στην πράξη κι όχι στα λόγια. Είχε όμως κι άλλα προβλήματα στην περιοχή του. Σε επιστολή του (αρ. 53) επιπλήττει αυστηρά τους χωρεπισκόπους του που έχουν γίνει αποδέκτες χρημάτων για να χειροτονήσουν, καταδεικνύοντας την ανερχόμενη τότε τάση σιμωνείας στον κλήρο. Σε άλλη επιστολή (αρ. 54) προσπαθεί με αυστηρές συστάσεις να επαναφέρει τις αυστηρότερες διαδικασίες επιλογής υποψηφίων προς χειροτονίαν που είχαν χαλαρώσει με ευθύνη των χωρεπισκόπων για να χειροτονούνται με οικογενειοκρατικά και παρεϊστικα κριτήρια.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, από την άλλη, ήταν ένας ευγενής θεωρητικός νούς κι όχι εκκλησιαστικός πολιτικός. Γι΄ αυτό αντιμετώπισε τις φοβερές προκλήσεις μ’ ένα παθητικό τρόπο. Έφευγε διαρκώς, αλλά αυτή η φυγή του ήταν μια μόνιμη φυγή από την εκκοσμικευμένη Εκκλησία. Σε προχωρημένη ηλικία έγραψε απαξιωτικά ακόμη και για τις συνόδους, έχοντας, βέβαια κατά νου τη συγκυρία μετά το 381, που χρειαζόταν ηρεμία και ανοικοδόμηση του εκκλησιαστικού φρονήματος τοπικά. Ωστόσο, δεν έπαψε ποτέ να τονίζει την αγάπη και την ειρήνη (π.χ. στους τρεις Ειρηνικούς Λόγους). Αντιμετώπισε το πρόβλημα του εκκλησιαστικού ήθους ως θεολογικό ζήτημα σχετιζόμενο με το Άγιο Πνεύμα και τα χαρίσματά του. Όποιος θέλει να μετέχει στα χαρίσματα οφείλει να καθαίρεται διαρκώς (Περί της εν διαλέξεσιν ευταξίας). Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους ιερείς: έχουμε μια μακρά περιγραφή για τα καθήκοντα τους στον «Απολογητικόν της εις τον Πόντον φυγής» όπου διεκτραγωδείται η πολιτεία και τα σκάνδαλα που δημιουργούν οι ανάξιοι ποιμένες.
Για τον Ιωάννη το Χρυσόστομο είναι γνωστό ότι συγκρούστηκε με ομάδα όλη Μικρασιατών επισκόπων που τους καθήρεσε εξαιτίας σιμωνίας, όταν αυτοί μετά από μακρά και επίπονη εξέταση παραδέχθηκαν ότι «έδωσαν και έγιναν». Ο μεγάλος αντίπαλός του Θεόφιλος Αλεξανδρείας που κατάφερε τελικά να προκαλέσει την καταδική και την εξορία του δεν άντεχε να βλέπει την άνοδο της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και το αδάμαστο φρόνημα του επισκόπου της. Σε επιστολές του όμως ο Χρυσόστομος στους συνεργάτες του συνιστούσε παρά τους άδικους διωγμούς του μετριοπάθεια και σύνεση.
Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι «προβλήματα» και «κρίση» στην Εκκλησία υπήρχαν πάντα. Το ζήτημα είναι πώς τα αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με εκκλησιαστικό ήθος, ήθος που σημαίνει θυσία σε χαλεπούς καιρούς και επιστράτευση όλων των αρετών που διαθέτει ο καθένας, όχι για να επωφεληθεί αλλά για να δώσει. Αυτό συνέβη με τους Τρεις Ιεράρχες και πρέπει να συμβαίνει σε κάθε εποχή.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
330 Γέννηση Μ. Βασιλείου
358-359 ταξίδι στην Αίγυπτο
379 Κοίμηση Μ. Βασιλείου/Πέντε Θεολογικοί Λόγοι Γρηγορίου
381 Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
398 Ιωάννης Χρυσόστομος αρχιεπίσκοπος Κων/λεως
403 Καταδίκη του στη Σύνοδο επί Δρυν
407 Κοίμηση Χρυσοστόμου στην εξορία από τις κακουχίες
ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
.....Οι κοινωνικές θέσεις τους είναι τόσο σύγχρονες και ριζοσπαστικές που νομίζει κανείς πως έχουν γραφεί μόλις τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων. Ο Νικόλας Μπερντιάεφ ο μεγαλύτερος ίσως Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα μεταξύ των άλλων αναφέρει «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομή του πλούτου κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να χλωμιάσουν».
Ο γνωστός σε όλους ΄Εριχ Φρομ στο βιβλίο του «Να έχεις ή να είσαι» προβάλλει τις απόψεις των Πατέρων για την κοινοκτημοσύνη αξιολογώντας τες θετικά. Για τους Τρεις Ιεράρχες το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν αποδίδεται στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο άγιος Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού», (Περί φιλοπτωχίας PG 35, 892 Α-Β). Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Ο Μέγας Βασίλειος γίνεται πολύ παραστατικός όταν θέλει να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» λέει «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιουσδήποτε λόγους. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και του μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
Ο Μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών, (PG 31, 325 Α-Β). O Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρει για τους Τρεις Ιεράρχες: «η γλώσσα τους αποκτά μια μοναδική οξύτητα όταν κηρύσσουν την ισότητα και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων. Αφύσικα βλέπει» φωνάζει ο Μέγας Βασίλειος όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση». Ο Χρυσόστομος ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο χαρακτηρίζει την πλεονεξία των πλουσίων ως ειδωλολατρία, (PG 2,123).
Οι Τρείς Πατέρες πιστεύουν ξεκάθαρα πως η μανία του πλούτου και τα συμφέροντα των ισχυρών ευθύνονται για την κατάντια των κοινωνιών, για την πείνα, την εγκατάλειψη, τους πολέμους. «Οι πόλεμοι» γράφει ο Χρυσόστομος «γίνονται από τον έρωτα για τα χρήματα», ενώ ο Βασίλειος διερωτάται «έως πότε θα κυβερνά ο πλούτος που είναι η αιτία του πολέμου; Οι εξοπλισμοί» συμπληρώνει «γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» (Ε.Π.Ε. 6,312). Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που είναι η αυστηρότητα καταδίκη των πολιτών», (ΒΕΠ 59, 141).
Λόγια ξεκάθαρα και αληθινά. Λόγια που η αιώνια αξία τους αποδεικνύεται διαρκώς μέσα στην ιστορία. Θα αναφέρω ενδεικτικά δύο παραδείγματα από την εποχή μας για του λόγου το αληθές. Το πρώτο: η περυσινή έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για το 2007 και την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο μας πληροφορεί ότι 22 δις δολάρια κατά μέσο όρο δαπανώνται κάθε χρόνο για όπλα από χώρες της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής. Με αυτά τα χρήματα οι συγκεκριμένες χώρες θα είχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν σε κάθε παιδί μια θέση στο σχολείο και να μειώσουν την παιδική θνησιμότητα κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Το δεύτερο: το κόστος 216 Τόμαχοκ που εξαπολύθηκαν στον πόλεμο κατά του Ιράκ σε μια μόνο ημέρα (19/1/1990) αρκούσαν να θρέψουν με τρόφιμα το λαό της Αιθιοπίας για έξι μήνες.
Σε μια εποχή που η γυναίκα βρισκόταν στο κοινωνικό περιθώριο οι Πατέρες αναλαμβάνουν την υπεράσπισή της και αγωνίζονται σθεναρά να της δώσουν τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία Είναι γνωστή σε όλους μας η θέση του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου 17 αιώνες πριν την εποχή μας όταν στιγμάτιζε, τη μεροληπτική υπέρ των ανδρών νομοθεσία του κράτους. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερχόμενος σε ρήξη με τις ανδροκρατικές αντιλήψεις της εποχής του, επιλέγει ως πρώτη μεταξύ των συνεργατών του μια γυναίκα, τη μετέπειτα Αγία Ολυμπιάδα η οποία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα του χριστιανικού κοινωνικού έργου.....
Οι Τρεις Ιεράρχες στο πλευρό των φτωχών και απροστάτευτων
Στο μεγάλο λιμό που έπληξε την περιοχή του ο Βασίλειος στηλιτεύει τη δράση των μαυραγοριτών, που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος των λιμοκτονούντων συμπατριωτών τους, οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο. Άλλοτε παρακαλώντας, και άλλοτε με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.
Οι Τρεις Ιεράρχες:ανοικτό πνεύμα-αυθεντική πίστη
Οι Τρεις Ιεράρχες ζητάνε από τους χριστιανούς της εποχής τους, να ανακαλύψουν την αυθεντική θρησκευτικότητα, αυτή που απελευθερώνει τον άνθρωπο, μακριά από δεισιδαιμονίες, προλήψεις και φοβίες. Ενδιαφέρονται για την ερμηνεία των Γραφών, βοηθώντας έτσι τους χριστιανούς όχι μόνο της εποχής τους αλλά και διαχρονικά στην κατανόηση και εμπέδωση των ιερών κειμένων. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι ο Χρυσόστομος θέλοντας να είναι ακριβής στο έργο της ερμηνείας της Βίβλου κάνει 7.000 παραπομπές στην Παλαιά και 11.000 στην Καινή Διαθήκη. Οποιοσδήποτε από τους παρόντες έχει ασχοληθεί με στοιχειώδη επιστημονική έρευνα κατανοεί το μέγεθος του παραπάνω εγχειρήματος.
Άνθρωποι με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν κατ’ επανάληψιν στα κείμενά τους την αξία της αρχαίας ελληνικής παιδείας. Ο Γρηγόριος αντιδρώντας στις απόψεις κάποιων ακραίων και φοβικών χριστιανών, που αρνούνταν τη μελέτη της κλασικής παιδείας, υποστηρίζει πως είναι «αγροίκοι και αγράμματοι», όσοι δε δέχονται την αξία της. Αποκαλεί την πόλη των Αθηνών που ήταν κέντρο σπουδής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων».
Οι Τρεις Ιεράρχες δεν ήθελαν τους χριστιανούς νέους ανθρώπους χωρίς κριτική σκέψη, χωρίς ευρύτητα γνώσεων, χωρίς γενικότερο προβληματισμό. Τους ήθελαν μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και φιλοσοφικών ρευμάτων. Ο Χρυσόστομος τους προτείνει να σπουδάσουν πρώτα στα δημόσια ειδωλολατρικά σχολεία κι όχι στα μοναστήρια, ενώ ο Μ. Βασίλειος στέλνει στον εθνικό Λιβάνιο φτωχούς χριστιανούς νέους για να σπουδάσουν κοντά του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να υμνήσει την αξία της φιλοσοφίας και της προσφοράς της στη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων.
Και οι τρείς αντιδρούν σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι η οδός της αληθινής σωτηρίας και ζωής, αλλά ένα μέσο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών. Οι Τρεις Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών: «ξέρω πολλούς», λέει ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους θλιβόμενους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Και ο Γρηγόριος συμπληρώνει: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Σκέψεις με αφορμή «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών »
Πριν λίγες μέρες η Εκκλησία και η Εκπαίδευση γιόρτασαν για μία ακόμα φορά την γιορτή των «Τριών Ιεραρχών» (Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Ιωάννης ο Χρυσόστομος).
Είναι μια γιορτή που σημαίνει διαφορετικά πράγματα για ορισμένες ομάδες ανθρώπων: Για τους μαθητές σημαίνει χάσιμο μαθημάτων. Για πολλούς καθηγητές θρησκευτικών, αν δεν είναι μπελάς, είναι η μια και μοναδική μέρα που είναι δική τους στο σημερινό σχολείο...Και αν δεν έχουν χρόνο για μελέτη συνήθως οδηγούνται στην αντιγραφή «πανηγυρικών» από το παρελθόν.
Είναι μια γιορτή που σημαίνει διαφορετικά πράγματα για ορισμένες ομάδες ανθρώπων: Για τους μαθητές σημαίνει χάσιμο μαθημάτων. Για πολλούς καθηγητές θρησκευτικών, αν δεν είναι μπελάς, είναι η μια και μοναδική μέρα που είναι δική τους στο σημερινό σχολείο...Και αν δεν έχουν χρόνο για μελέτη συνήθως οδηγούνται στην αντιγραφή «πανηγυρικών» από το παρελθόν.
Οι περισσότεροι βέβαια απ' αυτούς γράφτηκαν σε μετεμφυλιακές εποχές, όταν η εκκλησία και πολύ περισσότερο η «χριστιανική» ιδεολογία των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων χρησιμοποιήθηκαν ως αντίβαρο στην αυξημένη πίεση του λαού και ιδιαίτερα της νέας γενιάς (βλέπε 114) για βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές . Είναι μια σχολική γιορτή επίσης, που «ακουμπά» παραπάνω επίπεδα από τους δυο ταλαίπωρους της Δημόσιας Εκπαίδευσης: Για πολλούς υπέρμαχους του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους σημαίνει ευκαιρία πολεμικής «απέναντι σε ένα σχολείο που είναι κολλημένο στο παρελθόν», ενώ για τους απέναντι σε αυτή την άχαρη διελκυστίνδα είναι σημείο υπεροχής του γηγενούς πολιτισμού που για αυτούς «έχει μπει στο στόχαστρο σκοτεινών κέντρων του εξωτερικού».Οι καταστάσεις αυτές είναι σίγουρο ότι θα απογοήτευαν τους ίδιους τους τρεις Πατέρες της Εκκλησίας. (Ας το σημειώσουμε: και μόνο η μετατόπιση από τον γεμάτο συναισθηματική αξία και σχεσιακή δυναμική τίτλο του «Πατέρα» στον εξωτερικό τίτλο του «Ιεράρχη», ενδεχομένως κατά το «Στρατάρχης», έχει το νόημά της....).Έτσι, στον Βασίλειο θα έδιναν ευκαιρία για λεπτή ειρωνεία και στοχαστική παρατήρηση των κοινωνικών ηθών. Στον ευαίσθητο ποιητή Γρηγόριο τον Θεολόγο, θα έδιναν την ευκαιρία να θεολογήσει «αποφατικώς»: Να επισημάνει δηλαδή το πόσο απέχει η περιγραφή της σχέσης από την ίδια τη σχέση.. ( Και πολύ περισσότερο όταν αφορά τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό.) Στο δε Χρυσόστομο, θα έδιναν την ευκαιρία για «πύρινους» λόγους ενάντια στην υποκρισία πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγεσιών.
Είναι αλήθεια, ότι η εορτή η ίδια επιβλήθηκε από τα πάνω στο εκκλησιαστικό σώμα ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών στο ύστερο Βυζάντιο (βλέπε: Τσαούσης Δ. , «Πολιτικές διαστάσεις της εορτής των Τριών Ιεραρχών», περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ 67/1982).Την ίδια επιλογή έκαναν και νεοέλληνες πολιτικοί ηγέτες κατά την ανάδυση του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου, αν και αυτοί βρήκαν καθιερωμένη τη γιορτή εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Την είδαν πάλι σαν μια ευκαιρία, ξεκινώντας από τη νέα γενιά, για να προβάλλουν τον λεγόμενο «Ελληνοχριστιανισμό» και έτσι καθιερώθηκε σαν σχολική εορτή.
Όλοι σχεδόν οι πανηγυρικοί που έχω ακούσει ως μαθητής εστιάζουν μονόπλευρα στο ότι η παρουσία αυτών των τριών προσωπικοτήτων διευκόλυνε τον διάλογο ανάμεσα στον Έλληνα Λόγο και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Μα αυτό δεν το έκαναν γιατί ήθελαν να δημιουργήσουν ένα νέο έθνος ή κάποια κρατική ιδεολογία (όπως ήταν ο «Ελληνοχριστιανισμός), αλλά γιατί ήθελαν να βοηθήσουν τους συγχρόνους τους να ζήσουν δημιουργικά στην εποχή τους. Επιπλέον, αυτή η ανιαρή μονομανία τους αδικεί ως προσωπικότητες.
Πόσοι, ας πούμε, αναφέρονται σε έναν λόγο που εκφωνείται ενώπιον μαθητών και δασκάλων στο πως ο Βασίλειος προσεγγίζει την δημιουργία Κόσμου και Ανθρώπου στην «Ομιλίαν» του «εις την Εξαήμερον» και αλλού; Πόσοι λένε ότι αν είχαν κατανοηθεί ουσιαστικά οι απόψεις του, δεν θα είχε γραφτεί από Χριστιανικής πλευράς ούτε ένα "ιώτα" εναντίον του Δαρβίνου και της θεωρίας "της Εξέλιξης των Ειδών", αφού όλο το Σύμπαν για τον Βασίλειο προέρχεται από έναν "σπόρο". Τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, είμαστε βλαστοί που φύτρωσαν από τον ίδιο Αρχικό Σπόρο. Ο άνθρωπος δηλαδή προήλθε ως δυνατότητα της ίδιας της φύσης, την οποία, όσοι πιστεύουν, μπορούν να δεχτούν ότι την προίκισε ο Θεός με αυτή την δυνατότητα.
Οι τρεις κληρικοί βέβαια ζούσαν έντονα την εποχή τους, άρα και τους περιορισμούς της. Επίσης δεν έγραφαν συνήθως επιστημονικά συγγράμματα, αλλά ομιλίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είχαν ως αφορμή ένα γεγονός, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν άμεσα και πρακτικά ως υπεύθυνοι μιας κοινότητας, της Εκκλησιαστικής. Έτσι ουδόλως δεν χάνουν ως προσωπικότητες, αν παραδεχτούμε ότι σε κάποιες διατυπωμένες απόψεις τους, κοινωνικές, παιδαγωγικές, ψυχολογικές κάνουν λάθος, ή και δεν φαίνονται να μας βοηθούν σήμερα. Για παράδειγμα, ορισμένες προτάσεις του Ιωάννη του Χρυσόστομου για την ερωτική σχέση ανδρών και γυναικών, ενδέχεται να δημιουργήσουν μεγαλύτερο πρόβλημα στους σημερινούς νέους, από αυτό που θα προσπαθούσαμε να επιλύσουμε με την χρήση τους. Άσε, που ο Ιωάννης σε άλλους λόγους μιλώντας με άλλη αφορμή και άλλο στόχο, μπορεί να μην τα έλεγε έτσι ακριβώς. Και αυτή μας η συμπεριφορά δεν θα είναι μακριά από όσα και οι ίδιοι ουσιαστικά πίστευαν. Ο Βασίλειος, για παράδειγμα, τελειώνοντας τους Κανόνες του γράφει περίπου ότι όλους αυτούς τους έθεσε για την «σωτηρία των ανθρώπων», δηλαδή, αποκωδικοποιώντας την εκκλησιαστική γλώσσα, για την ειρήνευση των ανθρώπων με τον εαυτό τους, τους άλλους και τον Θεό. Και προτρέπει τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς, αν διαπιστώσουν ότι ακόμα και οι δικοί του κανόνες σε κάποια περίπτωση δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, τότε να μην τους εφαρμόσουν!
Μετά από όλες αυτές τις εξηγήσεις, νομίζω ότι μπορεί να αναδειχθεί η σημασία του βιβλίου που θέλω να σας παρουσιάσω: «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας», του Ανδρέα Αργυρόπουλου Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Ο κ. Αργυρόπουλος, εν προκειμένω, μας εισάγει στον Κοινωνικό Ριζοσπαστισμό και των τριών που είναι μάλλον το κύριο συνδετικό στοιχείο τους, εκτός βέβαια από την ιδιότητά τους ως εκκλησιαστικών ηγετών.
Το βιβλίο ξεκινά με ένα κεφάλαιο όπου γίνεται αναφορά στην προσωπικότητα και των 3 και επισημαίνεται ότι πρόκειται για ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο στον εκκλησιαστικό τομέα, αλλά σε πολλούς. Γίνεται ιδιαίτερη επίσης αναφορά στις μεταφράσεις των έργων τους και στην σημασία που δόθηκε σε αυτά ανά τους αιώνες σε όλο τον κόσμο.
Για τον αγώνα και των τριών για Κοινωνική Δικαιοσύνη έχουν μιλήσει και γράψει πολλοί, αλλά λίγες φορές σε ένα μεστό και εκλαϊκευτικό κείμενο, παρουσιάζεται αυτός τόσο καθαρά σε σχέση με προβλήματα που υπάρχουν και σήμερα και τα ζούμε δίπλα μας.
Αναφερόμενος στον Χρυσόστομο σημειώνει: «Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ' την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.» Αυτή σημείωση έχει μεγάλη σημασία για τους μαθητές του -κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου- και τους γονείς τους. Είναι νησιά που δέχονται τους κοινωνικούς λεπρούς, τους λεγόμενους «λαθρομετανάστες», την ζωή των οποίων και σήμερα οι περισσότεροι συνεχίζουμε να μετράμε με βάση το αν κάνει ζημιά στο τουριστικό μας προϊόν. Και συνεχίζει «Οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο.» Αλήθεια εμείς δεν είμαστε που αντιδράμε στην επέκταση των Κέντρων Φιλοξενίας Προσφύγων, εμείς δεν είμαστε, ακόμα και κληρικοί, που αισθανόμαστε άσχημα από την παρουσία των μελαψών στο κέντρο των πόλεων;
Η διοικούσα Εκκλησία, συχνά πιστεύει ότι έχει λόγο για θέματα παιδείας, οικογενειακού δικαίου κ.λ.π. και παρεμβαίνει, αλλά για την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων σπάνια έχει παρέμβει δημόσια. Ο Βασίλειος ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αργυρόπουλος , « με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.»Στην συνέχεια καταδεικνύει ότι η δράση του Βασιλείου και του Χρυσόστομου, δεν ήταν περιφερειακό γεγονός, δεν ήταν «φιλανθρωπία», του στυλ που έχουμε γνωρίσει από σημερινούς κεφαλαιούχους, αλλά οργανωμένη κοινωνική παρέμβαση: «Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»Και δεν θα μπορούσε να κάτι άλλο από κοινωνική παρέμβαση, γιατί όλη η πρακτική τους έχει θεωρητικό υπόβαθρο. Το καταδεικνύει ο συγγραφέας: «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο (...) Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν Χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού».
Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται και στην εκπαιδευτική οπτική και των τριών, η οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα στοχεύει στην απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα δεσμά και στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, ακόμα και αν αυτό αμφισβητήσει την ίδια την Εκκλησία. Αντίθετα βέβαια με ότι πιστεύουν πολλοί: Ότι η λεγόμενη «χριστιανική παιδεία» στοχεύει στην δημιουργία ακολούθων της Εκκλησίας, που την ακολουθούν γιατί δεν μπορούν να την αμφισβητήσουν.
Η θέση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, είναι θέση και άλλων «Πατέρων» της εποχής: Η θρησκευτική πίστη , λένε, έχει τρεις μορφές: Αυτή «του δούλου» που πιστεύει επειδή φοβάται, «του μισθωτού», που πιστεύει επειδή περιμένει προσωπικά ανταλλάγματα και «του ελεύθερου» που πιστεύει επειδή αγαπά, όχι μόνο τον Θεό, αλλά και την Οικουμένη ολόκληρη και η πίστη του δίνει νόημα στη σχέση που κάνει μαζί της. Η ένταξη του ανθρώπου στην εκκλησιαστική κοινότητα και η παιδεία εντός της, κύριο στόχο έχει να βοηθήσει το μέλος της να περάσει από τις 2 πρώτες μορφές στην τελευταία.
Το βιβλίο κλείνει με την θέμα «Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πόλεμο και την ειρήνη» «Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν “ειρηνολογία”, δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η “ειρηνική συνύπαρξη” χωρίς περιεχόμενο O κ. Αργυρόπουλος καταδεικνύει ότι σύμφωνα και με τους τρεις πατέρες αιτία των πολέμων και όλων των συγκρούσεων είναι η επιδίωξη συσσώρευσης πλούτου και δύναμης από άτομα ή έθνη σε βάρος των άλλων ανθρώπων. Σημειώνει δε το ρητορικό ερώτημα του Βασιλείου: «Μέχρι πότε θα υπάρχει πλούτος, που είναι η αφορμή του πολέμου;». Γι’ αυτό και η επιδίωξη της Ειρήνης δεν είναι δυνατό να γίνει σε βάρος της Δικαιοσύνης και την Ελευθερίας. «Ο Χριστιανός οφείλει να συγκρούεται με τους τυράννους» επισημαίνει ο Γρηγόριος. Και ο Χρυσόστομος προσθέτει «Προσέξτε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι δεν μαλώνουν για τα κοινά πράγματα, αλλά αντίθετα ζουν ειρηνικά. Όταν όμως κάποιος επιχειρήσει ν’ αρπάξει κάτι και να το κάνει δικό του, αρχίζει ο τσακωμός, σαν και η ίδια η φύση ν’ αγανακτεί..»
Οι αγώνας βέβαια για την Ειρήνη του Κόσμου, προϋποθέτει την εσωτερική ειρήνη του ειρηνοποιού, σημειώνει ο συγγραφέας, συμπυκνώνοντας την σκέψη των τριών πατέρων.
Συνεπώς, μετά από όλα αυτά, θεωρώ ότι αν μπορούσε να δοθεί ένας υπότιτλος σε αυτό το βιβλίο θα ήταν το ρητό του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού που περιέχεται μέσα σε αυτό: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Και μετά από όλα αυτά τι γίνεται με τη γιορτή; Να καταργηθεί; Μα στην πραγματικότητα έχει ήδη καταργηθεί ως εορτή που να επιβάλλει από τα πάνω την Ελληνικότητα και τον Χριστιανισμό! Ωστόσο, η ύπαρξη κάποιων τριών «παλαβών» από αγάπη για τον άνθρωπο, ακόμα και με τα μέτρα τα σημερινά, μας κάνει θυμόμαστε πόσο μακρινή είναι η ιστορία του ανθρωπισμού. Αν το καταλάβουν αυτό οι καθηγητές θρησκευτικών και οι υπεύθυνοι της Παιδείας, ίσως οι τρεις και άλλοι Χριστιανοί βρουν τη θέση τους ανάμεσα στους αγωνιστές υπέρ της απελευθέρωσης του ανθρώπου.
Είναι αλήθεια, ότι η εορτή η ίδια επιβλήθηκε από τα πάνω στο εκκλησιαστικό σώμα ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών στο ύστερο Βυζάντιο (βλέπε: Τσαούσης Δ. , «Πολιτικές διαστάσεις της εορτής των Τριών Ιεραρχών», περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ 67/1982).Την ίδια επιλογή έκαναν και νεοέλληνες πολιτικοί ηγέτες κατά την ανάδυση του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου, αν και αυτοί βρήκαν καθιερωμένη τη γιορτή εντός του εκκλησιαστικού σώματος. Την είδαν πάλι σαν μια ευκαιρία, ξεκινώντας από τη νέα γενιά, για να προβάλλουν τον λεγόμενο «Ελληνοχριστιανισμό» και έτσι καθιερώθηκε σαν σχολική εορτή.
Όλοι σχεδόν οι πανηγυρικοί που έχω ακούσει ως μαθητής εστιάζουν μονόπλευρα στο ότι η παρουσία αυτών των τριών προσωπικοτήτων διευκόλυνε τον διάλογο ανάμεσα στον Έλληνα Λόγο και το Χριστιανικό Ευαγγέλιο. Μα αυτό δεν το έκαναν γιατί ήθελαν να δημιουργήσουν ένα νέο έθνος ή κάποια κρατική ιδεολογία (όπως ήταν ο «Ελληνοχριστιανισμός), αλλά γιατί ήθελαν να βοηθήσουν τους συγχρόνους τους να ζήσουν δημιουργικά στην εποχή τους. Επιπλέον, αυτή η ανιαρή μονομανία τους αδικεί ως προσωπικότητες.
Πόσοι, ας πούμε, αναφέρονται σε έναν λόγο που εκφωνείται ενώπιον μαθητών και δασκάλων στο πως ο Βασίλειος προσεγγίζει την δημιουργία Κόσμου και Ανθρώπου στην «Ομιλίαν» του «εις την Εξαήμερον» και αλλού; Πόσοι λένε ότι αν είχαν κατανοηθεί ουσιαστικά οι απόψεις του, δεν θα είχε γραφτεί από Χριστιανικής πλευράς ούτε ένα "ιώτα" εναντίον του Δαρβίνου και της θεωρίας "της Εξέλιξης των Ειδών", αφού όλο το Σύμπαν για τον Βασίλειο προέρχεται από έναν "σπόρο". Τα άστρα, τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, είμαστε βλαστοί που φύτρωσαν από τον ίδιο Αρχικό Σπόρο. Ο άνθρωπος δηλαδή προήλθε ως δυνατότητα της ίδιας της φύσης, την οποία, όσοι πιστεύουν, μπορούν να δεχτούν ότι την προίκισε ο Θεός με αυτή την δυνατότητα.
Οι τρεις κληρικοί βέβαια ζούσαν έντονα την εποχή τους, άρα και τους περιορισμούς της. Επίσης δεν έγραφαν συνήθως επιστημονικά συγγράμματα, αλλά ομιλίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές είχαν ως αφορμή ένα γεγονός, το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσουν άμεσα και πρακτικά ως υπεύθυνοι μιας κοινότητας, της Εκκλησιαστικής. Έτσι ουδόλως δεν χάνουν ως προσωπικότητες, αν παραδεχτούμε ότι σε κάποιες διατυπωμένες απόψεις τους, κοινωνικές, παιδαγωγικές, ψυχολογικές κάνουν λάθος, ή και δεν φαίνονται να μας βοηθούν σήμερα. Για παράδειγμα, ορισμένες προτάσεις του Ιωάννη του Χρυσόστομου για την ερωτική σχέση ανδρών και γυναικών, ενδέχεται να δημιουργήσουν μεγαλύτερο πρόβλημα στους σημερινούς νέους, από αυτό που θα προσπαθούσαμε να επιλύσουμε με την χρήση τους. Άσε, που ο Ιωάννης σε άλλους λόγους μιλώντας με άλλη αφορμή και άλλο στόχο, μπορεί να μην τα έλεγε έτσι ακριβώς. Και αυτή μας η συμπεριφορά δεν θα είναι μακριά από όσα και οι ίδιοι ουσιαστικά πίστευαν. Ο Βασίλειος, για παράδειγμα, τελειώνοντας τους Κανόνες του γράφει περίπου ότι όλους αυτούς τους έθεσε για την «σωτηρία των ανθρώπων», δηλαδή, αποκωδικοποιώντας την εκκλησιαστική γλώσσα, για την ειρήνευση των ανθρώπων με τον εαυτό τους, τους άλλους και τον Θεό. Και προτρέπει τους εκκλησιαστικούς λειτουργούς, αν διαπιστώσουν ότι ακόμα και οι δικοί του κανόνες σε κάποια περίπτωση δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, τότε να μην τους εφαρμόσουν!
Μετά από όλες αυτές τις εξηγήσεις, νομίζω ότι μπορεί να αναδειχθεί η σημασία του βιβλίου που θέλω να σας παρουσιάσω: «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών και η εποχή μας», του Ανδρέα Αργυρόπουλου Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Ο κ. Αργυρόπουλος, εν προκειμένω, μας εισάγει στον Κοινωνικό Ριζοσπαστισμό και των τριών που είναι μάλλον το κύριο συνδετικό στοιχείο τους, εκτός βέβαια από την ιδιότητά τους ως εκκλησιαστικών ηγετών.
Το βιβλίο ξεκινά με ένα κεφάλαιο όπου γίνεται αναφορά στην προσωπικότητα και των 3 και επισημαίνεται ότι πρόκειται για ολοκληρωμένες προσωπικότητες που δεν διακρίθηκαν μόνο στον εκκλησιαστικό τομέα, αλλά σε πολλούς. Γίνεται ιδιαίτερη επίσης αναφορά στις μεταφράσεις των έργων τους και στην σημασία που δόθηκε σε αυτά ανά τους αιώνες σε όλο τον κόσμο.
Για τον αγώνα και των τριών για Κοινωνική Δικαιοσύνη έχουν μιλήσει και γράψει πολλοί, αλλά λίγες φορές σε ένα μεστό και εκλαϊκευτικό κείμενο, παρουσιάζεται αυτός τόσο καθαρά σε σχέση με προβλήματα που υπάρχουν και σήμερα και τα ζούμε δίπλα μας.
Αναφερόμενος στον Χρυσόστομο σημειώνει: «Η επιμονή του μάλιστα να κτίσει το λεπροκομείο, όχι σε κάποια υποβαθμισμένη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πλουσιότερη συνοικία έξω απ' την πόλη, εκεί που ζούσαν μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι οποίοι έβλεπαν την οικονομική αξία των πολυτελών οικημάτων να μειώνεται λόγω της γειτνίασης με το κτήριο αυτό, αποτέλεσε και την αφορμή για την οριστική δίωξή του, που θα τον οδηγούσε στην εξορία και στο βασανιστικό θάνατο.» Αυτή σημείωση έχει μεγάλη σημασία για τους μαθητές του -κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου- και τους γονείς τους. Είναι νησιά που δέχονται τους κοινωνικούς λεπρούς, τους λεγόμενους «λαθρομετανάστες», την ζωή των οποίων και σήμερα οι περισσότεροι συνεχίζουμε να μετράμε με βάση το αν κάνει ζημιά στο τουριστικό μας προϊόν. Και συνεχίζει «Οργανώνει συσσίτια για όλο το λαό προσφέροντας βοήθεια χωρίς καμιά διάκριση σε χριστιανούς, ειδωλολάτρες, Ιουδαίους και αιρετικούς σώζοντας χιλιάδες από βέβαιο θάνατο.» Αλήθεια εμείς δεν είμαστε που αντιδράμε στην επέκταση των Κέντρων Φιλοξενίας Προσφύγων, εμείς δεν είμαστε, ακόμα και κληρικοί, που αισθανόμαστε άσχημα από την παρουσία των μελαψών στο κέντρο των πόλεων;
Η διοικούσα Εκκλησία, συχνά πιστεύει ότι έχει λόγο για θέματα παιδείας, οικογενειακού δικαίου κ.λ.π. και παρεμβαίνει, αλλά για την υπεράσπιση εργασιακών δικαιωμάτων σπάνια έχει παρέμβει δημόσια. Ο Βασίλειος ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Αργυρόπουλος , « με δυναμικό τρόπο ζητάει από τους άρχοντες την απαλλαγή των φτωχών από τη φορολογία, ενώ δεν παραλείπει να παρέμβει για τα συμφέροντα των εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου.»Στην συνέχεια καταδεικνύει ότι η δράση του Βασιλείου και του Χρυσόστομου, δεν ήταν περιφερειακό γεγονός, δεν ήταν «φιλανθρωπία», του στυλ που έχουμε γνωρίσει από σημερινούς κεφαλαιούχους, αλλά οργανωμένη κοινωνική παρέμβαση: «Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι ουσιαστικά οι εμπνευστές ενός δημόσιου συστήματος υγείας που με την πάροδο του χρόνου απλώνεται σε ολόκληρη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.»Και δεν θα μπορούσε να κάτι άλλο από κοινωνική παρέμβαση, γιατί όλη η πρακτική τους έχει θεωρητικό υπόβαθρο. Το καταδεικνύει ο συγγραφέας: «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού», λέει ο Γρηγόριος «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο (...) Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν Χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού».
Το επόμενο κεφάλαιο αναφέρεται και στην εκπαιδευτική οπτική και των τριών, η οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα στοχεύει στην απελευθέρωση του ανθρώπου από όλα τα δεσμά και στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, ακόμα και αν αυτό αμφισβητήσει την ίδια την Εκκλησία. Αντίθετα βέβαια με ότι πιστεύουν πολλοί: Ότι η λεγόμενη «χριστιανική παιδεία» στοχεύει στην δημιουργία ακολούθων της Εκκλησίας, που την ακολουθούν γιατί δεν μπορούν να την αμφισβητήσουν.
Η θέση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, είναι θέση και άλλων «Πατέρων» της εποχής: Η θρησκευτική πίστη , λένε, έχει τρεις μορφές: Αυτή «του δούλου» που πιστεύει επειδή φοβάται, «του μισθωτού», που πιστεύει επειδή περιμένει προσωπικά ανταλλάγματα και «του ελεύθερου» που πιστεύει επειδή αγαπά, όχι μόνο τον Θεό, αλλά και την Οικουμένη ολόκληρη και η πίστη του δίνει νόημα στη σχέση που κάνει μαζί της. Η ένταξη του ανθρώπου στην εκκλησιαστική κοινότητα και η παιδεία εντός της, κύριο στόχο έχει να βοηθήσει το μέλος της να περάσει από τις 2 πρώτες μορφές στην τελευταία.
Το βιβλίο κλείνει με την θέμα «Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πόλεμο και την ειρήνη» «Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν “ειρηνολογία”, δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η “ειρηνική συνύπαρξη” χωρίς περιεχόμενο O κ. Αργυρόπουλος καταδεικνύει ότι σύμφωνα και με τους τρεις πατέρες αιτία των πολέμων και όλων των συγκρούσεων είναι η επιδίωξη συσσώρευσης πλούτου και δύναμης από άτομα ή έθνη σε βάρος των άλλων ανθρώπων. Σημειώνει δε το ρητορικό ερώτημα του Βασιλείου: «Μέχρι πότε θα υπάρχει πλούτος, που είναι η αφορμή του πολέμου;». Γι’ αυτό και η επιδίωξη της Ειρήνης δεν είναι δυνατό να γίνει σε βάρος της Δικαιοσύνης και την Ελευθερίας. «Ο Χριστιανός οφείλει να συγκρούεται με τους τυράννους» επισημαίνει ο Γρηγόριος. Και ο Χρυσόστομος προσθέτει «Προσέξτε λοιπόν ότι όλοι οι άνθρωποι δεν μαλώνουν για τα κοινά πράγματα, αλλά αντίθετα ζουν ειρηνικά. Όταν όμως κάποιος επιχειρήσει ν’ αρπάξει κάτι και να το κάνει δικό του, αρχίζει ο τσακωμός, σαν και η ίδια η φύση ν’ αγανακτεί..»
Οι αγώνας βέβαια για την Ειρήνη του Κόσμου, προϋποθέτει την εσωτερική ειρήνη του ειρηνοποιού, σημειώνει ο συγγραφέας, συμπυκνώνοντας την σκέψη των τριών πατέρων.
Συνεπώς, μετά από όλα αυτά, θεωρώ ότι αν μπορούσε να δοθεί ένας υπότιτλος σε αυτό το βιβλίο θα ήταν το ρητό του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού που περιέχεται μέσα σε αυτό: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».
Και μετά από όλα αυτά τι γίνεται με τη γιορτή; Να καταργηθεί; Μα στην πραγματικότητα έχει ήδη καταργηθεί ως εορτή που να επιβάλλει από τα πάνω την Ελληνικότητα και τον Χριστιανισμό! Ωστόσο, η ύπαρξη κάποιων τριών «παλαβών» από αγάπη για τον άνθρωπο, ακόμα και με τα μέτρα τα σημερινά, μας κάνει θυμόμαστε πόσο μακρινή είναι η ιστορία του ανθρωπισμού. Αν το καταλάβουν αυτό οι καθηγητές θρησκευτικών και οι υπεύθυνοι της Παιδείας, ίσως οι τρεις και άλλοι Χριστιανοί βρουν τη θέση τους ανάμεσα στους αγωνιστές υπέρ της απελευθέρωσης του ανθρώπου.
Συνελθόντες
Οι άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας μεγαλώσαμε μαθαίνοντας το Εορτολόγιο. Οι σημερινοί νέοι πληροφορούνται παράλληλα τις λεγόμενες Παγκόσμιες Ημέρες. Όπως κι αν έχει μάθει κανείς, στις 30 του Γενάρη θυμάται ότι η ημέρα αυτή είναι αφιερωμένη στους Τρεις Ιεράρχες : τον Βασίλειο τον Μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Στα Σχολεία εκφωνούνται πανηγυρικοί, στις εκκλησίες γίνονται συνάξεις και ευχής έργον είναι να μην καταντά ο φόρος τιμής σε βιογραφικές μόνο αναφορές και στείρα προγονοπληξία, που δεν βοηθούν στη γόνιμη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν.
Σε μέρες κρίσιμες για την Εκπαίδευση κρίνεται και η επιλογή της καθιέρωσης αυτών των τριών ανδρών ως Προστατών του κόσμου της Παιδείας. Τι έχουν να μάς πουν σήμερα οι Τρεις Ιεράρχες ; Σε τι θα ωφελήσει νέο του 21ου αιώνα να στραφεί στον βίο και το έργο ανθρώπων του 4ου αιώνα μ. Χ.;
Τα πράγματα άλλαξαν. Ο άνθρωπος όμως; Οι συνθήκες διαβίωσης σίγουρα άλλαξαν. Η ανθρώπινη ψυχή όμως, όπως εκδηλώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις, δεν άλλαξε. Κι αυτήν την ψυχή αγωνίστηκαν να σώσουν οι Τρεις Ιεράρχες, κι ας μην κέρδισαν τον κόσμο όλον.
Γι’ αυτό Εκείνοι στράφηκαν πρώτα στην καλλιέργεια της δικής τους ψυχής, σύμφωνα και με τη συμβουλή του Ισοκράτη, τους λόγους του οποίου τόσο αγάπησε ο Μ. Βασίλειος : «Όταν θέλεις να συμβουλευτείς κάποιον για τα προσωπικά σου, πρώτα εξέτασε πώς νοικοκύρεψε τα δικά του. Γιατί αυτός που δεν τακτοποίησε τα προσωπικά του ουδέποτε θα μπορέσει να σκεφτεί σωστά για τις υποθέσεις των άλλων » (Προς Δημόνικον, 35). Χωρίς προκαταλήψεις μελέτησαν σε βάθος τα αρχαία ελληνικά Γράμματα, από τα οποία το μόνο που αρνήθηκαν ήταν η ειδωλολατρία.
Δεν καλλιέργησαν όμως οι ίδιοι την ψυχή τους μόνο με τις σπουδές και τη μελέτη. Όπως φαίνεται από τον βίο και το έργο τους, περισσότερους καρπούς απέδωσε η βιωματική τους γνώση, η πιστοποίηση της αλήθειας μέσα από τις εμπειρίες τους.
Η ζωή και των Τριών υπήρξε πολυκύμαντη. Απέδειξαν όμως με τη στάση τους ότι οι Άγιοι δεν είναι ούτε υπεράνθρωποι ούτε αυθεντίες αλλά πρότυπα ζωής που τη χαρακτηρίζει κυρίως η συνέπεια στην Αγάπη. Κι επειδή τον τελευταίο καιρό ακούγεται η κραυγή των Νέων : «Δώστε μας πρότυπα!», αξίζει να αναφερθεί η θέση των Τριών Ιεραρχών, όσον αφορά σε διάφορα θέματα.
Καταρχάς, ως προς την Εκπαίδευση, δεν θεώρησαν κανένα επιστημονικό πεδίο αυτονομημένο, αλλά αναζήτησαν τη γνώση διαθεματικά και ολιστικά, όπως θα λέγαμε στη μεταμοντέρνα ορολογία (…). Γι’ αυτό και οι σπουδές τους δεν ήταν αυστηρά θεολογικές (με τη σημερινή έννοια). Αντίθετα, πρώτα σπούδασαν Ρητορική, Φιλοσοφία, Ιατρική, Αστρονομία και ύστερα εκφράστηκαν ως εγκρατείς θεολόγοι.
Καλό παράδειγμα για τους απανταχού ζηλωτές της όποιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, γιατί οι Τρεις Ιεράρχες αναδείχθηκαν φωστήρες, αφού πρώτα άντλησαν γνώσεις από τις ανθρωπιστικές σπουδές, κατόπιν είχαν την άνεση να στραφούν και στις (κακώς) λεγόμενες «θετικές» επιστήμες και κατέληξαν στην τελείωση του ανθρώπου μέσω της σχέσης του με τον Θεό.
Παρότι έμεινε στην Ιστορία ο λόγος του Μ. Βασιλείου Εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», οι Τρεις Ιεράρχες δεν ξεχώρισαν τόσο για την ατομική τους ευσέβεια (που θα θύμιζε σήμερα προτεστάντικα πρότυπα), όσο για την υγιή κοινωνική τους ένταξη και δράση, στα πλαίσια βέβαια του ανθρωπίνως εφικτού. Από την αγάπη του εαυτού πέρασαν στην αγάπη του πλησίον.
Γι’ αυτό και με τα σύγχρονα ακόμη (κακώς) λεγόμενα «κοσμικά» κριτήρια το κοινωνικό τους έργο είναι μεγαλειώδες : ενίσχυση των οικονομικά ασθενών, ψυχολογική υποστήριξη μοναχικών ανθρώπων, στηλίτευση των κακώς κειμένων, έλεγχος των αυθαιρεσιών της εξουσίας έκαναν όσους έζησαν κοντά τους να πίνουν νερό στο όνομά τους. Αντίθετα, όσοι δεν τούς γνώρισαν πραγματικά ή θίγονταν τα συμφέροντά τους, τούς κυνήγησαν ανελέητα. Ενώ όμως αρχικά θεωρήθηκαν αδικημένοι ή ηττημένοι, η Ιστορία και οι καθαροί τη καρδία άνθρωποι τούς δικαίωσαν.
Θα μπορούσε ωστόσο να αναρωτηθεί κάποιος (και περισσότερο κάποια…) γιατί οι Προστάτες της Παιδείας είναι αποκλειστικά άνδρες. Γυναίκα δεν πρόσφερε τίποτε, ώστε να τιμάται; Οι μαθήτριες, οι δασκάλες, οι καθηγήτριες δεν πανηγυρίζουν στις 30 του Γενάρη;
Κι όμως, εάν κοιτάξουμε σε βάθος τη ζωή αυτών των τριών ανδρών, τα μάτια της ψυχής μας θα διακρίνουν να τούς περιβάλλουν γυναίκες αξιόλογες, στις οποίες δεν θα ήταν υπερβολή αλλά ξεκάθαρη τιμή, αν αναγνωρίσουμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες όφειλαν τα ερείσματα και το έναυσμα για την εξαιρετική παρουσία τους.
Πρώτοι οι ίδιοι αναγνώρισαν την αξία των Γυναικών με την αγαπητική σχέση που ανέπτυξαν μαζί τους είτε ήταν οι μητέρες είτε οι αδελφές είτε οι στενές συνεργάτιδές τους. Από τα αμέτρητα δείγματα αυτής της αγάπης αξίζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό για τον καθένα, όπως τα θεμέλια της παιδείας του Μ. Βασιλείου από τη γιαγιά του Μακρίνα, η σύμπνοια του Ιωάννη του Χρυσοστόμου με τη μητέρα του, ακόμη και για την πιο προσωπική του επιλογή, η ευθύνη της ανατροφής της Ολυμπιάδας από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο.
Μακρίνα, Εμμέλεια, Ανθούσα, Νόννα, Γοργονία, Ολυμπιάδα, Πενταδία, Πρόκλα, Σιλβίνα… Έμειναν στην Ιστορία με το όνομά τους, συμπορεύτηκαν με τους Τρεις Ιεράρχες στην ίδια Οδό. Δραστήριες και «επώνυμες» της εποχής τους, καλλιεργημένες και αρχόντισσες δεν πτοήθηκαν ούτε στις πιο δύσκολες περιστάσεις, ώστε να οδηγήσουν τον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο να αναφωνήσει : «Οίαι γυναίκες παρά Χριστιανοίς εισίν !»
Εκτός από την κοινωνική τους προσφορά, τη διακονία, στη σχέση τους με τους Τρεις Ιεράρχες το πολυτιμότερο που πρόσφεραν οι Γυναίκες ήταν η έμπνευση, όπως φαίνεται και από το ποίημα που έγραψε σε εκατόν ένδεκα αρχαιοελληνικούς στίχους ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προς την Ολυμπιάδα, καθώς και από τις δεκαεπτά Επιστολές που έστειλε στην ίδια από την εξορία του ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη χαρακτηριστική προσφώνηση : Τη δεσποίνη μου, τη αιδεσιμωτάτη και θεοφιλεστάτη… Και όταν φθάνει Ιεράρχης να προσφωνεί μία γυναίκα δέσποινά του, καταξιώνεται στα μάτια των ανθρώπων ανά τους αιώνες, και τότε, Άγιος λογίζεται…
Συνοψίζοντας, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα για την προσφορά των Τριών Ιεραρχών στη σύγχρονη εποχή είναι ανεπιφύλακτα καταφατική. Στους λόγους και τα έργα τους βρίσκουν οι νέοι το παράδειγμα της μέλισσας, οι φτωχοί το «κατά τοκιζόντων», οι φεμινίστριες το «άνδρες εισίν οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών ενομοθέτησαν», οι ρασοφόροι το «ουδένα δέδοικα ως τους επισκόπους πλην ολίγων», οι έγγαμοι άνδρες το «τα της αγάπης διαλέγου», οι ορθόδοξοι το «ου τον αιρετικόν αλλά την πλάνην», οι κατατρεγμένες γυναίκες το «επεθύμησε πόρνης», οι ανασφαλείς το «μηδέν αμφιβαλέτω», οι ψαγμένοι ότι «ου παντός το περί Θεού φιλοσοφείν», οι ερωτευμένοι ότι «ο Θεός ενέσπειρε τους έρωτας», οι αγωνιστές την απάντηση του Μ. Βασιλείου στον έπαρχο Μόδεστο και όποιος ψάχνει, βρίσκει τα πάντα εν πάσι.
Κλείνοντας, δεν θα ήταν σωστό να αφήσουμε και το απολυτίκιο των Τριών Ιεραρχών, μια και σε λίγους στίχους οι άνθρωποι συμπύκνωσαν την αγάπη προς τα πρόσωπά τους (εδώ σε προσωπική ελεύθερη μεταγραφή).
«Τα τρία μεγαλύτερα αστέρια, που στέλνουν ως εμάς το θεϊκό φως, Αυτούς που χορταίνουν την πείνα των ανθρώπων πλουσιοπάροχα με τη γλυκύτητα της σοφίας και ποτίζουν όλες τις διψασμένες ψυχές με το αθάνατο νερό, τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, μαζί με τον δοξασμένο Ιωάννη, που έσταζε μέλι το στόμα του, όλοι εμείς που νιώσαμε φλογερή αγάπη για τους λόγους τους, αφού συμμαζευτούμε, ας τούς τιμήσουμε (τουλάχιστον) με ύμνους, γιατί αυτοί είναι οι διαχρονικοί μεσίτες για τη σωτηρία της ψυχής μας».
Επίμετρον :
Ανάμεσα στις εξαιρετικά επιλεγμένες λέξεις που συνθέτουν τοτροπάριο των Τριών Ιεραρχών καταλυτικής σημασίας είναι η μετοχήσυνελθόντες, που δηλώνει την προϋπόθεση για την οφειλόμενη τιμή. Απλώς υπενθυμίζεται ότι το ρήμα «συνέρχομαι» σημαίνει «συγκεντρώνομαι» και σωματικά και πνευματικά, δηλαδή και «βρίσκομαι μαζί με άλλους» και «συμμαζεύω το μυαλό μου».
Τελικά, εκείνο που μάς χρειάζεται είναι να συνέλθουμε…
Οι Τρεις Ιεράρχες «στα αζήτητα»(;) μιας γιορτής(;) για την Παιδεία
Έπρεπε να μιλήσω για τους Τρεις Ιεράρχες, όμως είχα κουραστεί ν’ ακούω μεγάλες κουβέντες και να μιλώ για ανθρώπους άγιους, πανάκριβους, ανεκτίμητους σαν να διαφημίζω ένα προϊόν στο ραδιόφωνο. Είναι κι η εποχή που πάσχει από πολυλογία, κι έτσι βάλθηκα να περπατώ στα σοκάκια της σημερινής ελληνικής κοινωνίας ,με προσοχή να μη χαθώ και με σκοπό να φτάσω στην πλατεία, στο ξέφωτο της παρουσίας των Αγίων, που και σήμερα τιμά η παιδεία μας- Του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιερού Χρυσοστόμου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου- και να ψηλαφίσω τη σχέση τους με τον σημερινό μας βίο.
Προχώρησα κι είδα ένα λαό να έχει κάνει την πίστη του στο Θεό ζήτημα προσωπικού γούστου. Μια θάλασσα από άγνοια, ημιμάθεια ή αδιαφορία, μια που ο λόγος της Εκκλησίας φαίνεται να μην προκαλεί πια κανένα ενδιαφέρον. Φταίει άραγε μόνον η Εκκλησία ή κι η δική μας τρυφηλότητα;
Προχώρησα κι είδα ανθρώπους να τρέχουν να προλάβουν τη ζωή τους, να τυραννιούνται από το κυνήγι του χρόνου για να είναι «εντάξει» .Και θυμήθηκα τον Ελύτη: «Δώσε δωρεάν το χρόνο σου αν θέλεις να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια».
Είδα τους άρχοντες, εκκλησιαστικούς και μη, να μας μαλώνουν, να μας κουνάνε το δάχτυλο επιτακτικά στο πρόσωπο μπροστά μας, γιατί δεν είμαστε αρκετά υπάκουοι, δεν είμαστε όσο θα έπρεπε υποτακτικοί, γιατί δεν τους σεβόμαστε όσο θα έπρεπε και θυμήθηκα ένα παλιό σύνθημα γραμμένο στον τοίχο: «Αγάπη που’ ναι η εκκλησιά σου; Βαρέθηκα πια στα μετόχια».
Είδα ανθρώπους σκυφτούς να κλαίνε, να πεινούν, ν’ απελπίζονται, να μαζεύονται φοβισμένοι, να βράζουν από θυμό και πόνο και να περιμένουν πότε ο πόνος θα γίνει δημιουργία.
Είδα παιδιά να με κοιτούν καχύποπτα, σαν προδομένα από εμάς τους μεγαλύτερους, που τους παραδίνουμε αυτόν τον κόσμο , θυμωμένα, που σκοτώνουμε «κατά λάθος» παιδιά στα Εξάρχεια, που σιχαινόμαστε τους «λαθραίους» ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο στη χώρα μας κυνηγημένοι, που ξεπουλήσαμε χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε τις αξίες μας για μια περίοπτη θέση σε μια εταιρία, για ένα τζιπ, για μια βίλλα παραπάνω.
Είδα δασκάλους να κάνουν αυτό που «πρέπει»,να είναι αρκούντως υπηρεσιακοί-με καθαρά, μεν αλλά άδεια χέρια!- να τρέχουν να προλάβουν την ύλη τους, να οδηγούν με ταχείς ρυθμούς τους μαθητές τους στην κρεατομηχανή της επιτυχίας, στις εξετάσεις. Με την ψυχή αφυδατωμένη, τσακισμένη και την αγάπη και το μεράκι καλά κρυμμένο βαθιά μέσα τους, μη τύχει και κατασπαταληθεί τσάμπα, μια που η καρδιά και το συναίσθημα χρειάζεται κι έξω από τη δουλειά . Και σκέφτηκα τον Μίλτο Κουντουρά: «όποιος αγωνίζεται για τα παιδιά, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα».
Κι είδα γονείς πιο κάτω, στραμένους στα παιδιά τους να τους μιλούν με φόβο κι αγωνία για το αύριο που έρχεται σαν καταιγίδα καταπάνω τους. Κι όταν αυτά ζητούσαν «μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο»,μια ελπίδα για να παλέψουν, ο πατέρας δάκρυζε κι η μάνα σιωπηλή αγκάλιαζε. Η κραυγή της σιωπής σκέφτηκα…
Κι είδα γονείς να ορμούν στους καθηγητές των παιδιών τους-με θάρρος ή με θράσος;-γιατί δε δίνουν όσα θα ήθελαν κι όχι γνώσεις μόνο μα κι αγωγή και κοινωνικοποίηση κι ιδέες κι ελπίδες και οράματα κι αξίες …κι όλα αυτά που οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να δώσουν. Και βρήκαν κι έβαζαν στο στόμα τους τους τεμπέληδες που δουλεύουν λίγο ,που δεν ελέγχει κανείς τη δουλειά τους, που ρουφάνε άδειες και διακοπές για να βολεύονται και σκέφτηκα και πάλι τον Ελύτη: «Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο».
Κι είδα την Εκκλησία να ταπεινώνεται, να απαξιώνεται μες στις κραυγές του ορθού λόγου και της συλλογικής λήθης και να πληρώνει σκληρά το τίμημα χρόνιων παθογενειών, ακέραιων καρκινωμάτων στο σώμα της που άλλες φορές η αγάπη της κι άλλες φορές η αδυναμία της, τα σκέπαζε για να μη φαίνονται. Κι έτσι βαυκαλιζόταν πως δεν υπήρχαν…
Κι είδα πιο κάτω ένα φως αχνό, μάλλον σα φωτοστέφανο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος-λες κι έχω δει φωτοστέφανο για να ξέρω;-…
Ένας παπάς μοίραζε τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους που είχαν κάνει τα παγκάκια σπίτια τους, ένας άλλος τραβούσε από μια τρύπια βάρκα μια γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά της που έφτασαν από απέναντι, πεθαμένοι σχεδόν από το φόβο κι από τα παγωμένα μαύρα νερά του Αιγαίου, κι ένας άλλος μέχρι αργά τη νύχτα φόρτωνε στο πετραχήλι του καημούς κι απελπισία από πρεζόνια κι αλαφιασμένους απόκληρους. Και σκέφτηκα τη μωρία του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση, όταν όλα μυρίζουν θάνατο…
Κι έκανα «ένα βήμα πιο γρήγορο απ’ τη φθορά». Κι είδα στο ξέφωτο τρεις δεσποτάδες, χωρίς πλουμιστά άμφια και μίτρες χρυσοκέντητες, μα με ράσα φθαρμένα αλλά καθαρά και μια μαγκούρα ξύλινη ο καθένας για να ακουμπάει. Κοιτούσαν σιωπηλοί κι ολόμονοι , κρυμμένοι θαρρείς ,κουρασμένοι, μα μ’ ένα πεισματάρικο χαμόγελο, αυτό που έχουν οι άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν.
Εκεί πλησίασα, γονάτισα κι αφέθηκα στην παραμυθία τους:
Μου ψιθύρισε ο άγιος Γρηγόριος, για το Θεό που κρύβεται-«Θεέ μου, πόσο μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!»- στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που προσπερνάμε, στο σπόρο που φυτεύουμε περιμένοντας ν’ ανθίσει.
Μου είπε για τις δικαιολογίες των ανθρώπων που δεν απλώνουν το χέρι τους να μοιραστούν.
Για την απελπισία της φτώχιας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
Κι ο Μέγας Βασίλειος, μου θύμισε για τους ψευτο-ευλαβείς που αρκούνται στην ελεημοσύνη-άλλοθι της αδικίας και για τους πλούσιους που χαρίζουν για να βολέψουν τη συνείδησή τους.
Κι ο ιερός Χρυσόστομος, αργά και σταθερά μου διηγήθηκε ιστορίες για την Εκκλησία, που πάντα στους κόλπους της μέσα είχε κι ανθρώπους που της τρώγανε τις σάρκες και για το Χριστό που πάντα μεταμόρφωνε το σώμα της με την πεισματάρικη αγάπη του.
Μου είπαν για τους ανθρώπους τους αμόρφωτους,- όχι αυτούς που δεν ξέρουν γράμματα-τους άλλους, που ξέρουν οτι έχουν πάντα δίκιο και κρίνουν με άνεση κάθε στραβό ανθρώπινο σα να μη είδαν ποτέ τις δικές τους συμφορές, γερασμένοι δικαστές μιας ζωής τσιγγούνικης…
Μου είπαν για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου, τις ουτοπίες που δεν έχουν ακόμη τόπο. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που αγκαλιάζει όλους, κι αυτούς που θέλουμε κι αυτούς που θ’ αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε, για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται όχι για να κερδίσει, αλλά από έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Για το σταυρό που παραλάβαμε όχι για να τον κάνουμε κόσμημα, μα για να προκαλέσουμε την ανάσταση εδώ και τώρα.
Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, αγαπούν.
Με παρηγόρησαν, όλες οι εποχές μοιάζουν, μου είπαν, μη σκιάζεσαι γιατί ο θάνατος είναι πάντα προσωρινός, φαίνεται δυνατός μα είναι σκόνη μπροστά στη χάρη του Θεού!
Και μου ψιθύρισαν κι ένα στιχάκι για τους δασκάλους που πάντα παλεύουν μαζί με τους μαθητές τους, σ’ αυτά τα σχολεία, μ’ αυτές τις συνθήκες, μ’ αυτές τις ανημποριές :
«και τι δεν κάνατε για να με θάψετε, όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος…».
Σηκώθηκα να φύγω, μου δώσαν την ευχή τους κι ένα χαρτί τυλιγμένο να το διαβάζω κάθε φορά που θα φοβόμουν και θα δείλιαζα. Απομακρύνθηκα, το άνοιξα με λαχτάρα και το διάβασα. Ήταν δυο στίχοι του Μπέρτολτ Μπρεχτ(!):
«Κι όταν θα έχετε καλυτερέψει τον κόσμο,
Να συνεχίσετε να τον καλυτερεύετε αυτόν τον καλύτερο κόσμο.
Κι αν καλυτερεύοντας τον κόσμο, συμπληρώσετε την αλήθεια
λοιπόν, συμπληρώστε κι άλλο τη συμπληρωμένη αλήθεια.
Κι αν συμπληρώνοντας την αλήθεια, αλλάξατε την ανθρωπότητα,
Λοιπόν ,
αλλάξτε κι άλλο την αλλαγμένη ανθρωπότητα.»
Η παιδεία ως ψυχική καλλιέργεια
Κοινή εορτή των τριών ιεραρχών –Βασιλείου Καισαρείας, Γρηγορίου Θεολόγου και Ιωάννου Χρυσοστόμου- μέχρι τον 11ο αιώνα μ.Χ. δεν υπήρχε. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄, μεταξύ του 1042 και του 1055, πραγματοποιήθηκε μία μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, η οποία οδήγησε στην αναβίωση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως. Οι λόγιοι που στελέχωσαν το νέο Πανεπιστήμιο, και κυρίως ο Μιχαήλ Ψελλός, κατόρθωσαν μέσα σε λίγα χρόνια να το καταστήσουν διάσημο στον χριστιανικό κόσμο και τόπο μόρφωσης των ανθρώπων που χρειάζονταν για τις διοικητικές και εκπαιδευτικές ανάγκες της αυτοκρατορίας.
Την αναγέννηση αυτή του πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως τη συνόδευσε και η ιδέα της επιλογής ενός λογίου αγίου, του οποίου η προσωπικότητα και η γιορτή θα γίνονταν σύμβολο της νέας αυτής εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Και τότε ξέσπασε μία διαμάχη, όπως συχνά άλλωστε συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, για το ποιο πρόσωπο ήταν κατάλληλο, ώστε να αποτελέσει το σύμβολο του νέου πανεπιστημίου. Δημιουργήθηκαν τρείς αντιμαχόμενες παρατάξεις: των «Ιωαννιτών», των «Βασιλειτών» και των «Γρηγοριτών». Καθώς το θέμα άρχισε να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, ένας από τους καθηγητές του πανεπιστημίου, ο Ιωάννης Μαυρόπους, συμφιλιώνοντας τις τρεις παρατάξεις, πρότεινε να συσταθεί κοινή εορτή και να γίνουν και οι τρεις ιεράρχες το νέο σύμβολο, καθώς και οι τρεις ενσάρκωναν τις αξίες του νέου Πανεπιστημίου. Η μία από αυτές ήταν η αξία της παιδείας ως τεχνικής γνώσης, απαραίτητης για τις λειτουργικές ανάγκες της κοινωνίας. Η άλλη αξία ήταν η αξία της παιδείας ως ψυχικής καλλιέργειας.
Όταν ο Βασίλειος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Καισαρείας θα μπορούσε να νιώσει τακτοποιημένος με τη θέση του και με τις ρητορικές του ικανότητες να κάνει απλώς σπουδαία κηρύγματα συμπαράστασης στον ανθρώπινο πόνο. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η παιδεία του δεν ήταν μόνο ρητορική ικανότητα, αλλά και ψυχική καλλιέργεια, χρησιμοποίησε τη θέση του αρχιεπισκόπου κάνοντας έργα υπέρ του ανθρώπινου πόνου, δημιουργώντας μια ολόκληρη πόλη με νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, που έμεινε γνωστή ως Βασιλειάδα.
Όταν ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξελέγη αρχιεπίσκοπος, θα μπορούσε να νιώσει τακτοποιημένος με τη θέση του και χρησιμοποιώντας τη ρητορική του τεχνική να λέει διάφορα κούφια λόγια, που θα κολάκευαν το παλάτι και τους αυλικούς του. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η παιδεία του δεν ήταν μόνο ρητορική ικανότητα, αλλά και ψυχική καλλιέργεια ουδέποτε χαρίστηκε στους διάφορους αξιωματούχους του παλατιού, οι οποίοι τον μισούσαν θανάσιμα, καθώς δεν ανέχονταν τον οξύτατο δημόσιο έλεγχο που ασκούσε στα πρόσωπά τους για την φαυλοκρατία και την ανεντιμότητά τους. Η δράση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί και να πεθάνει στην εξορία.
Όταν ο Γρηγόριος εξελέγη αρχιεπίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη, θα μπορούσε να νιώσει τακτοποιημένος με τη θέση του. Ωστόσο, επειδή ακριβώς η παιδεία του δεν ήταν μόνο ρητορική ικανότητα, αλλά και ψυχική καλλιέργεια, όταν συνειδητοποίησε ότι παραμένοντας στη θέση της εκκλησιαστικής εξουσίας θα κινδύνευε η ψυχή του, εγκατέλειψε τον θρόνο και έφυγε από την Κωνσταντινούπολη.
Αυτά ήταν τα τρία πρόσωπα που το 1842, ύστερα από πρόταση της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, το νέο ελληνικό κράτος αποφάσισε να κάνει σύμβολα και της δικής του εκπαίδευσης και να καθιερώσει τη γιορτή τους ως επίσημη σχολική εορτή των «Γραμμάτων και της Παιδείας». Κι ενώ η γιορτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, το ζήτημα της παιδείας που συμβολίζουν αυτά τα πρόσωπα παραμένει ζητούμενο, καθώς η κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία σήμερα μοιάζει να είναι η λογική της παιδείας ως τεχνικής γνώσης για τακτοποίηση σε κάποια θέση, αφήνοντας στη λήθη την παιδεία ως ψυχική καλλιέργεια.
Τρεις Ιεράρχες - Παιδεία Ζωής ή Εκπαιδευτική Ισοπέδωση;
........Με απλά λόγια οι Τρεις Ιεράρχες υποστηρίζουν πως η Παιδεία πρέπει να είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι του συστήματος, όπως δυστυχώς έχει καταντήσει στις μέρες μας. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο η Παιδεία είναι κατευθυνόμενη, γι’ αυτό και αποτυχημένη. Οι νέοι-ες κατευθύνονται σύμφωνα με τις ανάγκες του συστήματος κάθε χώρας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ότι μόνο ένας στους πέντε νέους κατάφερε να εισαχθεί στη σχολή των ονείρων του την προηγούμενη χρονιά. Το ζητούμενο, δυστυχώς στις μέρες μας δεν είναι να φτιάξουμε ελεύθερους ανθρώπους, με συγκροτημένη προσωπικότητα, υπεύθυνους, έτοιμους να σταθούν κριτικά σε ό,τι αλλοιώνει την ομορφιά της ζωής, αλλά εξαρτήματα για να λειτουργήσει καλά η μηχανή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. (Είμαι εξάρτημα εγώ της μηχανής σας και ο γιος μου ανταλλακτικό). Οι περισσότεροι νέοι δεν προχωρούν στις σπουδές τους σε ότι αυτοί ονειρεύονταν και επέλεξαν, δε σπουδάζουν για να ξεδιψάσουν τις ψυχές τους, για να ζήσουν, αλλά για να ενταχθούν εκεί που το απαιτούν οι ανάγκες του συστήματος με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν στην ανάκαμψη των «δεικτών της παραγωγικότητας». Η παιδεία όμως δεν πρέπει να αποβλέπει ούτε στην παραγωγικότητα, ούτε στις όποιες ανάγκες του κράτους, οφείλει να οδηγεί τους νέους στην ανακάλυψη του μυστηρίου της ζωής, στην κατάκτηση της ελευθερίας, στα μονοπάτια της αναζήτησης της αλήθειας, στη μύησή τους στην παράδοση του τόπου τους και στον πολιτισμό, στη μεταμόρφωσή τους. Άραγε πόσοι από τους μαθητές, για παράδειγμα, της Λέσβου, ακόμη κι απ’ αυτούς που έχουν πετύχει στις καλύτερες πανεπιστημιακές και πολυτεχνικές σχολές έχουν μυηθεί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη;
Όπως ωραία λέει ο Χρήστος Γιανναράς, όσοι κάνουν τους σχεδιασμούς για την παιδεία δείχνουν πως δεν τους ενδιαφέρει « η κατά κεφαλήν καλλιέργεια αλλά το κατά κεφαλήν εισόδημα». Συνεχίζουμε να εγκληματούμε σε βάρος των νέων ανθρώπων. Ξεκόψαμε τη γνώση από τη ζωή, τον έρωτα, την ομορφιά. Υποτάξαμε την αγάπη στην αναγκαιότητα και γι’ αυτό αποτύχαμε. Για όποιον αμφιβάλει γι’ αυτή την αποτυχία, παραπέμπω στην πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για τους νέους όπου τα συμπεράσματά της μας αποκαλύπτουν ότι το 20% των Ελλήνων μαθητών ηλικίας 15 ως 18 ετών υποφέρει από κατάθλιψη, στις κοπέλες μάλιστα το ποσοστό φτάνει στο 30%. Στις μέρες μας η παιδεία έχει δώσει τη θέση της σε μια μονοδιάστατη, γι’ αυτό και άρρωστη εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, όλοι (γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί) μπαίνουν σε καλούπια από νωρίς. Μια άλλη έρευνα έδειξε ότι το 97% των γονέων που έχουν παιδιά στο δημοτικό σχολείο απαιτούν πρώτιστα από αυτά την άριστη βαθμολογία. Το δόγμα παιδείας ειδικά στα Λύκεια, δηλαδή την εποχή που η ψυχή του νέου πάει να ανθίσει, είναι «να βγει η ύλη». Όλα θυσιάζονται εκεί. Η πίεση αφόρητη στους εκπαιδευτικούς που ζουν την τραγικότητα της μετατροπής τους, από φορείς γνώσης και ζωής σε απλούς διεκπεραιωτές ύλης ενώ τα παιδιά μας στην ηλικία που διψάνε για ζωή και αλήθεια περιορίζονται στο να μετατραπούν σε ζωντανά λυσάρια φυσικής, χημείας, μαθηματικών, αρχαίων, κλπ.
Στη σημερινή εκπαίδευση της ισοπέδωσης, φτάσαμε ακόμη και η έκθεση ιδεών, το μάθημα που ο μαθητής υποτίθεται ελεύθερα καταθέτει τις ιδέες του, να ταυτίζεται με ένα φροντιστηριακό δίωρο. Ο μαθητής αφού πληρώσει αδρά ζει την τραγωδία του να μαθαίνει «τι πιστεύει» και πως «πρέπει να το εκθέσει» ούτως ώστε να «πετύχει». Ζητάμε δηλαδή από τον νέο άνθρωπο να αρνηθεί την προσωπικότητά του, να γίνει κάτι «άλλο» για να κατορθώσει να θεωρηθεί επιτυχημένος. Σε μια κοινωνία πνιγμένη στον ατομικισμό, στις αξίες του εύκολου κέρδους, σε μια κοινωνία που προοδεύει όποιος διακρίνεται όχι για τις γνώσεις του αλλά για την ευλυγισία της μέσης του, τις γνωριμίες του, τα «κονέ» του που λένε οι νέοι, σε μια κοινωνία, στην οποία οι αξίες που προτείνονται στη νέα γενιά είναι ο καριερισμός, η βαθμοθηρία και αργότερα το μικροαστικό βόλεμα τι μπορούμε να περιμένουμε; Εμείς οι μεγαλύτεροι πνιγμένοι στις ανασφάλειές μας θέλουμε γενιές βολικών και βολεμένων, ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έλεγε: «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Προτείνουμε στους νέους την κοινωνία του «φαίνεσθαι», του «πρεστίζ». Το παν, είναι το προσωπείο. Η εικόνα μας προ τα έξω. Ξεχάσαμε ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Έτσι οι νέοι άρχισαν να μαζεύουν προσωπεία. Πώς να επιβιώσεις διαφορετικά. Στο βάθος ακούγεται η κραυγή αυτών που παλεύουν και διψάνε για ζωή. «Φανέρωσέ μας τη μάσκα που κρύβεις κάτω από τη μάσκα που φοράς», λέει το τραγούδι. Θέλει δρόμο για να φτάσεις στο πρόσωπο, στην επικοινωνία, στη συνάντηση. Θέλει ψυχή.
Η αγάπη, λέει ένας άγιος της Εκκλησίας μας, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Προσφέρουμε σήμερα παιδεία αγάπης; Όχι. Τότε πως θέλουμε παιδεία ζωής; Η παιδεία για να είναι πετυχημένη πρέπει να μιλά στις ψυχές, να τις κάνει να χαίρονται, να ονειρεύονται, να δημιουργούν. Να είναι όπως προτείνουν οι Τρεις Ιεράρχες «δρόμος απελευθέρωσης και όχι διαδικασία εξαναγκασμού και ανελευθερίας». Αν θέλουμε να τιμήσουμε τους Τρεις Ιεράρχες δε χρειάζεται να το κάνουμε μέσα από ακίνδυνες τυπικές γιορτές. Απαιτείται μελέτη του έργου τους, της προσφοράς τους, αλλά κυρίως η μίμηση της στάσης ζωής τους.
Τρεις Ιεράρχες: φονταμενταλισμός ή εκκοσμίκευση;
Γιώργος Καπετανάκης
Φως και σκοτάδι. Το αίτιο που καθιστά τα αντικείμενα ορατά ή άφαντα. Ο τρόπος που βλέπουμε ή δε βλέπουμε τα πράγματα, τις πραγματικότητες, τον κόσμο γύρω μας. Η στάση που επιλέγουμε να κρατήσουμε απέναντι στα γεγονότα, στα δρώμενα. Θα τα σπρώχνουμε για να γίνονται ή θα τα παρακολουθούμε να εξελίσσονται; Θα γεννηθούμε ή θα πεθάνουμε; Θα μείνουμε στη σκοτία ή θα περάσουμε στη λάμψη; Θ’ αφήσουμε το σκοταδισμό να κυριαρχήσει; Μήπως μας αξίζει μια ζωή έκπαγλη, φωταγωγημένη και αποκαλυπτόμενη;
Μνήμη και λήθη. Η καταγραφή, ή μη, της πληροφορίας στον εγκέφαλό μας. Η επιλογή μας για το τι είναι αξιομνημόνευτο, αληθινό ή άξιο για λησμονιά. Το αληθινό δεν είναι κι αλάθητο. Το αξιομνημόνευτο είναι η εκούσια δημιουργία του νέου. Η εθελουσία έξοδος από την αφάνεια. Η είσοδός μας στο φως. Είμαστε δρώντα υποκείμενα της ιστορίας κι όχι παθητικοί δέκτες, τυφλά όργανα της φήμης. Η φήμη και το φως είναι ομόριζες λέξεις. Παράγωγες δυναμικών αξιών κι εξελικτικών λόγων.
Γνώση και άγνοια. Ο τρόπος λειτουργίας του νου, που μετατρέπει την πληροφορία, την επιθυμητή κι επιλεγμένη από μας είδηση, σε χρηστικό εργαλείο ανάπτυξης του είναι μας. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι. Του αληθινού ή του ξεχασμένου. Του σώφρονα και του άφρονα. Η αξία της εκπαίδευσης επικεντρώνεται στη λειτουργία αυτή: να βρω τα εργαλεία που μου ταιριάζουν για να αναπτύξω την κριτική μου ικανότητα, να αμφισβητήσω την υπάρχουσα επιστήμη και να δημιουργήσω το καινούριο πλαίσιο πίστης.
Μας φώτισες θα πείτε. Ας αφήσουμε τα λόγια κι ας δούμε αν έχει σήμερα κάποια αξία ένας ακόμη λόγος για τους τρεις Ιεράρχες. Λόγος πανηγυρικός ή μήπως λόγος δεκάρικος; Λόγος για το φαίνεσθαι ή για το είναι;
Λόγος για τη γνώση και το φως ή μήπως κούφια λόγια για τη λησμονιά και το σκοτάδι; Λόγος για την ολοκλήρωση της διατεταγμένης σχολικής εορτής ή απαρχή του νέου;
Όταν κάποτε υπήρξε νόμος ο οποίος αδικούσε τις γυναίκες, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αντέδρασε (ήταν πατριάρχης Κων/πολης) και βγήκε και είπε: γιατί αδικείται συνεχώς η γυναίκα και «πέφτει» στα μαλακά ο άντρας; Γιατί άνδρες είναι αυτοί που φτιάχνουν τους νόμους γι’ αυτό και είναι η νομοθεσία κατά των γυναικών».
Δεν μένει προσκολλημένος στο παρελθόν. Θέλει να βγει από το σκοτάδι στο φως. Και μαζί να τραβήξει κι όλο το πλήρωμα της εκκλησίας. Η παραδεδομένη αλήθεια πρέπει να αμφισβητηθεί για να έχουμε πρόοδο. Ακόμη κι η κοσμική αντίληψη της εποχής είναι πολύ πίσω από τη καινούρια πραγματικότητα που αναζητά ο χριστιανός Γρηγόριος. Και μόλις το 1952 δίνεται η δυνατότητα στις γυναίκες να ψηφίζουν για την ελληνική βουλή. Αναζήτησε το φως στην Καινή Διαθήκη : «Γαλάτες 3,28 Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα, γιατί όλοι εσείς είστε ένα χάρη στον Ιησού Χριστό». Θα ήταν εκκοσμίκευση αν σήμερα ξανακοιτάγαμε το ρόλο της γυναίκας στην εκκλησία μας;
Όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας απείλησε τον Ιωάννη Χρυσόστομο ότι θα του έπαιρνε την όποια περιουσία είχε, θα τον εξόριζε και θα τον οδηγούσε στο θάνατο με βασανιστήρια: «αρπαγή περιουσίας δε φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτα άλλο εκτός από λίγα τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία. εξορία δε γνωρίζω γιατί οι τόποι δε με εμποδίζουν να προσεύχομαι…» απάντησε στον αυτοκράτορα.
Επιμένει ότι δεν είναι ο Θεός αυτός ο οποίος κάνει πλούσιο ή φτωχό ένα άνθρωπο. Η γη του Θεού είναι εξίσου για όλους. Από αυτούς όμως κάποιοι κοπίασαν πολύ και απόκτησαν πλούτη, ενώ άλλοι έγιναν πλούσιοι με αδικίες και αρπαγές, άρα σύμφωνα με την κακή προαίρεσή τους ( που δεν μπορεί να είναι θέλημα Θεού ). Γι ' αυτό προχωράει ακόμα περισσότερο λέγοντας ότι ο άνθρωπος με πλούτη πρέπει να είναι ο διαχειριστής των αγαθών που κατέχει και όχι ο κάτοχος. Αυτή τη στάση απαιτεί κι από τους χριστιανούς επισκόπους και ιερείς.
Πέρασαν τρεις αιώνες για να καταδικάσει η εν Τρούλλω Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (691-692 μ.Χ.) τη σιμωνία: Κανών κγ’: Μή χρηματίζεσθαι ἔνεκα τῆς μεταλήψεως. Περὶ τοῦ μηδένα τῶν εἴτε ἐπισκόπων, εἴτε πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, τῆς ἀχράντου μεταδιδόντα κοινωνίας, παρὰ τοῦ μετέχοντος εἰσπράττειν, τῆς τοιαύτης μεταλήψεως χάριν, ὀβολούς, ἢ εἶδος τὸ οἱονοῦν. Οὐδὲ γὰρ πεπραμένη ἡ χάρις, οὐδὲ χρήμασι τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Πνεύματος μεταδιδόαμεν, ἀλλὰ τοῖς ἀξίοις τοῦ δώρου ἀπανουργεύτως μεταδοτέον. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν ἐν κλήρῳ καταλεγομένων ἀπαιτῶν, ᾧ μεταδίδωσι τῆς ἀχράντου κοινωνίας, τὸ οἱονοῦν εἶδος, καθαιρείσθω, ὡς τῆς Σίμωνος ζηλωτής πλάνης καὶ κακουργίας. (Συμφωνία Κανόνων: Αποστολικοι κθ’ - Δ’ Οικ. Συν. β' - ΣΤ’ Οικ. Συν. κβ' - Ζ’ Οικ. Συν. δ', ιε', ιθ’ - Βασιλείου κ' - Γενναδίου και Ταρασίου Επιστολή) Θα ήταν εκκοσμίκευση αν σήμερα ξανακοιτάγαμε το ρόλο των ιερέων στην εκκλησία μας; Μήπως είναι φονταμενταλισμός η μη συγγραφή νέων λειτουργιών από μέρους τους ή και η μη μετάφραση των ήδη υπαρχόντων;
«Όπως ακριβώς στην τριανταφυλλιά, όταν κόψουμε το λουλούδι θα αποφύγουμε τα αγκάθια, έτσι ακριβώς και σ’ αυτήν τη σοφία του κόσμου, αφού καρπωθούμε το ωφέλιμο θα αποφύγουμε το βλαβερό» (προς τους νέους, ΒΕΠ τ.4:200) ισχυρίζεται ο Μέγας Βασίλειος αλλά και πραγματώνουν κι οι τρεις ιεράρχες σπουδάζοντας σε εθνικά ειδωλολατρικά επιστημονικά κέντρα της εποχής τους. Τολμούν τη συνύπαρξη με άλλα εκπαιδευτικά ρεύματα και μοντέλα. Αναζητούν το καλό και συμφέρον σε παράλληλους δρόμους.
Η παιδεία είναι κατ’εξοχήν συναντησιακή σχέση αγάπης και κατ’ επέκταση πράξη θάρρους, όπως συναντάται στη πραγματεία του παιδαγωγού Χρυσοστόμου. Αναφέρει: «Της τέχνης ταύτης ουκ έστι άλλη μείζων τι γάρ ίσον του ρυθμίσαι ψυχήν και διαπλάσαι νέου διανοίαν».
Συνεχίζει ο ιερός Βασίλειος: «’Έτσι λοιπόν και η ψυχή έχει πρώτα για καρπό την αλήθεια, αλλά είναι ωραίο να φοράει και την κοσμική σοφία, σαν φύλλα που προστατεύουν τον καρπό και δίνουν καλή όψη» (προς τους νέους, ΒΕΠ τ.4:200) Θα αντιστοιχούσαμε σήμερα ότι θα έπρεπε να προσλάβουμε στην ορθόδοξη θεολογία το διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα, το σχετικισμό και τη μετα-νεωτερικότητα.
Ο φονταμενταλισμός και η εκκοσμίκευση στη θεωρία και στην πράξη των τριών ιεραρχών δεν υπάρχουν. Η ζωή τους είναι κοινωνική ευαισθητοποίηση και δυναμική ιστορική παρέμβαση. Συνεχής πρωτοπορία κι αναζήτηση χαρακτηρίζει την πορεία τους προς τα έσχατα. Επιλογή του αληθινού, του αξιομνημόνευτου, τελικά του φωτεινού.
«Ο πραγματικός εορτασμός των αγίων μας είναι η μίμηση της ζωής τους»
Ο πραγματικός εορτασμός των αγίων μας είναι η μίμηση της ζωής τους. Επομένως τιμάμε τους Τρεις Ιεράρχες μόνο όταν η ζωή μας ευθυγραμμίζεται με τη ζωή τους, η σκέψη μας από τη σκέψη τους".
γ. Να μην αρκεστούμε σε αυτά αλλά έχοντας ενώπιόν μας τα παιδιά του πλανήτη, να εργαστούμε ώστε κάθε παιδί όπου και να βρίσκεται ,να προστατεύεται η ζωή του, να έχει ένα σχολείο για να μπορεί να διδαχθεί και ταυτόχρονα να έχει ισότιμη δυνατότητα να καλλιεργεί την ύπαρξή του όπως όλα τα παιδιά.
β. Να εργαστούμε ώστε κάθε άνθρωπος, κάθε παιδί στην πατρίδα μας, να έχει ισότιμη πρόσβαση στο αγαθό της Παιδείας και στις δυνατότητες της εκπαίδευσης.
α. Χρειάζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά να συζητήσουμε για το μέλλον της Παιδείας, χωρίς να αγνοήσουμε την ανάγκη της εκπαίδευσης.
Όπως έχουμε υπογραμμίσει και άλλες φορές η προοπτική που προσφέρει η προσπάθεια των Τριών Ιεραρχών στις σημερινές αναζητήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι τρεις υπερβάσεις:
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών αποτελεί ένα παράδειγμα. Οι άγιοι έζησαν 1.600 περίπου χρόνια πριν. Το έργο τους όμως δίνει αφορμές ώστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα να ειδωθούν από μια άλλη θεώρηση την οποία δυστυχώς λησμονούμε. Ο άνθρωπος είναι όν θεούμενον. Επομένως ο στόχος της αγωγής του ανθρώπου πρέπει να χαρακτηρίζεται από την διαχρονικότητα. Θα πρέπει επίσης να απαντήσουμε σε δυο ακόμα ερωτήματα: Μας απασχολεί η διαπαιδαγώγηση των νέων. Να τους μάθουμε δηλαδή τρόπους σκέψης, δρόμους ολοκλήρωσης, ήθος, να καλλιεργήσουμε την κριτική τους ικανότητα ή απλά να διδάξουμε δεξιότητες αρκούμενοι στη μετάδοση γνώσεων που θα εξυπηρετήσουν συγκεκριμένους και προσωρινούς σκοπούς;
Όμως οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν είναι εγκλωβισμένοι στο παρελθόν, ούτε αμέτοχοι. Αξιοποιώντας την εμπειρία των αγίων μας μπορούμε καλύτερα και εύστοχα να ερμηνεύουμε τα φαινόμενα που επιδρούν σήμερα στην καθημερινή μας ζωή και να θέτουμε προτάσεις στο διάλογο που πραγματοποιείται με ορίζοντα που διαπερνά το σήμερα.
Είναι αλήθεια ακόμα ότι αρκετοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τις συζητήσεις και τον προβληματισμό των ορθoδόξων χριστιανών, νομίζουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα αποστεωμένο σώμα το οποίο μονίμως κοιτά προς τα πίσω. Ένα σύνολο ανθρώπων που δεν ενδιαφέρεται για την αγωνία και τον πόνο των συνανθρώπων μας.
"Είναι αλήθεια ότι η κρίση που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας δεν είναι μόνο οικονομική. Δεν αφορά μόνο τη δική μας κοινωνία αλλά, όπως αποδεικνύεται, όλες τις δυτικές κοινωνίες. Δεν μας θέτει ένα μόνο ερώτημα αλλά πολλά, η απάντηση των οποίων απαιτεί μεγάλη ευθύνη από όλους μας.
Ο λόγος των Τριών Ιεραρχών
Ακολουθούμε σήμερα την πρόσφατη και καλή τοπική παράδοση που μας θέλει να τιμούμε κάθε χρόνο, με δημόσια γιορτή τη μνήμη των τριών Ιεραρχών.
Η παράδοση για την εκκλησία , αλλά και για ολόκληρο το λαό, όπως είναι γνωστό, αποτελεί πράξη αυτοσυνειδησίας. Δεν επιβεβαιώνει απλά ένα αξιακό-ηθικό σύστημα όπως αυτό καταγράφηκε στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα εισέρχεται δυναμικά στο παρόν και προσπαθεί να άρει το αβέβαιο.
Όταν το σύγχρονο ελληνικό κράτος αποφάσισε να καθιερώσει τη γιορτή αυτή, ως γιορτή των γραμμάτων, είχε υπόψη, προφανώς, την τιμή προς τα ιερά αυτά πρόσωπα και επιπρόσθετα την αξία της διδασκαλία τους.
Μια διδασκαλία που έχει ως κύριο εκφραστή και τη γλώσσα. Επειδή και οι ίδιοι διαθέτουν υψηλή παιδεία δεν αργούν να αντιληφθούν τη σημασία της γλωσσικής εκπαίδευσης για τον άνθρωπο και μάλιστα τον άνθρωπο που έχουν απέναντι τους. Όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο ακροατήριο, αλλά ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας και ιδιαίτερα τους νέο-εισελθόντες από τη τάξη των εθνικών χριστιανούς.
Μέσα από τα θεολογικά τους έργα αναδεικνύεται η διαρκής σπουδή για τη γλώσσα που αποτελεί φορέα νοήματος, ύψιστου θεολογικού νοήματος με όλες τις εμφανείς δυσκολίες του εγχειρήματος.
Όπως διακήρυξε και ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της γλώσσας του 20ου αι. ο Γερμανό-αυστριακός Ludwig Wittgenstein «τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του…. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις….για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς γι΄ αυτά πρέπει να σωπαίνει.»
Ο λόγος των τριών Ιεραρχών δεν είναι λόγος αμετροέπειας και ελευθεροστομίας, αλλά λόγος παρρησίας. Αυτός που μιλάει με παρρησία (παν ρήμα δηλ.) «συγκρούεται» κατ΄ ανάγκη με τις κυριαρχούσες αντιλήψεις, διακινδυνεύοντας συχνά πολύτιμα πράγματα για τη ζωή του. Ας θυμηθούμε, εδώ, το μαρτυρικό τέλος πολλών αγίων της Εκκλησίας μας και εν προκειμένω τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο που πέθανε στο δρόμο προς την εξορία. Ο θεολογικός τους λόγος δεν διανθίζεται με χαρακτηρισμούς προς πρόσωπα ή εμπρόσωπες καταστάσεις , τις οποίες και σέβονται και κατανοούν την αδυναμία. Ούτε από την άλλη πλευρά συνδέουν το πνεύμα τους με τον βιόκοσμο της καθημερινότητας που τόσο ταλαιπωρεί και εκχυδαϊζει τη γλώσσα.
Όταν χρειαστεί, βέβαια, η γλώσσα τους και θα κρίνει ή καλύτερα θα διακρίνει και θα στηλιτεύσει και τα ασήμαντα θα απορρίψει χωρίς σε καμιά περίπτωση να ισοπεδώσει τον άλλον. Ο εμπαθής λόγος, όπως όλοι αντιλαμβάνεστε, δεν ευδοκιμεί και δεν καρποφορεί στο διάλογο. Και οι τρεις Ιεράρχες διαλέγονται με τον κόσμο γνωρίζοντας ασφαλώς και το ζήτημα της πειθούς του λόγου. Οι ίδιοι δεν εμφανίζονται δια του θορύβου ούτε δια μέσω ενός ναρκισσισμού δηλ. μιας αυταρέσκειας που απλά θα υποδηλώσει την ρητορική δεινότητα. Ενώ και οι τρεις είχαν τις προϋποθέσεις να επιδείξουν τη ρητορική τους ικανότητα εξαιτίας των σπουδών τους και στη ρητορική-ιδιαίτερα ο ιερός Χρυσόστομος- παρ΄ όλα αυτά και αυτή η ιδιότητά τους εξυπηρετεί άλλο σκοπό: την αφοσίωση στην ιερότητα του Ευαγγελικού λόγου. Αυτή η προσήλωση επισωρεύει στο λόγο τους φώτιση-με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος- φρόνηση, ανεκτικότητα, μέγιστη αυτογνωσία και επίγνωση της ανθρώπινης ψυχής.
Σε αντίθεση με τους σύγχρονους πνευματικούς ταγούς δεν διακρίνονται από έπαρση κα αλαζονεία , αλλά γνωρίζουν, ως εργάτες και διάκονοι της Εκκλησίας, ότι για να είναι αποτελεσματικοί πρέπει να δουλεύουν αθόρυβα και μεθοδικά και να μετατρέπουν τη θεολογική τους σοφία σε βιωμένη πράξη.
Οι τρεις Άγιοι Πατέρες δεν ασπάζονται την αρχή «πολλά λόγια- λίγα ή καθόλου έργα» , μιαν αρχή που εμείς οι νεοέλληνες αρκετές φορές την αναγάγαμε σε αξιακό πρότυπο και δημιουργήσαμε αυτή τη θλιβερή σύγχρονη πραγματικότητα στην πατρίδα μας.
Ως Ιεράρχες εμφανίζονται ηγέτες της δράσης , επιλύουν προβλήματα , δεν σχολιάζουν την πραγματικότητα. Συμμετέχουν διαμορφώνοντας τις κοινωνικές συνθήκες με νέες αντιλήψεις για τη ζωή, οι οποίες πηγάζουν από το λόγο του Ευαγγελίου και δεν είναι λίγες οι φορές που ο πατερικός λόγος γίνεται ανατρεπτικός και επαναστατικός έναντι της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Ο λόγος δηλ. δεν κοινωνεί δια της σοφιστείας και της δημαγωγίας για να ικανοποιήσει το θυμικό και του εαυτού τους και του ακροατηρίου. Όταν απέναντι βρίσκεται η αίρεση και η κακοδοξία εκεί ο λόγος θα γίνει αντιρρητικός με όλη τη σημασία της λέξης. Όταν , επίσης, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την αλαζονεία της κοσμικής και πολιτικής εξουσίας δεν υποχωρεί ατάκτως. Ο καιροσκοπισμός για να κερδίσει κανείς αξιώματα και θέσεις και να καταπιεί αργότερα αδιαμαρτύρητα τα όποια ανομήματα δεν αποτελεί στοιχείο συμπεριφοράς των αγίων. Γνωστή σε όλους η σφοδρή κριτική του Μ. Βασιλείου εναντίον των ιδεών του αυτοκράτορα Ουάλη, γνωστή η παραίτηση του Γρηγορίου από τον πατριαρχικό θρόνο Κων/πολης χάριν της ειρήνευσης του λαού, πασίγνωστη η καταπολέμηση των αντιλήψεων περί πλούτου από τον Ιωάννη.
Η αλήθεια ως μέγα φιλοσοφικό ζήτημα από την εποχή του Αριστοτέλη που μίλησε για την αντιστοιχία νοήματος και πράγματος, αλλά και ως πρόβλημα ερμηνείας μεταξύ νοήματος και ονόματος απασχολεί έντονα τον πατερικό λόγο και οι απαντήσεις που δίνονται έχουν να κάνουν περισσότερο με τη ζώσα εμπειρία και αλήθεια της καθολικής Εκκλησίας παρά με επιστημονικά κριτήρια της μετα-διαφωτιστικής εποχής. Όπως όλοι κατανοείτε η αλήθεια ενός λόγου δεν εξαρτάται μόνο από το περιεχόμενό του, αλλά και από την «πίστη» δηλ. την εμπιστοσύνη που χαίρει ο ομιλητής. Μόνον όταν ο ομιλητής είναι φορέας μιας αυθεντικής, γνήσιας ιδέας υπάρχει η ευγενής πιθανότητα ο λαός να εμπιστευτεί τα λόγια του. Ο λαός , το ποίμνιο τούς αποδέχεται και τούς εμπιστεύεται επειδή γνωρίζει ότι ο λόγος της αγάπης τούς διακατέχει. Οι ίδιοι εκτός του λόγου, διακονούν και την τράπεζα, τα κοινωνικά προβλήματα, τον ανθρώπινο πόνο, τα γηρατειά και ό τι έχει να κάνει με την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ισχυρίζονται πολλοί σήμερα ότι η γλώσσα πρέπει να έχει επικοινωνιακό γόητρο για να πείθει. Ακούγεται ορθή αυτή η θέση στη «γλώσσα» της εικόνας και του θεάματος, όπου επικοινωνία σημαίνει κατά κόρον διαφήμιση προϊόντων και ιδεών, πολιτικάντικος λόγος και οικτρή δημαγωγία. Έρχεται , έτσι, στην επιφάνεια το ενστικτώδες υπόβαθρο μιας λαϊκής μάζας που καταστρέφει ό τι πιο πολύτιμο μπορεί να διαθέτει μια κοινωνία: το προσήκον ήθος. Ένα ήθος που ταιριάζει στον άνθρωπο που αγωνίζεται για την εύρεση της αλήθειας, που τολμά και είναι έτοιμος να κοινωνήσει τις ιδέες του ακόμη και με το αντίπαλο δέος. Ποτέ δεν φοβήθηκαν οι Πατέρες την αντιπαράθεση, δεν ενήργησαν με φοβικά σύνδρομα ότι δήθεν κινδυνεύει η αλήθεια και η παράδοση. Έμεινε στερεός ο λόγος στην πίστη, αλλά ταυτόχρονα συνομίλησε και με τον άλλον , τον εθνικό, τον ειδωλολάτρη, τον ξένο. Είναι και οι τρεις δεινοί συγγραφείς, αφήνουν έργα δογματικά, ασκητικά, «απολογητικά» «παιδαγωγικά» και ο τιδήποτε μετέχει της αυθεντικής σχέσης του ανθρώπου προς το Θεό. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο μεγάλος έλληνας γλωσσολόγος,ο καθηγητής Μπαμπινιώτης , οι τρεις Ιεράρχες ενώ θα μπορούσαν να γράψουν στη δημοτική της εποχής, στην κοινή επονομαζόμενη ελληνική, επιλέγουν να κάνουν χρήση της αττικιστικής διαλέκτου, της γλώσσας δηλ. των λογίων. Γιατί άραγε; Απλά για το διάλογο. Το μέγα αυτό ζήτημα, του τρόπου που εμφανίζεται ο θεολογικός λόγος στον κόσμο είτε ως δογματική, είτε ως «απολογητική», είτε ως λειτουργική, είτε, τέλος, ως καθημερινή γλώσσα ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα από τα κύρια ζητήματα που καλείται να αναμετρηθεί .
Tο ήθος της γλώσσας των τριών Ιεραρχών δεν προκύπτει από μια θεωρητική –φιλοσοφική ενασχόληση με τη γλώσσα˙ δεν είναι, επίσης, ηθικολογία που δυστυχώς εμφανίζεται και σε θρησκευτικούς κύκλους με τη γλώσσα του καθωσπρεπισμού και του άκρατου συντηρητισμού.
Το ήθος της γλώσσας έχει ευθεία αναφορά στη σχέση του ανθρώπου με το υπαρξιακό γεγονός της πίστεως και δεν εκφέρεται με μια μονομέρεια που ορίζουν οι κοινωνικές συνθήκες και οι οποίες κατ΄ ανάγκη διαφοροποιούνται στον ιστορικό χρόνο.
Ο χριστιανός δηλ. δεν καταφεύγει στην «ηθική γλώσσα» για να βελτιώσει τον χαρακτήρα του και τη συμπεριφορά του, για να φανεί προς τον έξω κόσμο συμβατός και χρήσιμος. Το ήθος της γλώσσας προϋποθέτει ένα αληθινό ερώτημα: αν το νόημα των λέξεων ανταποκρίνεται δυναμικά στην αλήθεια της υπάρξεως, στην αυθεντικότητα του ανθρώπου ή απλά είναι μέτρο αξιολόγησης μιας αντικειμενικής συμπεριφοράς. Οι Πατέρες απαντούν με σαφήνεια: το ήθος της γλώσσας σχετίζεται με το σωτηριολογικό γεγονός. Να σωθεί ο άνθρωπος από τη φθορά και το μηδέν, την ανυπαρξία και φυσικά όχι με λεκτικό τρόπο.
Όπλα του χριστιανού σ αυτό το δρόμο της παρηγορίας, του χριστιανού που αγωνιά και αγωνίζεται είναι ο λόγος ως προσευχή και σιωπή.
Επειδή η προσευχή και η σιωπή αγιοποιούν τον λόγο, την επικοινωνία με τα Θεό, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε και κάτι ακόμη: η προσευχή είναι στη ουσία της εξάρτηση από το μέγα Συ με στοιχεία απόλυτης αξίωσης. Εκεί που ο ανθρώπινος λόγος βλέπει την αλήθεια ενώπιος ενωπίω. Εξαρτούμε δηλ την ύπαρξή μας από το απόλυτο και ο λόγος υποτάσσεται σ΄ αυτή την προοπτική. Δεν μιλάμε κατ΄ ανάγκη για την άσκηση του μοναχικού βίου, αλλά για τον οποιαδήποτε έκφανση της ζωής που ακουμπά και ψηλαφίζει την αλήθεια.
Η σιωπή από την άλλη, είναι, όπως συνηθίζεται να λέγεται, η έλλογη απουσία λόγου, γιατί υπάρχει κάτι, που ψυχή κρίνει ότι προσφέρεται εσωτερικά για ανώτερη, βαθύτερη θέαση και επεξεργασία. « Ώ ψυχή, τ’ αληθινό τραγούδι, που δεν το πα, κάνε το μια προσευχή και λάτρευε και σιώπα» γράφει σ΄ ένα ποίημά του Ο Κ. Παλαμάς δείχνοντας, έτσι τη δύναμη και αυτού του λόγου.
Μόνο θλίψη μπορεί να αισθάνεται κανείς σήμερα ακούγοντας τόσα λόγια, διαβάζοντας τόσα κείμενα και αντί ο λόγος να λειτουργεί λυτρωτικά, κατάντησε όργανο μιας άνυδρης αντιπαράθεσης καταδεφίζοντας συγχρόνως και τη διαλεκτική που γεννήθηκε σ΄ αυτόν τον τόπο. Δεν χρειάζεται να κουραστεί κανείς για να διαπιστώσει πόσο κακό κάνουν στη ζωή η λεκτική επίθεση και βία , η ύβρη, η ξύλινη γλώσσα, η γλώσσα του φανατισμού της μισαλλοδοξίας κά.
Η γλώσσα των Πατέρων υπήρξε ερωτική προς τη ζωή διότι πρωτίστως υπήρξε ερωτική προς το Θεό. Γλώσσα δηλ που κοινωνεί και συναρπάζει. Η γλώσσα δεν επιτελεί ανεξάρτητη, αυτόνομη λειτουργία ενός μέρους του ανθρώπινου προσώπου για επικοινωνιακούς και μόνο σκοπούς. Οφείλει να είναι φορέας της αλήθειας καθόσον το ίδιο το πρόσωπο με όλες τις δυνάμεις αγωνίζεται για να μετάσχει στο «είναι» άλλοτε με επιτυχία (αλήθεια) και άλλοτε με κραυγαλέα αποτυχία(ψεύδος).
Όσοι συνάθρωποί μας έχουν την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής θα αντιλαμβάνονται με ευκολία για ποιο λόγο η γλώσσα της λατρείας με τη μουσικότητά της αποπνέει ευ-λογία. Είναι αίνος προς το Θεό και όχι λόγος του συμφέροντος και του αιτήματος. Ο λόγος του συμφέροντος κρύβει μια άλλη λογική, υπηρετεί την αλήθεια της ατομικής στιγμής και δεν ενδιαφέρεται για την κοινοτική αλήθεια της ζωής. Μόνο που η δεύτερη προϊόντος του χρόνου αναιρεί την πρώτη και αποκαλύπτει σε όλο του το μεγαλείο το μέγεθος του ψεύδους και την τρομακτική κατάρρευσή του. Ο αυθεντικός θεολογικός λόγος υποδέχεται μα καλοσύνη την κριτική, την έρευνα, τα τεκμηριωμένα επιστημονικά αποτελέσματα, την τεχνολογία εφόσον όλα αυτά, βέβαια, προάγουν την αληθινή ζωή. Το να εμφανίζονται σήμερα θεολογούντες με φοβικές αντιλήψεις έναντι κάθε προσπάθειας του ανθρώπου να ξεπεράσει ό, τι αρνείται τη ζωή, αποτελεί αντι-πατερικό και θα τολμούσα να πω αντι-εκκλησιαστικό γεγονός.
Κλείνοντας οφείλουμε να αναφέρουμε το πιο σημαντικό για το λόγο των τριών Μεγάλων Πατέρων: πέραν του γεγονότος ότι ο λόγος τους είναι ορθόδοξος, είναι ταυτόχρονα λόγος της αγάπης και της σωτηρίας , που προσφέρεται από τον Κύριο, μη το ξεχνάμε αυτό, χωρίς εξαιρέσεις , χωρίς προσωποληψίες, χωρίς διακρίσεις εθνικές , γλωσσικές, φυλετικές κά
Ο λόγος της αγάπης γεννά την ανεκτικότητα, την υπομονή, τη συγγνώμη, αλλά και το χρέος της διάκρισης όπως τόσο εύστοχα το όρισε ο Μ. Βασίλειος: να διακρίνουμε το αληθές από το ψευδές , το γνήσιο από το απόκρυφο. Μια διάκριση που εμπεριέχει και την κρίση και τα κριτήρια.
Ας αναλογιζόμαστε κάθε φορά που σκεπτόμαστε και ενεργούμε σε ποια κριτήρια βασίζεται η σκέψη μας και ποια είναι τα κίνητρα των πράξεων μας. Κάπου εκεί στο βάθος θα ανακαλύψουμε και το μέγα ζητούμενο: την αλήθεια των πραγμάτων , την αληθή συνεννόηση κα την ουσιαστική θεολογία.
Και κάτι τελευταίο. Το μυστήριο του Θεού και η μυστηριακή πραγματικότητα της Εκκλησίας ξεπερνούν και τα όρια της νόησής μας και τα όρια της γλώσσας μας. Το γνωρίζουν καλά αυτό οι Πατέρες. Δική μας είναι η αδυναμία. Παρ΄ όλη την αδυναμία, όμως, διαθέτουμε λόγο. Ο λόγος εξάλλου είναι και η ποιητική αιτία της ύπαρξής μας. Εν αρχή ήν ο Λόγος , λοιπόν. Και προσοχή! Τους Αγίους δεν τους λατρεύουμε, τους προσκυνούμε τιμητικά!
Ο καλός δάσκαλος κατά το Χρυσόστομο
Ο καλός δάσκαλος κατά το Χρυσόστομο εμπνέει, προσελκύει και πείθει, (MG. 57327 ) Δεν είναι εγωιστής ούτε αλαζόνας, δε διακρίνεται για το εξουσιαστικό του ύφος, έχει πνεύμα μαθητείας, δεν περιαυτολογεί. Είναι ταπεινός έχοντας συναίσθηση των ατελειών και αδυναμιών του. Γνωρίζει καλά «ότι η επιείκεια είναι πιο δυνατή από τη βία», (MG. 57,61 ).
Ο παιδαγωγός πρέπει να επιδεικνύει δημοκρατικό πνεύμα και να σέβεται τη γνώμη των μαθητών του, ( MG. 60,35-36 ). Απέναντι τους να είναι απλός, ειλικρινής, απονήρευτος, άδολος. Να αποφεύγει την ειρωνεία και την υποκρισία. (MG. 61,404-406 ). Οι δάσκαλοι κατά τον Άγιο Πατέρα δεν πρέπει να είναι φορτικοί και πιεστικοί αλλά φιλόστοργοι. (MG. 62,402-403 ). Οφείλουν να υπερβάλλουν σε φιλοστοργία τους φυσικούς πατέρες. «Ο λόγος (του δασκάλου)», λέει ο Χρυσόστομος πρέπει να είναι «λόγος ανθρώπου που διδάσκει μάλλον παρά ελέγχει, που παιδαγωγεί παρά τιμωρεί, που βάζει τάξη παρά που διαπομπεύει, που διορθώνει παρά που επεμβαίνει στη ζωή του άλλου (του μαθητού)», (MG. 61 593-594).
Τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι: η αγάπη, η ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού μαθητή είναι μια σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής. Η εξουσιαστικότητα και ο δογματισμός όχι μόνο δείχνουν έλλειψη αγάπης, (M.G. 62,404), αλλά και δε φέρνουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πρώτιστα να σέβεται το δώρο της ελευθερίας που χάρισε ο δημιουργός στα παιδιά και
να μη φυλακίζει τις ανησυχίες τους, αλλά να ανοίγει δρόμους.
ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
Παράτολμο το εγχείρημα ν' αρθρώσεις λόγο κοσμικό για τους Αγίους μας, σ' αυτό το χώρο, σ' αυτό το χρόνο και μ' αυτήν την ιδιότητα. Το να σε αποκαλούν «θεολόγο» είναι ευλογία και προνόμιο. Μα ένα προνόμιο βαρύ, ένας Σταυρός προς το Γολγοθά, που φορές – φορές σε γονατίζει και φορές σε λυτρώνει...
Η Εκκλησία μας γιορτάζει σήμερα τους Τρεις Ιεράρχες και Οικουμενικούς Διδασκάλους του 4ου αιώνα: Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ενός αιώνα πολυτάραχου, μα που υπήρξε σταθμός για τα εκκλησιαστικά μας γράμματα.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει σήμερα τους Τρεις Ιεράρχες και Οικουμενικούς Διδασκάλους του 4ου αιώνα: Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ενός αιώνα πολυτάραχου, μα που υπήρξε σταθμός για τα εκκλησιαστικά μας γράμματα.
Η χριστιανική γιορτή στην παράδοσή μας είναι μέρα χαράς. Για τη ζώσα Εκκλησία που θριαμβεύει. Και όλοι εμείς, στο μέτρο που ο καθένας μας ζει και αναπνέει μέσα στην Εκκλησία ή έξω απ' αυτήν, είμαστε μέτοχοι ή τραγικοί θεατές σ' αυτή τη γιορτή και σε κάθε γιορτή.
Καλούνται σήμερα στο κοινό τραπέζι μαζί με τους δασκάλους, οι άρχοντες και προϋπόθεση να μετάσχουν ως «συνεπιτελούντες» και όχι «παρακολουθούντες» είναι να αφουγκραστούν το λόγο του Χρυσοστόμου που λέει: «ο άρχοντας δεν πρέπει να υπερέχει απ' τους αρχόμενους στις τιμές αλλά στις αρετές...»
Σπουδαστές ακόμα και οι τρεις φαίνεται να μην μπορούν να συμβιβαστούν με μετριότητες. Αποκτούν μόρφωση πλατιά κοντά σε σοφούς δασκάλους. Στοχάζονται, αναλύουν και αγωνίζονται για μία καθολική αλλαγή των ανθρωπίνων πραγμάτων με προοπτική το ευαγγελικό ιδανικό. Πριν γίνουν εξωτερικά μάρτυρες της αλήθειας αγωνίστηκαν εσωτερικά. Πέρασαν περίοδο ασκητικής ετοιμασίας για την απελευθέρωσή τους από την δύναμη των ανθρώπινων παθών, για την «καλήν αλλοίωσιν» ώστε αργότερα να μπορούν να ζήσουν και να δράσουν με εσωτερική ελευθερία.
Και μεστώνει γρήγορα το πνεύμα, κι ετοιμάζει τις μεγάλες εξορμήσεις για το γκρέμισμα των γηρασμένων ιδεών, για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Κι ατσαλώνονται οι ψυχές για να βαστάξουν τον αβάσταχτο κατατρεγμό που τους προσμένει μα και να πετύχουν μια αρμονική σύνθεση αρχαιοελληνικής οικουμενικής σκέψης και χριστιανικού πνεύματος, να διασώσουν το ελληνικό στοιχείο σμιλεύοντάς το με την χριστιανική πίστη, ώστε να θεωρούνται προστάτες της Ελληνικής Παιδείας και των γραμμάτων.
Από κάθε φρόνιμο άνθρωπο ομολογείται, γράφει ο Ναζιανζηνός, που η υψηλή ποιητική του έμπνευση συναγωνίζεται τη φιλοσοφική βαθύνοιά του, ότι πρώτο και μεγάλο αγαθό είναι η παιδεία. Αντιμετωπίζει και την θύραθεν παιδεία με σεβασμό μα και με κριτικό νου. « Των εθνικών σοφών αποδεχόμαστε την έρευνα και θεωρία, απορρίπτουμε μόνο ό,τι οδηγεί στο πονηρό.» Και ο Μέγας Βασίλειος συνθέτει λόγο «προς τους νέους» όπου τους επισημαίνει τις ωφέλειες που αποκομίζει κανείς απ' την ελληνική σοφία, αρκεί όπως οι μέλισσες να κάνει επιλογή του καλού υλικού. Πολύτιμα τα διδάγματά τους σε θέματα παιδαγωγικής, που τίποτα δεν ήρθαν να προσθέσουν οι νεότεροι. Τους απασχολεί ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του δασκάλου. Σημειώνουν ότι ο δάσκαλος οφείλει να έχει επιστημονικό οπλισμό και ηθική ακεραιότητα. Κι η διδασκαλία του να κατεβαίνει στην ψυχή του παιδιού σαν σιγαλή βροχή και να γλιστράει ως τα βάθη, εξασφαλίζοντας καρποφορία.
Μα δε μένουν στη συγγραφή και τη διατύπωση κανόνων. Σπεύδουν να στρατευτούν οπουδήποτε για τις ανάγκες του λαού. Τους γοητεύει όμως και η ζωή των ασκητών, μια φωνή τους καλεί σε δρόμους δύσκολους, δρόμους πνευματικούς. Μια ευγενική ταλάντευση χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή τους και της δίνει ένα τόνο δραματικό! Τελικά πραγματοποιούν μια ωραία σύνθεση θεωρίας και πράξης, στοχασμού και δράσης, αναχωρητισμού και δυναμικής παρουσίας στον κόσμο.
Μπροστά στα ιερατικά αξιώματα στέκονται με δέος και ευθύνη. Ο Βασίλειος, επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος στη Ναζιανζό και την Κωνσταντινούπολη κι ο ιερός Χρυσόστομος μετά την θητεία του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια αναλαμβάνει με δέος τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κων/πολης κι ο καθένας δίνει αγώνα θαρραλέο κατά του πνεύματος της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας.
Υπέρμαχος της Ορθοδοξίας ο Βασίλειος πολέμησε τις κακοδοξίες των αιρετικών και περιφρόνησε τις απειλές του αυτοκράτορα που ήθελε να τον ελκύσει στο αρειανό δόγμα. Είναι γνωστή η περήφανη απάντησή του προς τον απεσταλμένο του Ουάλεντα Μόδεστο: «Δεν με πτοούν οι απειλές σας. Τη δήμευση της περιουσίας δεν τη φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτ' άλλο παρεκτός απ' το τριμμένο μου ράσο. Στον καιρό του φοβερού λοιμού ιδρύει το περίφημο πτωχοκομείο και νοσοκομείο στην Καισάρεια, ολάκερο συγκρότημα από οικοδομές μέσα στην πόλη όπου οι κατατρεγμένοι του κόσμου έβρισκαν στέγη, τροφή, περίθαλψη, παρηγοριά. Ο θεσμός της κοινωνικής πρόνοιας που σήμερα αποτελεί αφορμή για καύχηση των πολιτισμένων χωρών, είχε με τον Μέγα Βασίλειο το πρώτο επίσημο φανέρωμα του στον κόσμο.
Κι ο Ιερός Χρυσόστομος στη Βασιλεύουσα γίνεται αληθινός πατέρας για το ποίμνιό του. Επιβάλλει αυστηρή οικονομία στα έξοδα της αρχιεπισκοπής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των φτωχών. Πνεύμα ασκητικό ο ίδιος, στηλιτεύει άφοβα τους βαλαντιοσκόπους, τους αυλοκόλακες και τους εμπόρους των οσίων και των ιερών με τον καυστικό του λόγο: «...εκκαθαρίσατε την Εκκλησίαν από αναξίους κληρικούς...». Και βλέποντας το πνεύμα μάταιης επίδειξης πλούτου να έχει εισχωρήσει και μέσα στην Εκκλησία κραυγάζει: «χρυσοχοείο και αργυροκοπείο είναι η Εκκλησία ή εργαστήριο αγιότητας;» Γι αυτό συνασπίστηκαν εναντίον του όλοι όσων άνομα συμφέροντα εβλάπτονταν.
Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του ειρηνοποιού Γρηγορίου, όταν ορισμένοι επίσκοποι αμφισβήτησαν την εκλογή του στον Οικουμενικό θρόνο. «Αν, είπε στους συνοδικούς επισκόπους, εγώ είμαι η αιτία των μεταξύ σας διαφωνιών, ρίξτε με στη θάλασσα και θα πάψει η τρικυμία των ταραχών. Δέχομαι να πάθω ο,τιδήποτε θελήσετε, αν και αθώος, για τη δική σας ομόνοια...»
Ο λόγος τους γίνεται πύρινος όταν αγγίζουν τα θέματα της πλεονεξίας και της κοινωνικής αδικίας που δεσπόζουν στην εποχή τους και μάλιστα καταξιωμένα από ήθη, νόμους και νοοτροπία. Ο Μ. Βασίλειος ανεπιφύλακτα καθορίζει την αρχή ότι ο πλούτος είναι αντιστρόφως ανάλογος της αγάπης «οσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη» Αποκαλεί «λωποδύτην» όχι μόνον αυτόν που απογυμνώνει κάποιον αλλά κι αυτόν που ενώ μπορεί να του προσφέρει ενδύματα , δεν το πράττει. « Ώστε τοσούτους αδικείς , όσοις παρέχειν ηδύνασο» Το «εμόν και το σον» χαρακτηρίζεται από το Χρυσόστομο «ψυχρόν ρήμα και μυρίους πολέμους εισαγαγόν». Οι τρεις Ιεράρχες δεν περιορίζονται να στηλιτεύουν μόνο την αδικία, θεωρούν παράβαση και το «ακοινώνητον», την παράλειψη της προσφοράς στους έχοντες ανάγκη.
Μοιάζει συχνά να περνάει απαρατήρητη κι από την ίδια την Εκκλησία η επιμονή των Πατέρων στην ισότητα των ανθρώπων, την «ομοτιμία» και την «ισοτιμία» τους. Τις κλασσικές αντιθέσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους «δουλεία-ελευθερία», «πενία-πλούτο», ο Γρηγόριος ονομάζει «αρρωστήματα», «επινοήματα κακίας», που «εισήλθε τω γένει των ανθρώπων». Θεωρεί δε άνισον και «ανώμαλον» τον νόμο που είναι επιεικής στις συζυγικές παρεκτροπές των ανδρών, ενώ γίνεται αυστηρότερος σε αυτές των γυναικών. « Ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία» και ανατρέχοντας στους θησαυρούς του Ευαγγελίου επισφραγίζει «εις ποιητής ανδρός και γυναικός, εις χους αμφότεροι, εικών μία, νόμος εις, Ανάστασις μία».
Ιδιαίτερη επίσης είναι η ευαισθησία τους προς τον κόσμο της δημιουργίας. Έβλεπαν τη φύση σαν ανάκτορο της σοφίας του Θεού, στον άγριο συναγωνισμό των στοιχείων , στο ήρεμο ξετύλιγμα της ζωής, έβλεπαν να αποκαλύπτεται το θεϊκό μεγαλείο. Και σαν απάντηση στην απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσης και την περιφρόνηση της Βίβλου εν ονόματι μίας κούφιας επιστημοσύνης ο Βασίλειος λέει στην Εξαήμερο πως « Δεν μειώνεται ο θαυμασμός μας για το έργα του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε ένα από τα θαυμαστά έργα. Παρέλειψε η Γραφή να μας το πει για να γυμνάσει το μυαλό μας.»
Άνθρωποι θεόπνευστοι, βαθυστόχαστοι οραματιστές μίας ωραίας και πλούσιας χριστιανικής ζωής, οι τρείς ιεράρχες υπήρξαν παράδειγμα εφηρμοσμένου Χριστιανισμού. Οι οικουμενικοί διδάσκαλοι, οι γνήσιοι εκφραστές του πνεύματος της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας που ο ιερέας ήταν ο « πατέρας». Δραματικά επίκαιρη η αναφορά των Πατέρων στη ζωή μας. Είναι πολύ κουρασμένος ο σημερινός άνθρωπος, σχεδόν απελπισμένος. Περίσσεψε η αυστηρή κριτική για τα αμαρτήματά του, χρειάζεται την αγκαλιά της Εκκλησίας, το γλυκό της λόγο.
Αλήθεια, ποια μέσα μαζικής ενημέρωσης θα προβάλουν σήμερα, ημέρα γιορτής των Ιεραρχών, κάτι για τη ζωή τους, τη σημασία της παρουσίας τους στην ιστορία των ανθρώπων; Ποια κοινωνία θ' απασχολήσουν, με ποια παιδεία;
Γι' αυτό κλείνουμε αυτή τη μέρα τα σχολειά και τα πανεπιστήμια και ψελλίζουμε αμήχανα πως γιορτάζει η Παιδεία, ενώ όλοι ξέρουμε πως αιμορραγεί. Τα παιδιά μας βγαίνουν στους δρόμους, γράφουν συνθήματα, γιατί αρνούνται να κτίζουν πύργους σε κινούμενη άμμο...Σαν δάσκαλοι εκπέμπουμε ένα σήμα. Όχι βέβαια προς το κράτος-όταν αυτό αρνείται πεισματικά την παράδοσή του-με ηγέτες που για το Χριστιανισμό ίσως γνωρίζουν μόνο όσα έμαθαν στα σχολικά τους εγχειρίδια και κάτω απ' τον παραμορφωτικό φακό του Προτεσταντισμού, μα προς την Εκκλησία.Την Εκκλησία που βάλλεται από παντού, την Εκκλησία που συχνά παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως νομοκανονική υπόθεση, που αποστολή έχει να πορεύεται στον κόσμο για να τον εκκλησιοποιεί, την Εκκλησία των σκανδάλων και των Αγίων...
Και μεστώνει γρήγορα το πνεύμα, κι ετοιμάζει τις μεγάλες εξορμήσεις για το γκρέμισμα των γηρασμένων ιδεών, για την καταπολέμηση των αιρέσεων. Κι ατσαλώνονται οι ψυχές για να βαστάξουν τον αβάσταχτο κατατρεγμό που τους προσμένει μα και να πετύχουν μια αρμονική σύνθεση αρχαιοελληνικής οικουμενικής σκέψης και χριστιανικού πνεύματος, να διασώσουν το ελληνικό στοιχείο σμιλεύοντάς το με την χριστιανική πίστη, ώστε να θεωρούνται προστάτες της Ελληνικής Παιδείας και των γραμμάτων.
Από κάθε φρόνιμο άνθρωπο ομολογείται, γράφει ο Ναζιανζηνός, που η υψηλή ποιητική του έμπνευση συναγωνίζεται τη φιλοσοφική βαθύνοιά του, ότι πρώτο και μεγάλο αγαθό είναι η παιδεία. Αντιμετωπίζει και την θύραθεν παιδεία με σεβασμό μα και με κριτικό νου. « Των εθνικών σοφών αποδεχόμαστε την έρευνα και θεωρία, απορρίπτουμε μόνο ό,τι οδηγεί στο πονηρό.» Και ο Μέγας Βασίλειος συνθέτει λόγο «προς τους νέους» όπου τους επισημαίνει τις ωφέλειες που αποκομίζει κανείς απ' την ελληνική σοφία, αρκεί όπως οι μέλισσες να κάνει επιλογή του καλού υλικού. Πολύτιμα τα διδάγματά τους σε θέματα παιδαγωγικής, που τίποτα δεν ήρθαν να προσθέσουν οι νεότεροι. Τους απασχολεί ο σκοπός της αγωγής, η προσωπικότητα του δασκάλου. Σημειώνουν ότι ο δάσκαλος οφείλει να έχει επιστημονικό οπλισμό και ηθική ακεραιότητα. Κι η διδασκαλία του να κατεβαίνει στην ψυχή του παιδιού σαν σιγαλή βροχή και να γλιστράει ως τα βάθη, εξασφαλίζοντας καρποφορία.
Μα δε μένουν στη συγγραφή και τη διατύπωση κανόνων. Σπεύδουν να στρατευτούν οπουδήποτε για τις ανάγκες του λαού. Τους γοητεύει όμως και η ζωή των ασκητών, μια φωνή τους καλεί σε δρόμους δύσκολους, δρόμους πνευματικούς. Μια ευγενική ταλάντευση χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή τους και της δίνει ένα τόνο δραματικό! Τελικά πραγματοποιούν μια ωραία σύνθεση θεωρίας και πράξης, στοχασμού και δράσης, αναχωρητισμού και δυναμικής παρουσίας στον κόσμο.
Μπροστά στα ιερατικά αξιώματα στέκονται με δέος και ευθύνη. Ο Βασίλειος, επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Γρηγόριος στη Ναζιανζό και την Κωνσταντινούπολη κι ο ιερός Χρυσόστομος μετά την θητεία του ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια αναλαμβάνει με δέος τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κων/πολης κι ο καθένας δίνει αγώνα θαρραλέο κατά του πνεύματος της εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας.
Υπέρμαχος της Ορθοδοξίας ο Βασίλειος πολέμησε τις κακοδοξίες των αιρετικών και περιφρόνησε τις απειλές του αυτοκράτορα που ήθελε να τον ελκύσει στο αρειανό δόγμα. Είναι γνωστή η περήφανη απάντησή του προς τον απεσταλμένο του Ουάλεντα Μόδεστο: «Δεν με πτοούν οι απειλές σας. Τη δήμευση της περιουσίας δεν τη φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτ' άλλο παρεκτός απ' το τριμμένο μου ράσο. Στον καιρό του φοβερού λοιμού ιδρύει το περίφημο πτωχοκομείο και νοσοκομείο στην Καισάρεια, ολάκερο συγκρότημα από οικοδομές μέσα στην πόλη όπου οι κατατρεγμένοι του κόσμου έβρισκαν στέγη, τροφή, περίθαλψη, παρηγοριά. Ο θεσμός της κοινωνικής πρόνοιας που σήμερα αποτελεί αφορμή για καύχηση των πολιτισμένων χωρών, είχε με τον Μέγα Βασίλειο το πρώτο επίσημο φανέρωμα του στον κόσμο.
Κι ο Ιερός Χρυσόστομος στη Βασιλεύουσα γίνεται αληθινός πατέρας για το ποίμνιό του. Επιβάλλει αυστηρή οικονομία στα έξοδα της αρχιεπισκοπής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των φτωχών. Πνεύμα ασκητικό ο ίδιος, στηλιτεύει άφοβα τους βαλαντιοσκόπους, τους αυλοκόλακες και τους εμπόρους των οσίων και των ιερών με τον καυστικό του λόγο: «...εκκαθαρίσατε την Εκκλησίαν από αναξίους κληρικούς...». Και βλέποντας το πνεύμα μάταιης επίδειξης πλούτου να έχει εισχωρήσει και μέσα στην Εκκλησία κραυγάζει: «χρυσοχοείο και αργυροκοπείο είναι η Εκκλησία ή εργαστήριο αγιότητας;» Γι αυτό συνασπίστηκαν εναντίον του όλοι όσων άνομα συμφέροντα εβλάπτονταν.
Αξιοσημείωτη είναι και η στάση του ειρηνοποιού Γρηγορίου, όταν ορισμένοι επίσκοποι αμφισβήτησαν την εκλογή του στον Οικουμενικό θρόνο. «Αν, είπε στους συνοδικούς επισκόπους, εγώ είμαι η αιτία των μεταξύ σας διαφωνιών, ρίξτε με στη θάλασσα και θα πάψει η τρικυμία των ταραχών. Δέχομαι να πάθω ο,τιδήποτε θελήσετε, αν και αθώος, για τη δική σας ομόνοια...»
Ο λόγος τους γίνεται πύρινος όταν αγγίζουν τα θέματα της πλεονεξίας και της κοινωνικής αδικίας που δεσπόζουν στην εποχή τους και μάλιστα καταξιωμένα από ήθη, νόμους και νοοτροπία. Ο Μ. Βασίλειος ανεπιφύλακτα καθορίζει την αρχή ότι ο πλούτος είναι αντιστρόφως ανάλογος της αγάπης «οσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη» Αποκαλεί «λωποδύτην» όχι μόνον αυτόν που απογυμνώνει κάποιον αλλά κι αυτόν που ενώ μπορεί να του προσφέρει ενδύματα , δεν το πράττει. « Ώστε τοσούτους αδικείς , όσοις παρέχειν ηδύνασο» Το «εμόν και το σον» χαρακτηρίζεται από το Χρυσόστομο «ψυχρόν ρήμα και μυρίους πολέμους εισαγαγόν». Οι τρεις Ιεράρχες δεν περιορίζονται να στηλιτεύουν μόνο την αδικία, θεωρούν παράβαση και το «ακοινώνητον», την παράλειψη της προσφοράς στους έχοντες ανάγκη.
Μοιάζει συχνά να περνάει απαρατήρητη κι από την ίδια την Εκκλησία η επιμονή των Πατέρων στην ισότητα των ανθρώπων, την «ομοτιμία» και την «ισοτιμία» τους. Τις κλασσικές αντιθέσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους «δουλεία-ελευθερία», «πενία-πλούτο», ο Γρηγόριος ονομάζει «αρρωστήματα», «επινοήματα κακίας», που «εισήλθε τω γένει των ανθρώπων». Θεωρεί δε άνισον και «ανώμαλον» τον νόμο που είναι επιεικής στις συζυγικές παρεκτροπές των ανδρών, ενώ γίνεται αυστηρότερος σε αυτές των γυναικών. « Ου δέχομαι ταύτην την νομοθεσίαν, ουκ επαινώ την συνήθειαν. Άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία» και ανατρέχοντας στους θησαυρούς του Ευαγγελίου επισφραγίζει «εις ποιητής ανδρός και γυναικός, εις χους αμφότεροι, εικών μία, νόμος εις, Ανάστασις μία».
Ιδιαίτερη επίσης είναι η ευαισθησία τους προς τον κόσμο της δημιουργίας. Έβλεπαν τη φύση σαν ανάκτορο της σοφίας του Θεού, στον άγριο συναγωνισμό των στοιχείων , στο ήρεμο ξετύλιγμα της ζωής, έβλεπαν να αποκαλύπτεται το θεϊκό μεγαλείο. Και σαν απάντηση στην απολυτοποίηση της ανθρώπινης γνώσης και την περιφρόνηση της Βίβλου εν ονόματι μίας κούφιας επιστημοσύνης ο Βασίλειος λέει στην Εξαήμερο πως « Δεν μειώνεται ο θαυμασμός μας για το έργα του Θεού, αν βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο έγινε ένα από τα θαυμαστά έργα. Παρέλειψε η Γραφή να μας το πει για να γυμνάσει το μυαλό μας.»
Άνθρωποι θεόπνευστοι, βαθυστόχαστοι οραματιστές μίας ωραίας και πλούσιας χριστιανικής ζωής, οι τρείς ιεράρχες υπήρξαν παράδειγμα εφηρμοσμένου Χριστιανισμού. Οι οικουμενικοί διδάσκαλοι, οι γνήσιοι εκφραστές του πνεύματος της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας που ο ιερέας ήταν ο « πατέρας». Δραματικά επίκαιρη η αναφορά των Πατέρων στη ζωή μας. Είναι πολύ κουρασμένος ο σημερινός άνθρωπος, σχεδόν απελπισμένος. Περίσσεψε η αυστηρή κριτική για τα αμαρτήματά του, χρειάζεται την αγκαλιά της Εκκλησίας, το γλυκό της λόγο.
Αλήθεια, ποια μέσα μαζικής ενημέρωσης θα προβάλουν σήμερα, ημέρα γιορτής των Ιεραρχών, κάτι για τη ζωή τους, τη σημασία της παρουσίας τους στην ιστορία των ανθρώπων; Ποια κοινωνία θ' απασχολήσουν, με ποια παιδεία;
Γι' αυτό κλείνουμε αυτή τη μέρα τα σχολειά και τα πανεπιστήμια και ψελλίζουμε αμήχανα πως γιορτάζει η Παιδεία, ενώ όλοι ξέρουμε πως αιμορραγεί. Τα παιδιά μας βγαίνουν στους δρόμους, γράφουν συνθήματα, γιατί αρνούνται να κτίζουν πύργους σε κινούμενη άμμο...Σαν δάσκαλοι εκπέμπουμε ένα σήμα. Όχι βέβαια προς το κράτος-όταν αυτό αρνείται πεισματικά την παράδοσή του-με ηγέτες που για το Χριστιανισμό ίσως γνωρίζουν μόνο όσα έμαθαν στα σχολικά τους εγχειρίδια και κάτω απ' τον παραμορφωτικό φακό του Προτεσταντισμού, μα προς την Εκκλησία.Την Εκκλησία που βάλλεται από παντού, την Εκκλησία που συχνά παρουσιάζει τον Χριστιανισμό ως νομοκανονική υπόθεση, που αποστολή έχει να πορεύεται στον κόσμο για να τον εκκλησιοποιεί, την Εκκλησία των σκανδάλων και των Αγίων...
Καιρός πια να δούμε την Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία όχι σαν μουσειακό είδος ,Και να τιμούμε τους μεγάλους Ορθόδοξους πατέρες όχι εκθέτοντας μακροσκελείς βιογραφίες, αλλά τονίζοντας ότι η θεολογία τους είναι τρόπος ζωής, είναι πνευματικές αρχές κι όχι καθηκοντολογία.
Σήμερα η ορθόδοξη παράδοσή μας αποτελεί την πιο ασφαλή πηγή ανεφοδιασμού μας. Καθώς έχουμε να παλέψουμε σαν έθνος ανάμεσα στις αντικρουόμενες πολιτικοοικονομικές θεωρίες Ανατολής και Δύσης και σαν εκκλησία ανάμεσα στην προπαγάνδα των ετεροδόξων και την πολεμική των υλιστών. Είναι ανάγκη η ανθρώπινη κοινωνία να αναβαπτισθεί στο πνεύμα του ορθόδοξου Κοινοτισμού που τον αντάλλαξε μέσα στην τραγική της πορεία με μηδενιστικά συστήματα, να ξαναβρεί το θεανθρώπινο ανθρωπολογικό πρότυπο της για να μπορεί να δημιουργεί ανθρώπους που θα χρησιμοποιούν τον τεχνολογικό πολιτισμό για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους κι όχι για την καταστροφή του.
Ο Πατερικός λόγος για το σύγχρονο σκεπτόμενο άνθρωπο είναι πρόκληση. Οι τρεις Ιεράρχες δεν είναι παρελθόν. Εξακολουθούν να μετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας. Εκφράζουν σταθερά το φρόνημά της.
« Οι Χριστιανοί και μάλιστα οι Ορθόδοξοι, δεν αισθανόμαστε αμηχανία ούτε αιφνιδιαζόμαστε από τη διαδικασία της παγκοσμιοποιήσεως» γράφει ο στοχαστής ιεράρχης και αγωνιστής επίσκοπος Τιράνων και Αλβανίας και συνεχίζει « Η Οικουμενικότητα υπήρξε ο αυτονόητος πνευματικός μας χώρος. Η διάσταση της παγκοσμιότητος αποτελεί βασικό συστατικό της Ορθοδοξίας» (Γιαννουλάτος, σελ 262).
Η αποστολή μας λοιπόν ως έθνους σήμερα είναι αυτονόητη, αφού είμαστε κάτοχοι μιας πολύτιμης κληρονομιάς. Μια τέτοια αποστολή χρειάζεται το ψυχικό απόθεμα των Μαρτύρων και των Πατέρων. Κι αυτό είναι η Ορθοδοξία. Που σώζει την Ελληνικότητα στα υψηλότερα επιτεύγματά της σαν φιλαλήθεια, φιλοκαλία, φιλανθρωπία. Ο αποξενωμένος από αυτήν την παράδοση Γραικός, δεν έχει τίποτε να δώσει στην Ευρώπη, αλλά θα θέλει μόνο να πάρει, αρκούμενος μόνο στα ψιχία τα πίπτοντα από της τραπέζης» των πλουσίων εταίρων μας. Ο Ρωμηός έχει να δώσει αυτό που πραγματικά στερείται η Ευρώπη, την Ορθοδοξία! Γιατί Ορθοδοξία είναι να πιστεύει κανείς εκεί που όλα φαίνονται χωρίς ελπίδα.
Σήμερα η ορθόδοξη παράδοσή μας αποτελεί την πιο ασφαλή πηγή ανεφοδιασμού μας. Καθώς έχουμε να παλέψουμε σαν έθνος ανάμεσα στις αντικρουόμενες πολιτικοοικονομικές θεωρίες Ανατολής και Δύσης και σαν εκκλησία ανάμεσα στην προπαγάνδα των ετεροδόξων και την πολεμική των υλιστών. Είναι ανάγκη η ανθρώπινη κοινωνία να αναβαπτισθεί στο πνεύμα του ορθόδοξου Κοινοτισμού που τον αντάλλαξε μέσα στην τραγική της πορεία με μηδενιστικά συστήματα, να ξαναβρεί το θεανθρώπινο ανθρωπολογικό πρότυπο της για να μπορεί να δημιουργεί ανθρώπους που θα χρησιμοποιούν τον τεχνολογικό πολιτισμό για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους κι όχι για την καταστροφή του.
Ο Πατερικός λόγος για το σύγχρονο σκεπτόμενο άνθρωπο είναι πρόκληση. Οι τρεις Ιεράρχες δεν είναι παρελθόν. Εξακολουθούν να μετέχουν στη ζωή της Εκκλησίας. Εκφράζουν σταθερά το φρόνημά της.
« Οι Χριστιανοί και μάλιστα οι Ορθόδοξοι, δεν αισθανόμαστε αμηχανία ούτε αιφνιδιαζόμαστε από τη διαδικασία της παγκοσμιοποιήσεως» γράφει ο στοχαστής ιεράρχης και αγωνιστής επίσκοπος Τιράνων και Αλβανίας και συνεχίζει « Η Οικουμενικότητα υπήρξε ο αυτονόητος πνευματικός μας χώρος. Η διάσταση της παγκοσμιότητος αποτελεί βασικό συστατικό της Ορθοδοξίας» (Γιαννουλάτος, σελ 262).
Η αποστολή μας λοιπόν ως έθνους σήμερα είναι αυτονόητη, αφού είμαστε κάτοχοι μιας πολύτιμης κληρονομιάς. Μια τέτοια αποστολή χρειάζεται το ψυχικό απόθεμα των Μαρτύρων και των Πατέρων. Κι αυτό είναι η Ορθοδοξία. Που σώζει την Ελληνικότητα στα υψηλότερα επιτεύγματά της σαν φιλαλήθεια, φιλοκαλία, φιλανθρωπία. Ο αποξενωμένος από αυτήν την παράδοση Γραικός, δεν έχει τίποτε να δώσει στην Ευρώπη, αλλά θα θέλει μόνο να πάρει, αρκούμενος μόνο στα ψιχία τα πίπτοντα από της τραπέζης» των πλουσίων εταίρων μας. Ο Ρωμηός έχει να δώσει αυτό που πραγματικά στερείται η Ευρώπη, την Ορθοδοξία! Γιατί Ορθοδοξία είναι να πιστεύει κανείς εκεί που όλα φαίνονται χωρίς ελπίδα.
Η κινδυνολογία περί σύγκρουσης των πολιτισμών με την παγκοσμιοποίηση δεν πλήττει την Ορθοδοξία που σκοπό έχει: να προσφέρει νόημα στη ζωή των ανθρώπων και υπέρβαση της αγωνίας του θανάτου.
Ο Χριστιανισμός πρέπει να γίνει συναγερμός! Και μάλλον ο συναγερμός πρέπει ν' αρχίσει απ' την εκπαίδευση.
Ο λεγόμενος «εκδημοκρατισμός» της παιδείας ταυτίστηκε με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά
«όλα επιτρέπονται».Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει με την ενηλικίωσή της τις ευθύνες του πολίτη, όχι.Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλα τα δικαιώματα του πολίτη, χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς εχέγγυα υπευθυνότητας. Δεν του μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Γι' αυτό, Δημοκρατία για πολλούς νέους στην Ελλάδα σημαίνει το χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού των κεντρικών δρόμων για να παραλύσει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη της ισχύος, όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς.
Ο λεγόμενος «εκδημοκρατισμός» της παιδείας ταυτίστηκε με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά
«όλα επιτρέπονται».Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει με την ενηλικίωσή της τις ευθύνες του πολίτη, όχι.Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλα τα δικαιώματα του πολίτη, χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς εχέγγυα υπευθυνότητας. Δεν του μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Γι' αυτό, Δημοκρατία για πολλούς νέους στην Ελλάδα σημαίνει το χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού των κεντρικών δρόμων για να παραλύσει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη της ισχύος, όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς.
Οφείλουμε να μείνουμε πολλές νύχτες ξάγρυπνοι όσοι εμπλεκόμαστε στο θέμα της παιδείας, αν τα παιδιά μας συχνά ανιχνεύουν την ποιότητα όχι στους θεσμούς, μα στο περιθώριο. Αναρωτιέμαι, πότε θα μπούμε στον κόπο να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματά τους, αναρωτιέμαι, πόσο καιρό ακόμα θα κλείνουμε τ' αυτιά στις κραυγές που απευθύνουν στους γονείς και τους δασκάλους τους και συχνά αποτυπώνουν σε στίχους αγαπημένου τους τραγουδιστή σαν κι' αυτούς :«δώστε μας πνοή, στέγη και τροφή και μια ιδέα στεγανή που να μη μπάζει κρύο...»
Αλήθεια, ποιος τολμά πια να θίξει το θέμα της γλώσσας, εκείνης που η κατάργησή της στην εκπαίδευση έχει αποκλείσει τα παιδιά μας απ' τον γλυκασμό της εκκλησιαστικής μας ποίησης; Στα Λύκεια τα παιδιά δεν κατανοούν πια ούτε τον Παπαδιαμάντη και με δυσκολία παρακολουθούν κείμενο του Μακρυγιάννη ή του Κοσμά του Αιτωλού. Κι' όμως, τη γλώσσα του πατροκοσμά την καταλάβαιναν οι αναλφάβητοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας. Ποιος τολμά να φωνάξει πως στο βωμό της ευκολίας, κόβουμε τις φλέβες του Ελληνισμού, πιθηκίζοντας άλλα πρότυπα και άλλα μοντέλα παιδείας, ξένα με την ιδιοσυγκρασία μας;
Αλήθεια, ποιος τολμά πια να θίξει το θέμα της γλώσσας, εκείνης που η κατάργησή της στην εκπαίδευση έχει αποκλείσει τα παιδιά μας απ' τον γλυκασμό της εκκλησιαστικής μας ποίησης; Στα Λύκεια τα παιδιά δεν κατανοούν πια ούτε τον Παπαδιαμάντη και με δυσκολία παρακολουθούν κείμενο του Μακρυγιάννη ή του Κοσμά του Αιτωλού. Κι' όμως, τη γλώσσα του πατροκοσμά την καταλάβαιναν οι αναλφάβητοι Έλληνες της Τουρκοκρατίας. Ποιος τολμά να φωνάξει πως στο βωμό της ευκολίας, κόβουμε τις φλέβες του Ελληνισμού, πιθηκίζοντας άλλα πρότυπα και άλλα μοντέλα παιδείας, ξένα με την ιδιοσυγκρασία μας;
«Θεός είναι να μη μπορείς να κοιμηθείς» γράφει ο ποιητής κι' έχω την άποψη ότι η αγωνία μας πια δεν πρέπει να εξαντλείται σε μνημόσυνα ή λόγους από άμβωνος, μα είναι θέμα βαθειάς, μέχρι δακρύων περισυλλογής..
Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια….
- Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Να ψάχνουν μαζί με τον άστεγο και το φτωχό κάτι να φάει και κάτι να βάλει από πάνω του για να ζεσταθεί. Σε μια κοινωνία της οποίας η παγωμάρα και η ατσάλινη κυνικότητα υπερβαίνει το χειμωνιάτικο κρύο. Κι αυτοί εκεί, αθεράπευτα ιδεολόγοι και ρομαντικοί εκφραστές του μηνύματος του Χριστού, ενός άλλου Χριστιανισμού με κοινωνικό πρόσωπο και κρυστάλλινη αγάπη. Να τα δίνουν όλα για τους ενδεείς (Μ. Βασίλειος). Να στηρίζουν σκανδαλιστικά τους λεπρούς (Μ. Βασίλειος, Ιω. Χρυσόστομος). Να τα βάζουν στα ίσια με την δυνατή και ανάλγητη κοσμική εξουσία για το φτωχικό μιας χήρας (Ιω. Χρυσόστομος).
- Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Εκεί πετάνε τα ύπατα εκκλησιαστικά αξιώματα για να μην δημιουργηθεί σκάνδαλο (Γρηγόριος ο Θεολόγος). Εκεί πετάνε τον ύπουλο συμβιβασμό σε θεολογικά ζητήματα. Δεν κάνουν τα στραβά μάτια σε θέματα πίστης και ζωής της Εκκλησίας. Στα παλαιότερα των υποδημάτων τους γράφουν τις αβροφροσύνες και τα δείπνα πολυτελείας με την εξουσία (Ιω. Χρυσόστομος) και τις γλυκανάλατες ισορροπίες με τους πλουσίους και τους ισχυρούς του κόσμου τούτου (και οι τρεις).
- Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Εκεί πετάμε τις αρχές και τις ιδέες τους για μια αληθινή παιδεία και έχουμε φτιάξει ένα εγκεφαλοκρατούμενο εκπαιδευτικό σύστημα που συνδέεται με την εξυπηρέτηση του τρίπτυχου «παράγω – καταναλώνω – υπάρχω». Ανθρωπιστικές ιδέες, ήθος, υπαρξιακό νόημα, ψυχικές αρετές, στην καλύτερη περίπτωση γίνονται κούφια λόγια σε μαθητικές εκθέσεις ή πυροτεχνήματα για μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Ακόμη και η γιορτή τους από αφιέρωμα στην παιδεία και από αφορμή για αναθεώρηση της στάσης μας γίνεται για ορισμένους ευκαιρία για δουλειές, ψώνια και βόλτες με την επίκληση του ασαφούς όρου «σχολική αργία».
- Οι Τρεις Ιεράρχες στα σκουπίδια. Κι εμείς απέναντι με τη λουστραρισμένη αποστείρωση μιας νοσηρής θρησκευτικότητας, με την εκνευριστική αφασία της κοινωνικής μας νωθρότητας, με την παράφωνη αντικατάσταση της παιδείας από την εκπαίδευση, πραγματικά σκουπίδια σε ένα κόσμο που φτιάχτηκε για να είναι «κόσμος».Χρόνια πολλά σε όσους αποτελούν την εξαίρεση, καλή συναίσθηση σε όσους εξακολουθούν να υπηρετούν το σύστημα….
Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών
Είναι πολλοί σήμερα οι χριστιανομαθημένοι θεολογούντες, που στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τις όποιες θεολογικές απόψεις τους, επικαλούνται συχνά την πατερική παράδοση. Βέβαια, αυτό που ξαφνιάζει όσους ακούνε και διαβάζουν τις απόψεις αυτών των θεολογούντων, είναι το γεγονός ότι η αναφορά τους στην παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, καταντά μια νεκρολογία, λες και είναι απλά ένα λείψανο του παρελθόντος, απ' το οποίο οφείλουμε πάντα να πιανόμαστε.
Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που θα ήθελα να τονίσω, για να ταράξω ολίγον τα λιμνάζοντα και θολά νερά στα οποία κολυμπούν, είναι ότι η σπουδή της ελληνορθόδοξης, γενικότερα, παράδοσης είναι μια συνέχεια, που ως λαός την κουβαλάμε στην πλάτη μας, δίχως πολλές φορές καν να το υποψιαζόμαστε. Συνέχεια, που ο αξέχαστος Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο, νοηματοδοτώντας την με τα εξής ξεκάθαρα και σταράτα λόγια: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση – να ζουν μονάχα οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες», [Οι Ρωμιές, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σσ. 30-31].
Σε παλαιότερο άρθρο μου, δημοσιευμένο στον τοπικό και τον αθηναϊκό Τύπο, είχα υποστηρίξει ότι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών που κάθε χρόνο με «λαμπρότητα» γιορτάζει η εκπαιδευτική κοινότητα - κυρίως η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση – αναπαράγει συνήθως τα συνήθη στερεότυπα περί ελληνοχριστιανικών ιδεών, όπως αυτά αυτούσια μας έχουν κληροδοτηθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, ή στη χειρότερη περίπτωση τον εντελώς ξένο προς το ήθος της πατερικής παράδοσης «ξύλινο» θεολογικό λόγο, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες δίδαξαν μια μακαριότητα του υπερπέραν. «Εορτή των γραμμάτων» όπως έχει χαρακτηριστεί, εδώ και δεκαετίες όπως ακριβώς γιορτάζεται, δυστυχώς δείχνει να μην έχει καταφέρει ακόμη να αναψηλαφήσει αυτό που καίρια η μακρόσυρτη παράδοση της Εκκλησίας με τη βιβλική και πατερική σκέψη προτάσσει: το ξεπέρασμα που θέλει την εκκλησιαστική ζωή να μην είναι στατική και παγιωμένη σε μια θρησκευτικότητα πολλές φορές υποκριτική, θρησκευτικότητα που συνήθως αναπαράγεται με τους πανηγυρικούς λόγους που κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου ακούγονται σε σχολεία και σ' άλλες αίθουσες εκδηλώσεων. Από αυτούς, είναι φανερό αυτό, και θλιβερό συνάμα, απουσιάζει παντελώς το ελληνορθόδοξο αισθητήριο. Λέγονται κι ακούγονται σχεδόν τα ίδια πράγματα. Η λανθάνουσα αυτή λειτουργία, είναι τόσο έκδηλη, όχι μόνο στους πανηγυρικούς λόγους, αλλά και σ' ολόκληρο το πρόγραμμα του εορτασμού. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι λίγες οι φορές, που θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: μα καλά τόσο δύσκολο είναι οι συμμετέχοντες να γευτούν το εξής απλό, αλλά άκρως σημαντικό γεγονός, ότι δηλαδή η πατερική κληρονομιά, την οποία τόσο πολύ ουκ ολίγοι χριστιανομαθημένοι θεολογούντες εκθειάζουν και για την οποία τόσο κόπτονται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ζωντανή μαρτυρία και ανάπτυξη των αρχεγόνων ριζών, οι οποίες μέσα στο περιρρέον πνευματικό και πολιτισμικό κλίμα όπου γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν, μπορούν να μπολιάσουν και το σημερινό κοσμοείδωλο της οικουμένης;
Προς επίρρωσιν των παραπάνω απόψεών μου θα επικαλεστώ το βιβλίο της Έφης Γαζή, Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο: Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που εκδόθηκε το 2004 απ' τις εκδόσεις Νεφέλη. Άκρως πρωτότυπος και προς κάθε κατεύθυνση ελεγκτικός ο τίτλος του βιβλίου, νομίζω ότι προσδιορίζει στο έπακρο αυτό που παραπάνω υποστηρίζω: η παλίρροια του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος φαίνεται ότι καλά κρατεί. Και το χειρότερο, τα συνθήματά της, δυστυχώς, εμφανίζονται ακόμη και σήμερα, ως εγκύστωμα ενός εθνικού παρελθόντος με δεκανίκια προς κάθε κατεύθυνση, πολιτική, ιδεολογική, κοινωνική, θεολογική, ιστορική. Όσοι μελετήσουν το βιβλίο της Έφης Γαζή, πέραν του ότι θα παρακολουθήσουν μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία για το πώς καθιερώθηκε το σχήμα των γνωστών Τριών Ιεραρχών, θα έχουν το ακριβό προνόμιο, μέσα από το στιβαρό αφηγηματικό λόγο της ιστορικού συγγραφέως, με όσα αυτός, χάρη στις ενδιαφέρουσες επιστημολογικές μεθόδους της Ιστορίας ερωτήματα θέτει, να αναψηλαφήσουν το εξής γεγονός: γιατί η μετακίνηση της χριστιανικής τριανδρίας από το εκκλησιαστικό στο εθνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, ανέδειξε ένα από τα ισχυρότερα και πλέον διάσημα σύμβολα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Σύμβολα που ουκ ολίγοι παρ' ημίν θεολόγοι, κληρικοί και άλλοι γραφικοί «θεολογούντες», σθεναρά προτάσσουν, μεταλλάσσοντας τη ζώα εν Αγίω Πνεύματι παράδοση της Εκκλησίας, σε «μάθημα πατριδολογίας», όπως έλεγε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Τη βαθύτατη τούτη, εκκλησιολογική θα 'λεγα, παρέκκλιση καυτηριάζει σ' ένα άρθρο του ο Παντελής Καλαϊτζίδης, γνωστός συνάδελφος θεολόγος, από το πρωτοποριακό έργο που κάνει στη Θεολογική Ακαδημία της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Γράφει σ' ένα άρθρο του: «Δεν υπάρχει δεσποτική η θεομητορική εορτή, εορτή αγίου ή μάρτυρα που να μην σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με κάποιο σημαντικό εθνικό γεγονός ή με κάποιον εθνικοπατριωτικό συμβολισμό». Στο μακρύ κατάλογο των εορτών αυτών, που «μοιάζει ατελείωτος», «η Εκκλησία όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να ανακόψει αυτήν την τάση (πολλές από τις "διπλές γιορτές" καθιερώθηκαν πρόσφατα), αλλά μοιάζει να ευνοεί αυτήν την εξέλιξη πιστεύοντας ίσως πως έτσι βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και πως ασκεί αποτελεσματικότερη ποιμαντική», [βλ. «Ο πειρασμός του Ιούδα... Από την Ιστορία της Θείας Οικονομίας στην Ιστορία της Εθνικής Παλιγγενεσίας», Σύναξη τχ.79 (Ιούλιος Σεπτέμβριος 2001) 61-62].
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι παρόμοιο είναι και το σκηνικό της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Όμως το «δράμα» της «εορτής των γραμμάτων» των Τριών Ιεραρχών, όπως αυτή συνεχώς εορτάζεται, με τη συνήθη αναπαραγωγή θεολογικών και ιστορικών στερεοτύπων, γυρεύει εναγώνια κάθαρση και λύση.
Ωστόσο, μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα των βερμπαλιστικών κηρυγμάτων, είναι ευτύχημα που μια νέα γενιά θεολόγων, ιστορικών, κληρικών, μοναχών, διανοητών, καταφέρνει και προτάσσει ένα θεολογικό λόγο που βιώνει την υπαρξιακή αγωνία του μετανεωτερικού ανθρώπου και αναζητά απάντηση στα καίρια ερωτήματα ζωής, πέραν βέβαια από τα αυτονόητα του παρελθόντος.
Ο περσυνός πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε από το Σχολικό Σύμβουλο Θεολόγων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, Ανδρέα Αργυρόπουλο, φρονώ ότι επαληθεύει την άποψη που θέλει την Εκκλησία και τη Θεολογία της να παραμένει πιστή στο «πνεύμα της οικουμενικότητας». Η έκδοση του πανηγυρικού σ' ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι με τίτλο: Το επαναστατσικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, στη σειρά: Έξοδος στην κοινωνία και τη ζωή, νομίζω ότι έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό. Κενό που δεν είναι άλλο, από το επίκαιρο και επαναστατικό μήνυμα που κομίζει η διδασκαλία των τριών κορυφαίων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας, ότι με βάση τη χριστιανική αυθεντικότητα, μπορεί ο σημερινός κόσμος να γεμίσει ελπίδα και να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας επιφανειακής πνευματικότητας, ενός ακίνδυνου χριστιανισμού και μιας χλιαρής πίστης. Διαρθρωμένο σε τέσσερες ενότητες το βιβλίο παρουσιάζει άρτια την αυθεντική χριστιανική πίστη, το ανοικτό πνεύμα, την κοινωνική ριζοσπαστικότατα και την επιστημονική συγκρότηση που είχαν οι Τρεις Ιεράρχες. Ταυτόχρονα στο βιβλίο γίνεται λόγος για τις θέσεις των τριών Πατέρων της Εκκλησίας έναντι των κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως της κοινωνικής αδικίας. Από τον συγγραφέα τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι έχει πια περάσει η εποχή της επικριτικής απόρριψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Στα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα του σημερινού κόσμου, όπως είναι η φτώχεια, η πείνα, η κοινωνική ανισότητα, η εκμετάλλευση, (και τόσα άλλα), ο σύγχρονος κόσμος έχει ανάγκη από θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες, των οποίων η χρηστικότητα μπορεί και πρέπει να δοκιμάζεται στην πράξη.
Ζητήματα όπως η παιδεία και η αγωγή των νέων ανθρώπων, με γνώμονα τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών γι' αυτά, θίγονται από το συγγραφέα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Γράφει συγκεκριμένα: «τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι η αγάπη, ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού - μαθητή είναι σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής».
Το βιβλίο κλείνει μια παλαιότερη δημοσίευση του συγγραφέα με τίτλο: Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πόλεμο και την ειρήνη. Είναι ενδεικτικά τα όσα υποστηρίζει: «Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν "ειρηνολογία", δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η "ειρηνική συνύπαρξη" χωρίς περιεχόμενο. Η ειρήνη αν μείνει στα λόγια λέει ο Μ. Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία».
Θα ήταν λειψή η παρουσίαση του βιβλίου, δίχως αναφορά στο προλογικό κείμενο, πράγματι κοφτερό στη γλώσσα και το ύφος, που έχει γράψει ο Θανάσης Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας και Αρχισυντάκτης του γνωστού και μαχητικού περιοδικού Σύναξη. Μια παρατήρηση μόνο στα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας: «Τι νόημα έχει μια θεολογία που δεν γίνεται πράξη; Μα, και τι νόημα έχει μια θεολογία που κραδαίνεται σαν όπλο κατά των απίστων και δεν ζυμώνει αυτούς που τη διατυπώνουν;». Νομίζω ότι είναι πια καιρός η γόνιμη αναμέτρησή μας με τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, να εδραστεί επάνω στο πεδίο αποφυγής της παγίδας, όπου καίριες αλήθειες της ορθόδοξης θεολογίας, της θεολογίας των Τριών Ιεραρχών, όπως αποκάλυψη, θεοφάνειες, τρόπος ζωής και πολιτισμός ταυτίζονται με την ατομιστική και εγωκεντρική υπόθεση της θρησκείας. Όχι τίποτε άλλο, όποιος θέλει να επιβάλλει το ιδανικό αυτό της θρησκείας, να το πει καθαρά και ξάστερα, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Όμως θα ήταν απαράδεκτη σύγχυση και παραμόρφωση να θεωρηθεί, ότι αυτή η ιδεολογία εκφράστηκε στην παράδοση και ότι αυτόν τον στόχο έχει η επιστημονική έρευνα και η οργάνωση οποιασδήποτε αγωγής και παιδείας, αλλά και η προοπτική της θεολογίας. Με μια τέτοια θεολογία ένα είναι σίγουρο. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Θανάσης Παπαθανασίου είναι «θεολογία άπραγη και διακοσμητική, που κάνει τον άνθρωπο μαχαιροβγάλτη».
Σε παλαιότερο άρθρο μου, δημοσιευμένο στον τοπικό και τον αθηναϊκό Τύπο, είχα υποστηρίξει ότι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών που κάθε χρόνο με «λαμπρότητα» γιορτάζει η εκπαιδευτική κοινότητα - κυρίως η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση – αναπαράγει συνήθως τα συνήθη στερεότυπα περί ελληνοχριστιανικών ιδεών, όπως αυτά αυτούσια μας έχουν κληροδοτηθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, ή στη χειρότερη περίπτωση τον εντελώς ξένο προς το ήθος της πατερικής παράδοσης «ξύλινο» θεολογικό λόγο, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες δίδαξαν μια μακαριότητα του υπερπέραν. «Εορτή των γραμμάτων» όπως έχει χαρακτηριστεί, εδώ και δεκαετίες όπως ακριβώς γιορτάζεται, δυστυχώς δείχνει να μην έχει καταφέρει ακόμη να αναψηλαφήσει αυτό που καίρια η μακρόσυρτη παράδοση της Εκκλησίας με τη βιβλική και πατερική σκέψη προτάσσει: το ξεπέρασμα που θέλει την εκκλησιαστική ζωή να μην είναι στατική και παγιωμένη σε μια θρησκευτικότητα πολλές φορές υποκριτική, θρησκευτικότητα που συνήθως αναπαράγεται με τους πανηγυρικούς λόγους που κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου ακούγονται σε σχολεία και σ' άλλες αίθουσες εκδηλώσεων. Από αυτούς, είναι φανερό αυτό, και θλιβερό συνάμα, απουσιάζει παντελώς το ελληνορθόδοξο αισθητήριο. Λέγονται κι ακούγονται σχεδόν τα ίδια πράγματα. Η λανθάνουσα αυτή λειτουργία, είναι τόσο έκδηλη, όχι μόνο στους πανηγυρικούς λόγους, αλλά και σ' ολόκληρο το πρόγραμμα του εορτασμού. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι λίγες οι φορές, που θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: μα καλά τόσο δύσκολο είναι οι συμμετέχοντες να γευτούν το εξής απλό, αλλά άκρως σημαντικό γεγονός, ότι δηλαδή η πατερική κληρονομιά, την οποία τόσο πολύ ουκ ολίγοι χριστιανομαθημένοι θεολογούντες εκθειάζουν και για την οποία τόσο κόπτονται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ζωντανή μαρτυρία και ανάπτυξη των αρχεγόνων ριζών, οι οποίες μέσα στο περιρρέον πνευματικό και πολιτισμικό κλίμα όπου γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν, μπορούν να μπολιάσουν και το σημερινό κοσμοείδωλο της οικουμένης;
Προς επίρρωσιν των παραπάνω απόψεών μου θα επικαλεστώ το βιβλίο της Έφης Γαζή, Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο: Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που εκδόθηκε το 2004 απ' τις εκδόσεις Νεφέλη. Άκρως πρωτότυπος και προς κάθε κατεύθυνση ελεγκτικός ο τίτλος του βιβλίου, νομίζω ότι προσδιορίζει στο έπακρο αυτό που παραπάνω υποστηρίζω: η παλίρροια του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος φαίνεται ότι καλά κρατεί. Και το χειρότερο, τα συνθήματά της, δυστυχώς, εμφανίζονται ακόμη και σήμερα, ως εγκύστωμα ενός εθνικού παρελθόντος με δεκανίκια προς κάθε κατεύθυνση, πολιτική, ιδεολογική, κοινωνική, θεολογική, ιστορική. Όσοι μελετήσουν το βιβλίο της Έφης Γαζή, πέραν του ότι θα παρακολουθήσουν μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία για το πώς καθιερώθηκε το σχήμα των γνωστών Τριών Ιεραρχών, θα έχουν το ακριβό προνόμιο, μέσα από το στιβαρό αφηγηματικό λόγο της ιστορικού συγγραφέως, με όσα αυτός, χάρη στις ενδιαφέρουσες επιστημολογικές μεθόδους της Ιστορίας ερωτήματα θέτει, να αναψηλαφήσουν το εξής γεγονός: γιατί η μετακίνηση της χριστιανικής τριανδρίας από το εκκλησιαστικό στο εθνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, ανέδειξε ένα από τα ισχυρότερα και πλέον διάσημα σύμβολα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Σύμβολα που ουκ ολίγοι παρ' ημίν θεολόγοι, κληρικοί και άλλοι γραφικοί «θεολογούντες», σθεναρά προτάσσουν, μεταλλάσσοντας τη ζώα εν Αγίω Πνεύματι παράδοση της Εκκλησίας, σε «μάθημα πατριδολογίας», όπως έλεγε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Τη βαθύτατη τούτη, εκκλησιολογική θα 'λεγα, παρέκκλιση καυτηριάζει σ' ένα άρθρο του ο Παντελής Καλαϊτζίδης, γνωστός συνάδελφος θεολόγος, από το πρωτοποριακό έργο που κάνει στη Θεολογική Ακαδημία της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Γράφει σ' ένα άρθρο του: «Δεν υπάρχει δεσποτική η θεομητορική εορτή, εορτή αγίου ή μάρτυρα που να μην σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με κάποιο σημαντικό εθνικό γεγονός ή με κάποιον εθνικοπατριωτικό συμβολισμό». Στο μακρύ κατάλογο των εορτών αυτών, που «μοιάζει ατελείωτος», «η Εκκλησία όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να ανακόψει αυτήν την τάση (πολλές από τις "διπλές γιορτές" καθιερώθηκαν πρόσφατα), αλλά μοιάζει να ευνοεί αυτήν την εξέλιξη πιστεύοντας ίσως πως έτσι βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και πως ασκεί αποτελεσματικότερη ποιμαντική», [βλ. «Ο πειρασμός του Ιούδα... Από την Ιστορία της Θείας Οικονομίας στην Ιστορία της Εθνικής Παλιγγενεσίας», Σύναξη τχ.79 (Ιούλιος Σεπτέμβριος 2001) 61-62].
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι παρόμοιο είναι και το σκηνικό της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Όμως το «δράμα» της «εορτής των γραμμάτων» των Τριών Ιεραρχών, όπως αυτή συνεχώς εορτάζεται, με τη συνήθη αναπαραγωγή θεολογικών και ιστορικών στερεοτύπων, γυρεύει εναγώνια κάθαρση και λύση.
Ωστόσο, μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα των βερμπαλιστικών κηρυγμάτων, είναι ευτύχημα που μια νέα γενιά θεολόγων, ιστορικών, κληρικών, μοναχών, διανοητών, καταφέρνει και προτάσσει ένα θεολογικό λόγο που βιώνει την υπαρξιακή αγωνία του μετανεωτερικού ανθρώπου και αναζητά απάντηση στα καίρια ερωτήματα ζωής, πέραν βέβαια από τα αυτονόητα του παρελθόντος.
Ο περσυνός πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε από το Σχολικό Σύμβουλο Θεολόγων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, Ανδρέα Αργυρόπουλο, φρονώ ότι επαληθεύει την άποψη που θέλει την Εκκλησία και τη Θεολογία της να παραμένει πιστή στο «πνεύμα της οικουμενικότητας». Η έκδοση του πανηγυρικού σ' ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι με τίτλο: Το επαναστατσικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, στη σειρά: Έξοδος στην κοινωνία και τη ζωή, νομίζω ότι έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό. Κενό που δεν είναι άλλο, από το επίκαιρο και επαναστατικό μήνυμα που κομίζει η διδασκαλία των τριών κορυφαίων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας, ότι με βάση τη χριστιανική αυθεντικότητα, μπορεί ο σημερινός κόσμος να γεμίσει ελπίδα και να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας επιφανειακής πνευματικότητας, ενός ακίνδυνου χριστιανισμού και μιας χλιαρής πίστης. Διαρθρωμένο σε τέσσερες ενότητες το βιβλίο παρουσιάζει άρτια την αυθεντική χριστιανική πίστη, το ανοικτό πνεύμα, την κοινωνική ριζοσπαστικότατα και την επιστημονική συγκρότηση που είχαν οι Τρεις Ιεράρχες. Ταυτόχρονα στο βιβλίο γίνεται λόγος για τις θέσεις των τριών Πατέρων της Εκκλησίας έναντι των κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως της κοινωνικής αδικίας. Από τον συγγραφέα τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι έχει πια περάσει η εποχή της επικριτικής απόρριψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Στα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα του σημερινού κόσμου, όπως είναι η φτώχεια, η πείνα, η κοινωνική ανισότητα, η εκμετάλλευση, (και τόσα άλλα), ο σύγχρονος κόσμος έχει ανάγκη από θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες, των οποίων η χρηστικότητα μπορεί και πρέπει να δοκιμάζεται στην πράξη.
Ζητήματα όπως η παιδεία και η αγωγή των νέων ανθρώπων, με γνώμονα τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών γι' αυτά, θίγονται από το συγγραφέα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Γράφει συγκεκριμένα: «τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι η αγάπη, ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού - μαθητή είναι σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής».
Το βιβλίο κλείνει μια παλαιότερη δημοσίευση του συγγραφέα με τίτλο: Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πόλεμο και την ειρήνη. Είναι ενδεικτικά τα όσα υποστηρίζει: «Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν "ειρηνολογία", δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η "ειρηνική συνύπαρξη" χωρίς περιεχόμενο. Η ειρήνη αν μείνει στα λόγια λέει ο Μ. Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία».
Θα ήταν λειψή η παρουσίαση του βιβλίου, δίχως αναφορά στο προλογικό κείμενο, πράγματι κοφτερό στη γλώσσα και το ύφος, που έχει γράψει ο Θανάσης Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας και Αρχισυντάκτης του γνωστού και μαχητικού περιοδικού Σύναξη. Μια παρατήρηση μόνο στα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας: «Τι νόημα έχει μια θεολογία που δεν γίνεται πράξη; Μα, και τι νόημα έχει μια θεολογία που κραδαίνεται σαν όπλο κατά των απίστων και δεν ζυμώνει αυτούς που τη διατυπώνουν;». Νομίζω ότι είναι πια καιρός η γόνιμη αναμέτρησή μας με τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, να εδραστεί επάνω στο πεδίο αποφυγής της παγίδας, όπου καίριες αλήθειες της ορθόδοξης θεολογίας, της θεολογίας των Τριών Ιεραρχών, όπως αποκάλυψη, θεοφάνειες, τρόπος ζωής και πολιτισμός ταυτίζονται με την ατομιστική και εγωκεντρική υπόθεση της θρησκείας. Όχι τίποτε άλλο, όποιος θέλει να επιβάλλει το ιδανικό αυτό της θρησκείας, να το πει καθαρά και ξάστερα, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Όμως θα ήταν απαράδεκτη σύγχυση και παραμόρφωση να θεωρηθεί, ότι αυτή η ιδεολογία εκφράστηκε στην παράδοση και ότι αυτόν τον στόχο έχει η επιστημονική έρευνα και η οργάνωση οποιασδήποτε αγωγής και παιδείας, αλλά και η προοπτική της θεολογίας. Με μια τέτοια θεολογία ένα είναι σίγουρο. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Θανάσης Παπαθανασίου είναι «θεολογία άπραγη και διακοσμητική, που κάνει τον άνθρωπο μαχαιροβγάλτη».
Μην προσπεράσετε σήμερα τους Τρεις Ιεράρχες..
Αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητά μας παιδιά των σχολείων της Άγρας Λέσβου...
Λέμε ότι σήμερα ήρθαμε να γιορτάσουμε τους 3 Ιεράρχες και στο τέλος του εκκλησιασμού να υπάρξει η σχετική ομιλία. Έτσι είναι; ΟΧΙ!.Τ’ ότι ήρθαμε εδώ έγινε γιατί μας το επιβάλλει ο κανονισμός. Μπορεί να φαίνεται και είναι ως μια ευκαιρία να χάσουμε μάθημα. Και μάλιστα αν χανόταν όλη η μέρα θα φαινόταν καλύτερα η αργία.
Γι’ αυτό θα σας μιλήσω ξεκάθαρα και θα εκφράσω μερικές σκέψεις.
Ξέρω (και σε συζητήσεις μαζί σας επιβεβαιώνομαι) πως ο σημερινός εκκλησιασμός αλλά και κάθε άλλη αργία δεν είναι για εσάς τίποτε άλλο παρά μια ευκαιρία για καφέ, παραπάνω ύπνο ή κάθε τι άσχετο με τη γιορτή. ΚΑΙ ΕΧΕΤΕ ΔΙΚΙΟ!!
Ποια Εκκλησία λέτε; Ποιοι 3 ιεράρχες; Τι μας ενδιαφέρουν άνθρωποι οι οποίοι έζησαν πριν από 1700 χρόνια περίπου;; ήρθαμε εδώ και άντε να τελειώνουμε …τι έχουν να μας που σήμερα οι παπάδες (όπως λέτε),οι θεολόγοι κ.ο.κ;;
Η απάντηση είναι απλή και ξεκάθαρη: Τίποτα. Το ημερολόγιο αύριο γράφει για τη γιορτή και αναφέρει 3 ονόματα: Βασίλειος-Χρυσόστομος-Γρηγόριος.(ίσως κάποιοι γνωρίζετε πως έδωσαν ό,τι λεφτά είχαν –ίσως γνωρίζετε ότι ήταν προστάτες των γραμμάτων …..) πολλοί όπως είπατε δεν ξέρετε ποιοι είναι και δεν σας ενδιαφέρει.
Από αυτά τα 3 ονόματα μόνο το ένα– Βασίλειος – ίσως σας λέει κάτι και αυτό γιατί σας έρχεται στο μυαλό ο χοντρούλης, ασπρογένης γεράκος…. «SantaClaus»,όπως συνηθίζετε να λέτε!
Τα υπόλοιπα; Χρυσόστομος; Γρηγόριος; Δεν ξέρω αν ας λένε κάτι και δεν φταίτε εσείς γι’ αυτό. δεν είναι δική σας ευθύνη.
Βαριέστε την παραμονή στο σχολείο και χάνεται η ευκαιρία να μάθετε πράγματα τα οποία στην πραγματικότητα αναζητάτε.
Και αναζητάτε την αλήθεια! Και να το παράδειγμα των 3 αγίων, των 3 αναρχικών!
Σας κάνει εντύπωση η λέξη; Άγιοι ονομάζονται. Και όποιος έχει μέσα του τον άγιο έχει και αντίσταση!
Και οι 3 αυτοί Άγιοι είχαν τσαγανό, μπέσα,ήτανε αληθινοί,δεν είχαν υποκρισία, δεν «έπαιζαν» κανένα ρόλο σαν τους ηθοποιούς όπως λέτε για τους ανθρώπους της εκκλησίας.
«σπάσανε» με την ίδια τους τη ζωή κάθε ψεύτικο θεσμό και «γκρεμίσανε» τις καταπιεστικές αρχές της εποχής τους και όλα αυτά: διότι μέσα τους είχανε μία και μοναδική αρχή: το Χριστό.
Αναζητάτε την ειλικρίνεια,λέτε και βαρεθήκατε τα λόγια: σκεφτείτε αυτούς τους 3: κουράστηκαν ώστε να μορφωθούν (και ήταν από τους καλύτερα μορφωμένους της εποχής τους) αλλά με τη βοήθεια της μόρφωσης όταν οι εξουσίες της εποχής τους απείλησαν να σωπάσουν και ο ταλαιπωρημένος (όπως σήμερα) ψυχικά & οικονομικά κόσμος κρεμάστηκε πάνω τους,ε,τότε:αντιστάθηκαν!
Θρύλος και θαρραλέα η στάση του μεγάλου βασιλείου μπροστά στον τότε αυτοκράτορα διότι του ζήτησε ν’ αφήσει την ορθοδοξία και να αποδεχτεί την αίρεση του αρειανισμού (η οποία έλεγε-όπως σήμερα οι ιεχωβάδες- πως ο Χριστός δεν ήταν θεός αλλά ένας καλός άνθρωπος) αλλιώς σ’ αντίθετη περίπτωση θα του έπαιρνε την όποια περιουσία είχε, θα τον εξόριζε και θα τον οδηγούσε στο θάνατο με βασανιστήρια
«αρπαγή περιουσίας δε φοβάμαι, γιατί δεν έχω τίποτα άλλο εκτός από λίγα τριμμένα ράσα και λίγα βιβλία. εξορία δε γνωρίζω γιατί οι τόποι δε με εμποδίζουν να προσεύχομαι…» απάντησε στον αυτοκράτορα, ο οποίος απόρησε:
«ποτέ κάνεις δε μίλησε με τέτοιο θάρρος μπροστά μου» και ο Άγιος δε διστάζει να πει (γιατί το απαιτεί και η στιγμή) «διότι δε συνάντησες ποτέ σου αληθινό επίσκοπο, αλλιώς θα σου μιλούσε με τον ίδιο τρόπο (αφού θα αγωνιζόταν για τόσο υψηλά πράγματα)(ήταν και αυτός ο άγιος ό οποίος έδωσε όλη του την περιουσία στους φτωχούς)
Θέλετε να σας ακούν και να σέβονται τη γνώμη σας και μιλάτε προκλητικά και πολλές φορές αληθινά
για σκεφτείτε το παράδειγμα των αγίων. Νοέμβριος μήνας του 378 και φθάνει στην Κων.πολη ο Γρηγόριος ο θεολόγος. πάλι η αίρεση του αρειανισμού κυριαρχούσε. Τρέχουν όλοι να δουν ποιος είναι αυτός ο ονομαστός θεολόγος της εποχής. Και όταν βλέπουν ένα ανθρωπάκι,οι αιρετικοί,άρχισαν να τον πετροβολούν και οι ορθόδοξοι έχασαν το κουράγιο τους .. «μα καλά αυτός είναι που έστειλαν να βοηθήσει την ορθοδοξία;» αφού έφαγε μερικές πέτρες τον γλυτώνουν…. αλλά μόλις άνοιξε το στόμα του και άρχισε να μιλάει…τότε όλα άλλαξαν….2 ναοί ήταν ορθόδοξοι όταν ο Άγιος έφθασε στην Κων.πολη και όταν έφυγε 2 ναοί ήταν στα χέρια των αιρετικών.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού προσπαθούσε συνεχώς να «σπάσει» τις λάθος αντιλήψεις,για τους φτωχούς,για τους δούλους,για την απαξίωση των γυναικών και των παιδιών.
Όταν κάποτε υπήρξε νόμος ο οποίος αδικούσε τις γυναίκες αντέδρασε (ήταν πατριάρχη Κων.πολης, σκεφτείτε το αξίωμα ) και βγήκε και είπε: γιατί αδικείται συνεχώς η γυναίκα και «πέφτει» στα μαλακά ο άντρας;; γιατί άνδρες είναι αυτοί που φτιάχνουν τους νόμους γι’αυτό και είναι η νομοθεσία κατά των γυναικών.
Αναζητάτε να βγείτε πρώτοι, θέλετε να πετύχετε…. σωστά
Οι άγιοι δεν άνθρωποι που δεν ήξεραν τι θα πει εξουσία – τιμή - επιτυχία.
Ήταν στην πρώτη γραμμή διότι και οι 3 ήταν επίσκοποι,αυτό που λέμε δεσποτάδες (και πολύ και καλά μορφωμένοι)..δεν κόλλησαν όμως στην εξουσία….
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος,έγινε ύστερα από πιέσεις πατριάρχης στη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας την Κων/πολη. Όμως συγκάλεσε σύνοδο η οποία καθαίρεσε (έδιωξε) μέσα σε μια ημέρα 49 επισκόπους με την κατηγορία του χρηματισμού, διότι είχαν δώσει χρήματα για να χειροτονηθούν.
Ήρθε σε σύγκρουση με την βασίλισσα και τους πλούσιους της Κων/πολης. «αν ο θεός σου έδωσε σκήπτρο,στο έδωσε για να απονείμεις δικαιοσύνη,της είπε»
αποτέλεσμα; Πεθαίνει στην εξορία.
αποτέλεσμα; Πεθαίνει στην εξορία.
Τους απείλησαν λοιπόν τους 3 ιεράρχες πως για να μείνουν στις θέσεις τους έπρεπε να σωπάσουν. Και εκείνοι πιο πολύ μιλούσαν γιατί πάνω από όλα αγαπούσαν το χριστό και τους ανθρώπους,γνώριζαν πως αυτούς υπηρετούν. Ο Βασίλειος με τη Βασιλειάδα του,την πόλη με τα ιδρύματα και τις επαγγελματικές σχολές για όλους όσους είχαν ανάγκη. Ο Γρηγόριος και ο Χρυσόστομος μοιράζοντας χρήματα, τρέφοντας καθημερινά φτωχούς, υπερασπιζόμενος τους αδικημένους….
Οι άγιοι δεν κοιτούσαν την εξωτερική εμφάνιση,τη θρησκεία ή τη χώρα καταγωγής όσο βοηθούσαν. Πόνεσαν βαθιά το συνάνθρωπο γιατί πίστευαν πραγματικά στο Θεό.
Αγαπητοί μαθητές: εκκλησία δεν είναι μόνο οι ιερείς- οι επίσκοποι-οι ψάλτες-οι θεολόγοι και μερικοί άλλοι…..ΕΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ. Δε σας λέω ότι είναι εύκολη η ηλικία σας και οι καταστάσεις γύρω σας. Όμως είστε ικανοί για τα δύσκολα,(είστε ικανοί να μας διδάξετε….οι σημερινές σκέψεις δε θα υπήρχαν χωρίς εσάς…)
Και όπως δε θέλετε ν’ αποφασίζουν «χωρίς εσάς για εσάς», να σας βάζουν ταμπέλες, να σας απορρίπτουν χωρίς να σας γνωρίσουν πρώτα…. έτσι και εγώ δε σας λέω να πιστέψτε στους αγίους. Απλά γνωρίστε τους….
Μην τους προσπεράσετε σήμερα τους αγίους,όπου και αν πάτε…..
Και (όπως λέμε και στο ίντερνετ..) «προσθέστε τους» στις «επαφές» σας και να ξέρετε πως θα παραμείνουν εκεί για πάντα εκεί…..
ΤΟ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ
Μια δημόσια γιορτή είναι γιορτή μνήμης. Μια δημόσια ομιλία για τις τρεις μεγάλες μορφές της εκκλησιαστικής διακονίας και των ελληνικών γραμμάτων Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο πάντα φέρνει σε δυσχερή θέση τον ομιλητή. Κάθε φορά που μιλάει κανείς για τους Τρεις ιεράρχες μια σκέψη έρχεται αυθόρμητα· η ομιλία να είναι επίκαιρη , να «πιάνει» τον παλμό της εποχής, το θέμα της ημέρας, αυτή την ίδια την επικαιρότητα. Μια δεύτερη σκέψη σε οδηγεί όχι στην εντύπωση, ούτε στην εκρηκτικότητα των γεγονότων, αλλά σε πιο νηφάλια κα ειρηνικότερη ερμηνεία του λόγου των Πατέρων.
Άλλωστε τον τελευταίο καιρό όλοι μας γινόμαστε αποδέκτες τέτοιου είδους κριτικής επί παντός επιστητού, αρνητικής κριτικής επί πάντων, η οποία αγγίζει και τα όρια της αυτομαστίγωσης της συλλογικής μας συνείδησης. Έτσι , λοιπόν, προτίμησα να μιλήσω με την οπτική ενός δασκάλου και με κύριο θέμα το μορφωτικό αγαθό και την κοινωνική του διάσταση στο λόγο των Τριών Ιεραρχών. Σπεύδω, όμως, να σημειώσω ότι το εκπαιδευτικό αγαθό, αλλά και η όλη εκπαιδευτική διαδικασία ποτέ δεν αποκόπτονται από το κοινωνικό γίγνεσθαι, συνεπώς η έμμεση αναφορά εμφανίζεται και απαραίτητη και επιβεβλημένη. Επιπρόσθετα οι ίδιοι Πατέρες δίδαξαν με παρρησία πως ο λόγος περί Θεού αποτελεί τη βάση του νοήματος της πραγματικής και καθολικής ζωής και όχι ενός μέρους της συλλογικής μας ύπαρξης.
Μία βασική διευκρίνιση, η οποία αφορά το όρο Παιδεία σήμερα, καθώς αυτός έχει νοθευτεί από μία ανταγωνιστική αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Το αποτέλεσμα της σύγχυσης αυτής είναι η ταύτιση των εννοιών «Παιδεία» και «Εκπαίδευση» με συνέπεια την έκπτωσή τους από το περιεχόμενο που τις ορίζει1. Είναι γεγονός ότι ποτέ δεν αναφέρθηκαν, οι τρεις Μεγάλοι Άγιοι στον όρο εκπαίδευση τουλάχιστον όπως κατανοείται σήμερα δηλαδή ως μια προσπάθεια ταχύρυθμης μόρφωσης με στόχο τη βελτίωση του οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου.
Αν κανείς ερευνήσει τη σκέψη των Τριών Ιεραρχών θα διαπιστώσει ότι με το έργο τους προτείνουν έναν δρόμο διαφορετικό για την Παιδεία. Μία πρόταση παιδείας τολμηρή στην εποχή τους, αλλά και ιδιαίτερα πρωτοποριακή για τη σημερινή εποχή. Σύμφωνα με αυτή η μορφωτική διαδικασία δεν πρέπει να προσανατολίζεται μονοσήμαντα προς τις απαιτήσεις της αγοράς. Αντίθετα, πρέπει να στοχεύει στη βασική της επιδίωξη, τη συμβολή στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, που θα είναι σε θέση να συμμετέχει ενεργά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.
Πρωταρχικός σκοπός της αγωγής και μάθησης, λοιπόν, για τους προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας είναι ο άνθρωπος, ο οποίος εξοπλισμένος με ελεύθερη και κριτική σκέψη και μυημένος σε μεθόδους προσέγγισης της φυσικής, ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας, είναι ικανός να προσανατολιστεί με ασφάλεια και να δράσει δημιουργικά και υπεύθυνα μέσα στο κοινωνικό σύνολο2.
Τι μαθαίνει, αλήθεια, ο μαθητής πέρα απ΄ αυτό που έχει οριστεί στο πρόγραμμα μάθησης, στο αναλυτικό πρόγραμμα και πώς;
Είναι γνωστό ότι μάθηση δεν είναι μόνο η διδακτέα ύλη, χωρίς κανείς να παραβλέπει την αξία της, αλλά μάθηση είναι και η ίδια η σχολική ζωή με τα προβλήματά της , ο σχολικός καθημερινός πολιτισμός,, οι σχολικές πρακτικές , η συμμετοχή των μαθητών και όλα όσα διαμορφώνουν την περίφημη σχολική ταυτότητα.
Είναι γνωστό ότι μάθηση δεν είναι μόνο η διδακτέα ύλη, χωρίς κανείς να παραβλέπει την αξία της, αλλά μάθηση είναι και η ίδια η σχολική ζωή με τα προβλήματά της , ο σχολικός καθημερινός πολιτισμός,, οι σχολικές πρακτικές , η συμμετοχή των μαθητών και όλα όσα διαμορφώνουν την περίφημη σχολική ταυτότητα.
Αυτή η «δεύτερη» μάθηση3, η κοινωνική ή παράλληλη όπως λέγεται συμβαδίζει με το αναλυτικό πρόγραμμα και έχει τη δική της λογική. Στην πραγματικότητα είναι μια διάρθρωση σχέχεων μέσα από την οποία παράγονται συμπεριφορές, στάσεις ζωής και διαμορφώνεται το ήθος του εκπαιδευόμενου. Αυτό ,λοιπόν, που συμβαίνει στην τάξη είναι πάρα πολύ ευρύτερο από αυτό που εμείς οι καθηγητές αλλά και οι μαθητές μπορούν να σας πληροφορήσουν.
Αυτή η σπουδαία παιδαγωγική αλληλεπίδραση είναι οργανωμένη σε μη φανερούς κανόνες και τύπους και ,όμως, είναι τόσο παρούσα και έντονη. Η τάξη μάς δείχνει τους κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες πάνω στους οποίους οργανώνεται η εκπαιδευτική διαδικασία. Γι΄αυτούς τους κανόνες γι΄αυτά τα προβλήματα δεν έχουμε τη διάθεση να κάνουμε διάλογο σήμερα. Τα απωθούμε , τα παραβλέπουμε ως αν να μην υπάρχουν. Εκεί μέσα αναζητούμε εμείς οι δάσκαλοι το όποιο γόητρο ,το όποιο κύρος του εκπαιδευτικού, εκεί και οι μαθητές μας αγωνιούν να δώσουν το δικό τους στίγμα στη πολυδιάστατη σχολική ταυτότητα.
Η ουσιαστική αλλαγή στο μορφωτικό αγαθό ξεκινά από τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης . Αγωνιζόμενοι και οι Τρεις για την καλή «αλλοίωση»4 έστρεψαν την προσοχή τους στο βάθος, στην ουσία και όχι την επιφάνεια του προσώπου, όπου συνήθως επικρατούν οι ηθικολογίες και οι καθωσπρεπισμποί. Δεν αρκούν άψυχα σχέδια και κατασκευές του νου, ο οποίος συχνά αποσυντονίζεται από τα πάθη και τους εγωϊσμούς. Επιμένουν στην εσωτερική καθαρότητα και διάθεση για την παραγωγή κάθε αγαθού: εκκλησιαστικού, εκπαιδευτικού, κοινωνικού κ.ο.κ Δεν μπορεί κανείς να αποδώσει δικαιοσύνη λ.χ ο εκπαιδευτικός, να γίνει εργάτης της δικαιοσύνης , όταν δεν διαθέτει προσωπική εντιμότητα, αλλά είναι «ή χρήμασι διεφθαρμένος ή φιλία χαριζόμενος ή έχθρα αμυνόμενος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος.
Η ουσιαστική αλλαγή στο μορφωτικό αγαθό ξεκινά από τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης . Αγωνιζόμενοι και οι Τρεις για την καλή «αλλοίωση»4 έστρεψαν την προσοχή τους στο βάθος, στην ουσία και όχι την επιφάνεια του προσώπου, όπου συνήθως επικρατούν οι ηθικολογίες και οι καθωσπρεπισμποί. Δεν αρκούν άψυχα σχέδια και κατασκευές του νου, ο οποίος συχνά αποσυντονίζεται από τα πάθη και τους εγωϊσμούς. Επιμένουν στην εσωτερική καθαρότητα και διάθεση για την παραγωγή κάθε αγαθού: εκκλησιαστικού, εκπαιδευτικού, κοινωνικού κ.ο.κ Δεν μπορεί κανείς να αποδώσει δικαιοσύνη λ.χ ο εκπαιδευτικός, να γίνει εργάτης της δικαιοσύνης , όταν δεν διαθέτει προσωπική εντιμότητα, αλλά είναι «ή χρήμασι διεφθαρμένος ή φιλία χαριζόμενος ή έχθρα αμυνόμενος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος.
Οι γίγαντες Αυτοί της θεολογίας μάχονται για να αφυπνίσουν τη συνείδηση στον άνθρωπο ώστε να στραφεί προς τον εαυτό του να δυναμώσει το θεϊκό σπινθήρα που βρίσκεται μέσα του. Μια δυναμική ανάταση όλων των ψυχικών λειτουργιών: της λογικής, του συναισθήματος, της θέλησης των πάντων. Δεν υπάρχει μάθηση ούτε γνώση, αν δεν συντονιστούν όλες οι ψυχικές δυνάμεις , αν δεν ενοποιηθούν κάτω από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Διατυπώνει με σαφήνεια ο Γρηγόριος: « εάν μικρόν τι του λόγου παρεκτραπής, προς εαυτόν επανάγου, πριν παντελώς έξω πεσείν και κατενεχθήναι προς θάνατον, και γενού καινός αντί παλαιού και ψυχής εόρταζε τα εγκαίνια..»
Ως πραγματικοί γνώστες και ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής οι Άγιοι γνωρίζουν –κι αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα από την ψυχολογία του βάθους- ότι πολλές φορές παραμένουν , έτσι, ανενεργές οι πνευματικές δυνάμεις των μαθητών , που η ενοποίησή τους θα έθετε τα θεμέλια μιας ουσιαστικής μαθησιακής διαδιακασίας. Συνήθως, ως τέτοιου είδους δυνάμεις εμφανίζονται η φιλομάθεια του παιδιού, η συστηματικότητα, το ενδιαφέρον , η αφοσίωση κά. Επιβάλλεται, όμως, μια βαθύτερη εξέταση των δυνάμεων αυτών και η ανακάλυψη ακόμη περισσοτέρων γιατί δεν αρκεί η αναζήτησή τους με σκοπό μόνο λ.χ τη συγκομιδή βαθμών από ανάγκη ή φόβο. Η αίσθηση, από τη μεριά του μαθητή, της προσπάθειας ότι δοκιμάζει τις δυνάμεις του και ταυτόχρονα ότι η δοκιμασία αυτή βρίσκει ανταπόκριση , δημιουργεί προϋποθέσεις για καλύτερη μαθητική εμπειρία. Όταν, μάλιστα, ο μαθητής αντιληφθεί ότι η μάθηση δεν είναι μόνο μια διαδικασία απόκτησης γνώσης , αλλά και μεταβολής και εξύψωσης του εαυτού του, τότε οι προτεραιότητές του έχουν σοβαρή πιθανότητα να ιεραρχηθούν, να μπουν σε μια τάξη.
Το γεγονός ότι όλοι μας, ως μαθητές, αναπτύξαμε αρνητικά ελατήρια στη διαδικασία της μάθησης και ταυτόχρονα πολλούς αμυντικούς μηχανισμούς , ανήκει, φυσικά, στο χώρο της ψυχολογίας και σε μια άλλης τάξεως ανάλυση.
Επειδή οι Μεγάλοι αυτοί Ιεράρχες υπήρξαν και ασκητές της πίστης διέγνωσαν γρήγορα την αξία της άσκησης σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής. Θα αναφερθούμε σύντομα , για την οικονομία του χρόνου, στην «ασκητική» του παιδαγωγού όχι με την έννοια της «παραίτησής του» από την πραγματική παρουσία στην τάξη, αλλά με την έκκλησή του η τάξη να μετέχει της ουσιαστικής άσκησης-άθλησης με τις ακόλουθες δυνατές προϋποθέσεις: α. εσωτερική παρατήρηση του εαυτού. Επειδή η φυσική εξωστρέφεια του παιδιού του προσφέρει τόσα πλεονεκτήματα, ειδικά στην κοινωνικοποίηση, θα ήταν ωφέλιμο να συνδυαζόταν με μια στροφή του νου προς τα μέσα για τη δημιουργία ενός «χώρου» στη συνείδηση που να επιτρέπει το δυσκολότατο, για την ηλικία, έργο του αυτοελέγχου και της αυτοκριτκής. β. παρά το μέγα θέμα της ηθικής ανωριμότητας του παιδιού δεν υπάρχει περίπτωση να μη αισθάνεται ενοχή στις περιπτώσεις εκείνες της μαθησιακής δυσκολίας. Η άρση της ενοχής μόνο σε ένα καθεστώς ελευθερίας παρά εξαναγκασμού μπορεί να επιτευχθεί. Όσο ελεύθερη είναι η επιλογή κάθε ανθρώπου να «ζήσει» το μεγαλείο των δραματικών επιλογών του τόσο ελεύθερη μπορεί να υπάρξει η δυνατότητα για επιστροφή - λύτρωση. Αν στην τελευταία προσπάθεια έρθει αρωγός και κάποιος σοφός μεσίτης, ενδεχομένως, να έχουμε θεαματικά αποτελέσματα γ. πολλοί σοφοί δάσκαλοι ισχυρίζονται, χωρίς να έχουν άδικο, ότι η μάθηση και η παιδαγωγική αλληλεπίδραση είναι μια λειτουργία μύησης με όλα τα τελετουργικά στοιχεία που διακρίνουν μια τέτοια κατάσταση: ιεροποίηση του χώρου, προσδοκία για κάτι καλύτερο, «εξάρτηση» προς το λατρευόμενο πρόσωπο, συνέπεια στο χρόνο 5 κ.ο.κ
Πράγματι ακούγονται ευχάριστα και εξιδανικευμένα όλα τα προαναφερθέντα, και πώς θα μπορούσαν να ισχύσουν θα ρώταγε ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, όταν η κοινωνία αιμορραγεί, το ίδιο κι η εκπαίδευση; Κάποια πράγματα στη ζωή δεν έχουν ως κριτήριο την καταναλωτική μας ευχέρεια και τη δύναμη του πλούτου. Η συλλογική συνείδηση δεν χρειάζεται απαραίτητα τα χρήματα για να ανακαινιστεί. Αυτό θα ήταν εύκολο, αν θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Υπάρχει μια γνωστή φράση ενός Γερμανού διανοητή του F. Heinemann που διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος της αρχαιότητας συνομιλεί μετά του κόσμου, ο άνθρωπος του Μεσαίωνα μετά του Θεού και ο των νεωτέρων χρόνων μετά του ανθρώπου6. Ναι σήμερα συνομιλούμε περισσότερο με τον εαυτό μας , αλλά ως άτομα μέσα σε τραγικούς μονολόγους. Το λυπηρό είναι ότι ο διάλογος μετά του Θεού κατά τον Μεσαίωνα , όπως καταγράφηκε στη Δύση υπήρξε η βασική αιτία να εξυψωθεί το σύνολο, η κοινότητα ακόμη και η Εκκλησία σαν ένα σύστημα μαζικό, δυναμικό, ολοκληρωτικό, απρόσωπο, χρησιμοποιώντας τα ατομικά διακιώματα ως άσκηση εξουσίας. Είναι αυτός ο μονόλογος του υποκειμενισμού και του ανθρωπισμού να μιλάς για διακαιώματα μόνον κάτω από το πρίσμα του εγώ και του συμφέροντος. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοούμε ότο αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί την κινητήρια δύναμη του σύγχρονου πολιτισμού τα αγαθά του οποίου όλοι απολαμβάνουμε. Διαθέτουμε δηλαδή μια συλλογική συνείδηση σε απόλυτη ανεξαρτησία από το Θεό βασιζόμενη στην αυτονομία της και στην αυτάρκειά της. Όμως αυτό το πνεύμα όλο θέλει, όλο κάτι χρειάζεται. Ένα αδηφάγο και άπληστο εγώ διψά για κυριαρχία. Δεν του αρέσει η συμβίωση και ενώ φαίνεται να προοδεύει, προετοιμάζει, κατά πως φαίνεται , και την παρακμή του. Αυτή είναι η «ασθένεια προς θάνατον» που λέει ο Ιερός Χρυσόστομος. Το δράμα της πτώσης της οικοδομής –της κυριολεκτικής, αλλά και της συμβολικής- καλούμαστε να ζήσουμε σήμερα. Υψώσαμε προς το Θεό το δικό μας Πύργο της Ευρώπης , τα δικά μας ιδανικά, τη δική μας αυτόνομη ηθική πιστεύοντες ότι με την ανάπτυξη και την τεχνολογική πρόοδο θα λύναμε όλα τα προβλήματα της ζωής. Έτσι δημιουργήσαμε ο καθένας χωριστά τον ίδιο άχρηστο θεό, το θεό της φαντασίας μας, της λογικής μας, τον νεκρό θεό που θα έλεγε και ο Nitzsche. Μείναμε μόνοι να αντιπαλεύουμε τα έργα μας και τα ένστικτά μας. Ας είμαστε , όμως, και λίγο προσεκτικοί μη δικαιωθεί μια προφητική φράση του Benjamin Constant η οποία ανακεφαλαιώνει μια παλαιότερη φράση του Ιερού Αυγουστίνου ότι ο άνθρωπος από τη θεότητα δια της ανθρωπότητας καταλήξει στην κτηνωδία7.
H παρακμή λοιπόν αυτού του πνευματικού οικοδομήματος δεν πρέπει να προκαλεί μόνον την απαισιοδοξία, από χριστιανικής άποψης, αλλά και την ελπίδα για μια καλύτερη κατανόηση και δυναμικότερη βίωση της χριστιανικής πίστης. Ο άνθρωπος συνομιλεί εντονώτερα , ορθότερα και ειλικρινέστερα μετά του Κυρίου και επανέρχεται ως μια πιο συνειδητοποιημένη και δυναμική προσωπικότητα στην εκκλησιαστική κοινωνία σε εποχές όπως η σημερινή, η οποία διαλύει τα όνειρα για μια δυνατότητα εγκαθίδρυσης επίγειων παραδείσων. Είναι η στιγμή που η λογική αποστατεί από τη φαντασιακή πορεία προς τη θέωση του εγώ και το πρόσωπο διψά για σωτηρία στους κόλπους του Δημιουργού. Τότε διαβλέπει και ο «πιστός της Κυριακής» , ο χριστιανός της ρουτίνας ο οποιοσδήποτε θεολογών νους, εμείς δηλαδή όλοι πόσο δύσκολη είναι η πίστη, πόσο άπειρο βάθος έχει και πόσο μικροί είμαστε απέναντι των Αγίων Πατέρων και οπωσδήποτε απέναντι του Τριαδικού Θεού.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του πιστού, του μαθητή, θα πρόσθετα, είναι η απόγνωση και η αποθάρρυνση, η οποία κυριαρχεί στο πνεύμα του, όταν διαπιστώνει ότι ενίοτε ή συχνότατα υποκύπτει στα λάθη, ζει σφάλλοντας και αδυνατεί ν' αντισταθεί στο κακό. Ο ιερός Χρυσόστομος γνώριζε ότι η απόγνωση σημαίνει πλήρη νίκη του δαιμονικού πνεύματος, διότι οδηγεί τον πιστό σε παραίτηση από τον πνευματικό αγώνα και τελικά σε απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Συνεπώς ας αποκτήσουμε καλύτερες δεξιότητες, ορθότερη κρίση, ιδανικότερη μόρφωση, ας φτιάξουμε τη δική μας βιογραφία. Τότε θ΄ αντιληφθούμε καλύτερα τι σημαίνει ανακαίνιση του κόσμου τούτου.
Κλείνοντας , βέβαια, οφείλουμε να μην παραγνωρίζουμε πως υπάρχουν αρκετοί συνάνθρωποί μας, οι οποίοι δεν συμμερίζονται τη μαρτυρία που κομίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας , αλλά και τον ίδιο τον λόγο του Ευαγγελίου. Άλλα «πιστεύω» διαφορετικές αντιλήψεις –φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές- στο πλαίσιο ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας καθίστανται και θεμιτές και ανθρώπινες.
Αυτό δεν μπορεί να σκιάσει το γεγονός ότι η διδασκαλία και αλήθεια των τριών Ιεραρχών αποτελούν την καρδιά της χριστιανικής, πολιτιστικής, φιλοσοφικής και ηθικής μας κληρονομιάς, από την οποία η συνείδηση του ορθόδοξου λαού μας έχει αντλήσει έμπνευση και δύναμη σε δυσκολότερες και χαλεπότερες καμπές της ιστορίας μας.
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας είναι πεπεισμένοι για τις δυνατότητες του ανθρώπου προς υπέρβαση της τραγικότητάς του. Ο καθένας μπορεί να ελπίζει για τον εαυτό του, σε οποιοδήποτε επίπεδο κι αν βρίσκεται. Και το σημαντικότερο. Να ελπίζει και για τον άλλο. Ο άλλος δεν είναι η κόλαση. Ο καθένας έχει τη δυνατότητα μετανοίας, μεταστροφής, επανόδου στο αρχαίο κάλλος. Από τη μεγαλύτερη πτώση υπάρχει δρόμος προς την ανάβαση. Το κακό δεν έχει υπόσταση. Στερείται ουσίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η ορθόδοξη πνευματικότητα. Μπορεί να αποτιναχθεί με τη χάρη του Θεού σε μια διαρκή και αδιάκοπη πορεία ανακαίνισης.
Αν αστοχείς στην πορεία , γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, (σε ελεύθερη μετάφραση) προσπάθησε να βρεις τον ορθό δρόμο, αν βαδίζεις τον ορθό δρόμο δώσε ακόμη περισσότερες δυνάμεις. Μπορείς να τα καταφέρεις.
Με αυτόν τον τρόπο αγωνίστηκαν οι μεγάλοι Πατέρες, έτσι πορεύεται και η Εκκλησία μας, ορθοτομούντες και ορθοτομούσα τον Λόγο της Σής Αληθείας.
H παρακμή λοιπόν αυτού του πνευματικού οικοδομήματος δεν πρέπει να προκαλεί μόνον την απαισιοδοξία, από χριστιανικής άποψης, αλλά και την ελπίδα για μια καλύτερη κατανόηση και δυναμικότερη βίωση της χριστιανικής πίστης. Ο άνθρωπος συνομιλεί εντονώτερα , ορθότερα και ειλικρινέστερα μετά του Κυρίου και επανέρχεται ως μια πιο συνειδητοποιημένη και δυναμική προσωπικότητα στην εκκλησιαστική κοινωνία σε εποχές όπως η σημερινή, η οποία διαλύει τα όνειρα για μια δυνατότητα εγκαθίδρυσης επίγειων παραδείσων. Είναι η στιγμή που η λογική αποστατεί από τη φαντασιακή πορεία προς τη θέωση του εγώ και το πρόσωπο διψά για σωτηρία στους κόλπους του Δημιουργού. Τότε διαβλέπει και ο «πιστός της Κυριακής» , ο χριστιανός της ρουτίνας ο οποιοσδήποτε θεολογών νους, εμείς δηλαδή όλοι πόσο δύσκολη είναι η πίστη, πόσο άπειρο βάθος έχει και πόσο μικροί είμαστε απέναντι των Αγίων Πατέρων και οπωσδήποτε απέναντι του Τριαδικού Θεού.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του πιστού, του μαθητή, θα πρόσθετα, είναι η απόγνωση και η αποθάρρυνση, η οποία κυριαρχεί στο πνεύμα του, όταν διαπιστώνει ότι ενίοτε ή συχνότατα υποκύπτει στα λάθη, ζει σφάλλοντας και αδυνατεί ν' αντισταθεί στο κακό. Ο ιερός Χρυσόστομος γνώριζε ότι η απόγνωση σημαίνει πλήρη νίκη του δαιμονικού πνεύματος, διότι οδηγεί τον πιστό σε παραίτηση από τον πνευματικό αγώνα και τελικά σε απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Συνεπώς ας αποκτήσουμε καλύτερες δεξιότητες, ορθότερη κρίση, ιδανικότερη μόρφωση, ας φτιάξουμε τη δική μας βιογραφία. Τότε θ΄ αντιληφθούμε καλύτερα τι σημαίνει ανακαίνιση του κόσμου τούτου.
Κλείνοντας , βέβαια, οφείλουμε να μην παραγνωρίζουμε πως υπάρχουν αρκετοί συνάνθρωποί μας, οι οποίοι δεν συμμερίζονται τη μαρτυρία που κομίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας , αλλά και τον ίδιο τον λόγο του Ευαγγελίου. Άλλα «πιστεύω» διαφορετικές αντιλήψεις –φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές- στο πλαίσιο ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας καθίστανται και θεμιτές και ανθρώπινες.
Αυτό δεν μπορεί να σκιάσει το γεγονός ότι η διδασκαλία και αλήθεια των τριών Ιεραρχών αποτελούν την καρδιά της χριστιανικής, πολιτιστικής, φιλοσοφικής και ηθικής μας κληρονομιάς, από την οποία η συνείδηση του ορθόδοξου λαού μας έχει αντλήσει έμπνευση και δύναμη σε δυσκολότερες και χαλεπότερες καμπές της ιστορίας μας.
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας είναι πεπεισμένοι για τις δυνατότητες του ανθρώπου προς υπέρβαση της τραγικότητάς του. Ο καθένας μπορεί να ελπίζει για τον εαυτό του, σε οποιοδήποτε επίπεδο κι αν βρίσκεται. Και το σημαντικότερο. Να ελπίζει και για τον άλλο. Ο άλλος δεν είναι η κόλαση. Ο καθένας έχει τη δυνατότητα μετανοίας, μεταστροφής, επανόδου στο αρχαίο κάλλος. Από τη μεγαλύτερη πτώση υπάρχει δρόμος προς την ανάβαση. Το κακό δεν έχει υπόσταση. Στερείται ουσίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η ορθόδοξη πνευματικότητα. Μπορεί να αποτιναχθεί με τη χάρη του Θεού σε μια διαρκή και αδιάκοπη πορεία ανακαίνισης.
Αν αστοχείς στην πορεία , γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, (σε ελεύθερη μετάφραση) προσπάθησε να βρεις τον ορθό δρόμο, αν βαδίζεις τον ορθό δρόμο δώσε ακόμη περισσότερες δυνάμεις. Μπορείς να τα καταφέρεις.
Με αυτόν τον τρόπο αγωνίστηκαν οι μεγάλοι Πατέρες, έτσι πορεύεται και η Εκκλησία μας, ορθοτομούντες και ορθοτομούσα τον Λόγο της Σής Αληθείας.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΩΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου εορτάζεται, ως γνωστόν, η μνήμη τριών μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, του Βασιλείου του Μεγάλου, επισκόπου Καισαρείας, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του κατ’ εξοχήν Θεολόγου, και του Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου. Την ιδέα να εορτάζονται μαζί οι Τρεις Ιεράρχες συνέλαβε ο επιφανής λόγιος, ρήτορας και φιλόλογος, Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτών, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄ ο Κομνηνός.
Το σκεπτικό με το οποίο καθιερώθηκε ο εορτασμός έχει να κάνει με την ανάδειξης της αριστοτεχνικής σύνθεσης Λόγου και Πνεύματος, φιλοσοφίας και θεολογίας, γνώσης και πίστης την οποία πραγματοποίησαν με τη ζωή και το έργο τους οι τρεις Πατέρες. Η σημασία της σύνθεσης αυτής υπήρξε τεράστια, όχι μονάχα για την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας, αλλά για ολόκληρη τη μετέπειτα ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσω αυτής εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το ανθρώπινο πνεύμα, μια εποχή αρμονικής συνεργασίας και σύζευξης της ανθρώπινης λογικής με την ευαγγελική πίστη, προκειμένου να απαντηθούν οι προκλήσεις των καιρών. Διότι αυτό ακριβώς είναι που κατέστησε τους τρεις Ιεράρχες προσωπικότητες με οικουμενική εμβέλεια και διαχρονικό κύρος: το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν με τρόπο σαφή και ενορατικό ποιες ήταν οι ανάγκες και τα αιτήματα των ανθρώπων της εποχής τους, όχι μονάχα στο πνευματικό και θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της δράσης, της κοινωνικής πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Αυτό εξάλλου σημαίνει να είναι κανείς Πατέρας της Εκκλησίας: να είναιφορέας μιας συνείδησης ευαίσθητης και προφητικής, που συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής, συναισθάνεται τον πόνο, τις ανάγκες και τους καημούς του λαού του Θεού και δείχνει, με το λόγο και το παράδειγμα του, την οδό της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Το οξυμένο ιστορικό αισθητήριο των Πατέρων νομίζουμε, πως έχει ιδιαίτερη σημασία να προβληθεί σήμερα, καθώς ζούμε σε εποχές κρίσιμες και μεταβατικές, όπου βασιλεύει η σύγχυση, η παθητικότητα και ο φόβος, και που μονάχα η σαφής κατανόηση της κατάστασής μας μπορεί να γεννήσει βάσιμες ελπίδες υπέρβασης της κρίσης.
Θα δώσουμε δυο μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την ικανότητα των τριών μεγάλων Πατέρων να ερμηνεύουν σωστά την εποχή τους και να αναμετριούνται με τις προκλήσεις που αυτή έθετε ενώπιόν τους. Το πρώτο αφορά στη σφαίρα της θεωρίας, τηςπαιδείας και του πολιτισμού, ενώ το δεύτερο σχετίζεται με τηνκριτική πολιτική παρέμβαση και την κοινωνική μέριμνα.
Είναι σε όλους γνωστή η εξαιρετική παιδεία και ευρυμάθεια την οποία είχαν οι τρεις Ιεράρχες. Φιλοσοφία, ρητορική, ιατρική συγκαταλέγονται στο επιστημονικό τους οπλοστάσιο. Είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς όσο και επιμελείς –ξέρουμε ότι οι «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι και συμφυείς» φοιτητές Γρηγόριος και Βασίλειος δυο δρόμους ήξεραν κατά τη διάρκεια των κοινών σπουδών τους στην Αθήνα: το δρόμο προς τη Σχολή και το δρόμο προς την Εκκλησία. Η ποσότητα και η ποιότητα του έργου τους τούς αναδεικνύουν σε πνευματικές προσωπικότητες πρώτου μεγέθους –είναι, στο χώρο της θεολογίας, ό,τι για το χώρο των φυσικών επιστημών είναι ένας Κοπέρνικος, ένας Νεύτωνας ή ένας Αινστάιν. Αγαπούν τα γράμματα και τις επιστήμες γιατί θεωρούν ότι η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την πνευματική και ψυχική ωρίμανση του ανθρώπου, αλλά και για την ορθή πρόσληψη και βίωση της χριστιανικής πίστης. Δίχως έλλογο στοχασμό και αναλυτική εμβάθυνση –δηλαδή δίχως θεολογία– η πίστη κινδυνεύει να μεταλλαχθεί σε δεισιδαιμονία, στηριγμένη στην τυφλή υποταγή και τη φανατική προσήλωση. Γι’ αυτό κι όταν ο παλαιός συμφοιτητής τους στην Αθήνα Ιουλιανός –που ως Αυτοκράτορας έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο «Παραβάτης»–εξέδωσε ένα Διάταγμα για την Παιδεία, με το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς δασκάλους τη χρήση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, οι δυο Πατέρες αντέδρασαν άμεσα. Ο μεν Γρηγόριος υπερασπίζεται τη χρήση της έντεχνης γλώσσας εκ μέρους των χριστιανών, προκειμένου η αλήθεια του Ευαγγελίου να μπορέσει να γίνει κατανοητή και σεβαστή από τους ανθρώπους της εποχής, ενώ ο Βασίλειος γράφει προς τους νέους, υποστηρίζοντας ότι το χάσμα ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στην κλασική παιδεία μπορεί υπό προϋποθέσεις να γεφυρωθεί. Αποφασίζοντας αυτοί, οι πλέον μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής τους, να διεκδικήσουν τα ελληνικά γράμματα που τόσο αγάπησαν, παραμένοντας ταυτόχρονα και πιστοί χριστιανοί, ουσιαστικά εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Συνδέοντας την Πίστη του Ευαγγελίου με τον αρχαιοελληνικό Λόγο κατά τρόπο επιλεκτικό και διαλεκτικό έδωσαν τεράστια ώθηση στην προσπάθεια της Εκκλησίας να προσλάβει τον κόσμο και να τον μεταμορφώσει εν Χριστώ. Η δυναμική αυτής της σύνθεσης σημάδεψε τις μετέπειτα εξελίξεις, και ο Χριστιανισμός από χοντροειδής «ιουδαϊκή αίρεση», κατάλληλη μόνο για τους αμόρφωτους και τους απλοϊκούς, μετατράπηκε σε οικουμενική θρησκεία υψηλής εκλέπτυνσης, ικανή να προσελκύσει και τους πλέον καλλιεργημένους. Αντλώντας στο εξής από τον μορφολογικό και εννοιολογικό πλούτο της θύραθεν γλώσσας και παιδείας, οι θεολόγοι της Εκκλησίας μπόρεσαν να επιτύχουν αρτιότητα και σαφήνεια στη διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας την αλήθεια του Ευαγγελίου ενδιαφέρουσα και πειστική για τους ανθρώπους της εποχής τους. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα απομονωνόταν, το μήνυμά της θα έμενε άγνωστο στους πολλούς και το έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου θα ακυρωνόταν. Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η σύνθεσηαρχαιοελληνικής ευφυΐας και χριστιανικής αρετής γέννησε πολιτισμό υψηλής ποιότητας και καθόρισε τις τύχες της ανθρωπότητας για αιώνες.
Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται προσοχή, ώστε να αποφευχθούν παρανοήσεις. Δεν μιλάμε εδώ για κανενός είδους σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Το έργο των τριών Ιεραρχών σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδεολόγημα του «Ελληνοχριστιανισμού», το οποίο, ως γνωστόν, είναι προϊόν της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει ποικίλους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους. Βέβαια είναι αλήθεια ότι υπό την επήρειά του καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών ως επίσημη εορτή των γραμμάτων και της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα –πρώτα από την Ιόνιο Ακαδημία το 1826 και στη συνέχεια από το νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1842-43– όμως αυτό διόλου δεν σχετίζεται με το έργο και την πρόθεση των Πατέρων. Οι τελευταίοι περισσότερο από κάθε άλλον είχαν συναίσθηση ότι ο αρχαίος Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι από κάθε άποψη πολιτισμικά και συμβολικά συστήματα ασύμπτωτα και αντιθετικά. Τα κοσμοείδωλά τους είναι τελείως διαφορετικά, οι θρησκειολογικές τους ταυτότητες είναι ανόμοιες, οι ηθικοί και αξιολογικοί τους κώδικες είναι ασύμβατοι, οι βιοθεωρίες τους αποκλίνουσες. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι Πατέρες ανάμειξαν Ελληνισμό και Χριστιανισμό, διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα επρόκειτο για περίπτωση συγκρητισμού, όπου νέα θρησκευτικά μορφώματα γεννιούνται από τα θραύσματα των παλιών. Εκείνο που έκαναν οι τρεις Ιεράρχες ήταν μια σύνθεση στο επίπεδο της μεθόδου και της μορφής: προσέλαβαν το γλωσσικό και εννοιολογικό όργανο του αρχαίου κόσμου και το χρησιμοποίησαν για να εκφραστεί με περισσότερη πληρότητα και σαφήνεια η αλήθεια του Ευαγγελίου. Φυσικά ακόμη κι η επιλογή αυτή δεν έμεινε χωρίς αρνητικές παρενέργειες στο επίπεδο της θεολογίας –πως θα μπορούσε άλλωστε– ωστόσο τα θετικά στοιχεία, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ήταν απείρως περισσότερα των αρνητικών.
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμα, το οποίο σχετίζεται με το κοινωνικό έργο και την δημόσια πολιτική παρουσία των τριών Ιεραρχών. Αν στο επίπεδο της θεωρίας και της θεολογίας η προσφορά του Βασιλείου και του Γρηγορίου ζυγίζει περισσότερο, όταν περνάμε στο επίπεδο της δράσης ανατέλλει το άστρο του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Όχι πως υστερεί σε θεολογική εμβρίθεια ο Χρυσόστομος, καθώς πρόκειται για τον κορυφαίο εκπρόσωπο της μεγάλης ερμηνευτικής παράδοσης της Αντιόχειας, που ανέδειξε το πολύσημο νόημα της Γραφής, συντελώντας στην πληρέστερη κατανόησή της από τους πιστούς. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι σ’ αυτόν χρωστάμε το σημαντικότερο ίσως κείμενο της εκκλησιαστικής γραμματείας, τη Θεία Λειτουργία, που με τρόπο υποδειγματικό συνταιριάζει υψηλή ποίηση και βαθιά θεολογία. Όμως ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Χρυσόστομος μετατρέπεται σε πραγματικό πρότυπο πολιτικού θεολόγου. Υπερασπίζεται τις χήρες και τα ορφανά, κατακρίνει τους αφιλάνθρωπους πλούσιους, εγκαινιάζει ιδρύματα για τους ασθενείς και τους εγκαταλελειμμένους, οργανώνει συσσίτια για τους χιλιάδες φτωχούς της ξιπασμένης νεόπλουτης Βασιλεύουσας. Μα δεν είναι το τεράστιο φιλανθρωπικό τους έργο που τον καθιστά μεγάλο στη συνείδηση της Εκκλησίας. Φιλάνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί. Η διαφορά είναι ότι ο Χρυσόστομος συνδυάζει αγάπη και παρρησία. Συμπληρώνει το φιλανθρωπικό του έργο με δριμιά κριτική ενάντια στην εξουσία, ενάντια στους πολιτειακούς άρχοντες που θεσπίζουν άδικους νόμους και επιβάλλουν απάνθρωπη φορολόγηση στο λαό. Ακόμη και κατά της ίδιας της Αυγούστας Ευδοξίας βάλλει, καυτηριάζοντας την ανηθικότητα και την πλεονεξία της. Δείχνει με τον τρόπο αυτό ότι η φιλανθρωπία δεν αρκεί όταν δεν συνοδεύεται από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν λείπει ο πύρινος λόγος αναφορικά με τα αίτια και τους υπεύθυνους της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο για άνθρωπο που ελέγχει τους ισχυρούς και αντιστέκεται στην εξουσία, ο Χρυσόστομος εκδιώχθηκε, απειλήθηκε, εξορίστηκε και τελικά πέθανε από τις κακουχίες σε κάποιο ασήμαντο χωριό στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πολιτική θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου. Πραγματικό πριγκιπόπουλο της ζωής από κάθε άποψη, επιλέγει μετά τις σπουδές του να αναχωρήσει για να ασκηθεί στην έρημο. Κι όταν μετά από χρόνια επιστρέφει και συναντιέται με τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο εκείνος θα τον αναγνωρίσει μόνο από τη φωνή του. Οι μοναστικοί κανόνες που θα επεξεργαστεί υπήρξαν, ως γνωστόν, ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώθηκε η μοναχική ζωή σε Ανατολή και Δύση. Όμως ο Βασίλειος δεν είναι μόνο αναχωρητής και μέγας θεολόγος, είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης, απόλυτα ρεαλιστής και κοινωνικά ευαίσθητος. Συμπονά τους πάσχοντες και τους καταφρονημένους και για να τους ανακουφίσει ξοδεύει όλη την τεράστια περιουσία του για να οικοδομήσει το πρώτο συγκρότημα κοινωνικής πρόνοιας στην ιστορία της ανθρωπότητας, την περίφημη «Βασιλειάδα», με νοσοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες, κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες μέριμνας και περίθαλψης στις οποίες συμμετέχει προσωπικά και ο ίδιος. Δεν μένει όμως εκεί. Όμοια με το Χρυσόστομο συνοδεύει την πράξη με λόγο, τη φιλανθρωπία με θεολογία, την προσφορά με κριτική. Γράφει και κηρύττει κατά των πλουσίων που καταχρώνται τα κοινά θεόσδοτα αγαθά εις βάρος των φτωχών. Στηλιτεύει την απανθρωπιά τους, την ασέβεια και την αλαζονεία τους απέναντι στον πόνο του πλησίον. Ζητά δικαιοσύνη και έλεος, υπερασπίζεται την κοινοκτημοσύνη και καταδικάζει την αδιαφορία, την οποία θεωρεί συνενοχή. Και μόνο ο πρόωρος θάνατός του λίγο πριν κλείσει μισό αιώνα ζωής ανακόπτει την ορμή του για κοινωνική μαρτυρία και προσφορά.
Όμως και ο τρίτος της χορείας των Αγίων, ο από τη φύση του μελαγχολικός Γρηγόριος, ο ευαίσθητος λυρικός, ο αυτοβιογραφικός ποιητής της απομόνωσης και του αναστοχασμού, όταν βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «πράξη ή αναχώρηση» επιλέγει τελικά την εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα μόνο και μόνο από αγάπη για την Εκκλησία και το λαό που τον χρειάζεται. Ένθερμος θιασώτης του «θεωρητικού βίου» υπακούει στις προτροπές του φίλου Βασίλειου και αποδέχεται απρόθυμα τον αυτοκρατορικό διορισμό στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρεί ως ευκαιρία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία του Χριστού. Κι όταν πολύ σύντομα απογοητεύεται από τη διαγωγή των συνεπισκόπων του, τους οποίους δεν διστάζει να ελέγξει αυστηρά, με μεγάλη ευκολία –σχεδόν χαρούμενος– παραιτείται του λαμπρού αξιώματός και επιστρέφει στη γαλήνη της απομόνωσης. Ακόμη και με τον επιστήθιο φίλο του Βασίλειο ψυχραίνεται, που τον έμπλεξε με τα αξιώματα και τις έγνοιες της διοίκησης. Ακόμη και τότε όμως ομολογεί πως, παρά τα βάσανα και τους κόπους, αξίζει κανείς να δίνει τη μαρτυρία του, αναλαμβάνοντας πολιτική και κοινωνική δράση υπέρ των αδελφών εν Χριστώ, «και μάλιστα των ελαχίστων».
Η αποφασιστική αυτή στάση των τριών Ιεραρχών στα κοινωνικά ζητήματα προέκυψε ως απάντηση σε πιεστικά προβλήματα της εποχής, που είχαν να κάνουν με τη γενικευμένη αβεβαιότητα και αστάθεια, αδικία και εκμετάλλευση που επικρατούσαν στον κοινωνικό χώρο, καθώς και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Διέγνωσαν δηλαδή οι Πατέρες ότι δεν αρκεί να ιερουργούν μόνο και να στηρίζουν τους ανθρώπους στην «αδάπανον ευσέβειαν», που έλεγε κι ο Βασίλειος, αλλά ως καλοί ποιμένες έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν και για την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής των συγκαιρινών τους. Και ως γενναίοι μαχητές που ήταν, αναδέχθηκαν αυτήν την ευθύνη, προτάσσοντας τον εαυτό τους στην υπεράσπιση του λαού. Ακολουθούν σε αυτό τους Προφήτες της Π.Δ., που ελέγχουν τους ισχυρούς και υπερασπίζονται το όραμα της καθολικής απελευθέρωσης, αλλά κυρίως τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος εξαρτά σαφώς την είσοδο στην τρισευλογημένη Βασιλεία Του από την αγάπη και τη φροντίδα που επιδεικνύει κανείς προς τον πλησίον –και μάλιστα αυτόν που έχει ανάγκη. Αποδεικνύουν έτσι οι Πατέρες εντελώς λανθασμένα τα σύγχρονα φληναφήματα περί της δήθεν πνευματικής αποστολής που οφείλει να έχει η Εκκλησία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πολλοί εντός και εκτός της Εκκλησίας, ότι δεν πρέπει να ασχολείται με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα –να αδιαφορεί, μ’ άλλα λόγια, για τους υλικούς όρους της ύπαρξης. Λες και ο λαός του Θεού δεν αποτελείται από ανθρώπους με πιεστικές ανάγκες και πραγματικές ελλείψεις και επιθυμίες, αλλά από άσαρκους αγγέλους που τυρβάζουν ψάλλοντας εν ουρανοίς. Στους αντίποδες μια τέτοιας παρανόησης, το εμβληματικό υπόδειγμα των τριών Πατέρων μάς δείχνει, και στην περίπτωση αυτή, το σωστό δρόμο –το δρόμο της θυσίας και της διακονίας, που είναι ταυτόχρονα και δρόμος αντίστασης στο Κακό και κριτικής των αρχών και των εξουσιών του αιώνος τούτου. Τέτοιο ήταν πάντοτε το καθήκον όσων επιθυμούν να ονομάζονται και να είναι μαθητές του Χριστού.
Ας προσευχηθούμε ο Κύριος των Δυνάμεων να αξιώσει και να εμψυχώσει όλους μας, κλήρο και λαό, ώστε να αναλάβουμε πρόθυμα το καθήκον της μαρτυρίας υπέρ του δίκαιου και της προσφοράς υπέρ των αδυνάτων με «αρετή και τόλμη» στους σκοτεινούς καιρούς που έρχονται.ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Έχουν ομιλήσει για πολλές πλευρές και διαστάσεις της προσωπικότητας και του έργου των Τριών Ιεραρχών. Εμείς επιλέγουμε, αντί να μιλήσουμε για μια πλευρά και μια διάσταση, να εστιάσουμε στο πολύπλευρο και πολυδιάστατο αυτών. Από εδώ και η επιλογή του θέματος για το καθολικό και οικουμενικό ήθος των Τριών Ιεραρχών. Και αυτό όχι χωρίς επίκαιρους λόγους.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται ως εκκοσμικευμένη, βιώνει δηλαδή τον περιορισμό της πίστης και της σχέσης με την Αλήθεια σ' ένα απομονωμένο, ιδιωτικό ή συλλογικά ιδιωτικό, "θρησκευτικό" χώρο. Η Παιδεία, ακολουθώντας τις ανάγκες για λειτουργική εξειδίκευση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, προσφέρει αποσπασματικές, ασύνδετες, μερικές γνώσεις, γνώσεις που υπηρετούν το "Σύστημα" και όχι τον Άνθρωπο. Η Οικονομία, ένας επιμέρους τομέας της ζωής, κατακυριεύει και εξουσιάζει το σύνολο, το Όλον της Ζωής. Το Ιερατικό λειτούργημα από διακονία και θυσιαστική αυταπάρνηση αντιμετωπίζεται ως αξίωμα που αποφέρει κοινωνική αναγνώριση, κύρος και οικονομικά οφέλη και πολλές φορές γίνεται αντιληπτό με ένα τρόπο που λίγο απέχει από τη Μαγεία. Ταυτόχρονα η Εκκλησία από Ευχαριστιακό Σώμα και Κοινωνία Αγάπης γίνεται αντιληπτή ως κοσμική εξουσία, όπου ο Νόμος δεν αφήνει να φανεί η Χάρις. Από την άλλη ο Θεολογικός λόγος είτε δεν παρεμβαίνει κριτικά είτε εστιάζεται σε δευτερεύοντα και "ακίνδυνα" θέματα, χωρίς να ακολουθεί το παράδειγμα των Προφητών του Ισραήλ, του Κυρίου και των Τριών Ιεραρχών.
Ειδικά σε μια τέτοια εποχή δεν μπορεί να είναι άλλος ο λόγος της εορτής και της τιμής προς τους Τρεις Ιεράρχες από το γεγονός ότι αποτελούν ένσαρκα ιστορικά πρότυπα του Ορθόδοξου Ήθους, ενός ήθους καθολικού και οικουμενικού, ορίζοντας του οποίου είναι το Όλον, που αγκαλιάζει τα πάντα, ολόκληρη τη Ζωή, σε όλες τις διαστάσεις και το βάθος της, ένα ήθος που ούτε στην εποχή τους ήταν κυρίαρχο, ούτε στην εποχή μας, ένα ήθος πάντοτε ζητούμενο, και ειδικά στην Παιδεία μας. Το καθολικό αυτό όραμα επεξεργάστηκαν, αλλά προπαντός έζησαν με σθένος και πρωτοτυπία οι τρεις Οικουμενικοί Ιεράρχες και Διδάσκαλοι, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ζώντας με όλη τους την ύπαρξη το βιβλικό μήνυμα για την "ανακεφαλαίωση των πάντων" στον Χριστό, στοχάστηκαν, ανέλυσαν και αγωνίστηκαν για μια καθολική αλλαγή των ανθρωπίνων πραγμάτων με άξονα και προοπτική το ευαγγελικό ιδανικό. Βίωσαν τη δυναμική της "καλής αλλοιώσεως", της Μετάνοιας, της μεταμόρφωσης των πάντων, την οποία εγκαινιάζει ο Χριστός στην εσωτερικότητα των ανθρώπων και στις κοινωνικές τους σχέσεις. "Πας ο βίος εγκαινιζέσθω σοι, πάσα πολιτείας οδός", προτρέπει ο Γρηγόριος.
Παρά την ανάλυση και κατάδειξη της αντιφατικότητας και της τραγικότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων δεν καταλήγουν στην απαισιοδοξία. Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ον τρεπτόν και αλλοιωτόν, δεκτικόν μεταβολής. Η πτώση καλεί σε υπέρβαση. Η Θεολογία των Τριών Ιεραρχών δεν γνωρίζει στάση, ακινησία, τέλμα, αδιέξοδα, καλεί σε αδιάκοπη δημιουργική ανανέωση. Η αισιοδοξία τους αυτή στηρίζεται στον δεύτερο Αδάμ, τον Χριστό, που δίνει τη δυνατότητα της Σωτηρίας στο Σώμα Του, την Εκκλησία, την ανακαινισμένη Κτίση. "Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις, ανακαινίζεσθε" μας καλεί και πάλι ο Γρηγόριος.
Η ανακαίνιση αυτή είναι αγώνας για τελείωση, ολοκλήρωση, αυθεντικότητα και καθολικότητα. Αυτά όμως δεν είναι υπόθεση ατομική. Ο Χριστιανισμός δεν είναι η "σωτηρία της ψυχής", αλλά η απώλεια αυτής υπέρ των άλλων, γεγονός κοινωνικό. "Θηριώδες και απάνθρωπον" χαρακτηρίζουν οι Πατέρες την φροντίδα μόνο για τη σωτηρία του εαυτού μας. Για τον Χρυσόστομο "υπεύθυνος γαρ έκαστος της του πλησίον σωτηρίας εστί".
Από την εκκλησιαστική αυτή εμπειρία ωθούμενοι ασκούν την επίκαιρη πάντα κριτική κατά της ανισότητας και υπέρ της δικαιοσύνης. Την ομοτιμία και ισοτιμία των ανθρώπων την ορίζουν ως φυσικό δώρο του Δημιουργού, και τους διαχωρισμούς των ανθρώπων καταγγέλλουν ως "φαύλες τομές". "Τις δεσπότης ή δούλος; η φαύλη τομή", γράφει ο Γρηγόριος, "εις πάσι πλάστης, εις νόμος, κρίσις μία".
Ρήγμα στην ανδροκρατική κοινωνία της εποχής, αλλά και στη σημερινή αποτελούν λόγοι όπως: "άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες, δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία", "εις ποιητής ανδρός και γυναικός". Σ' όσους επικαλούνται γραφικά χωρία στις θεωρίες τους περί υπεροχής των ανδρών ο Χρυσόστομος δεν διστάζει να παραλληλίσει την ομοτιμία των δύο φύλων με την ομοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα.
Η αδικία στις ανθρώπινες σχέσεις, στην κοινωνία, προέρχεται ακριβώς από την ανατροπή της φυσικής ισότητας, ενώ η κοινωνική δικαιοσύνη θεμελιώνεται με την εμμονή σ' αυτήν. "Δικαιοσύνη δε μη πλέον ζητείν έχειν. της δε ισότητος έκβασις, τουτ' αδικία". Οι κλασικές αντιθέσεις, δουλεία - ελευθερία, φτώχεια - πλούτος, που χωρίζουν τους ανθρώπους, είναι "αρρωστήματα", "επινοήματα κακίας". Ελευθερία και πλούτος βρίσκονται στην τήρηση της θείας εντολής, δουλεία και φτώχεια στην απομάκρυνση από τον Θεό.
Ο λόγος τους γίνεται πύρινος, όταν αγγίζουν τα θέματα του πλούτου και της κοινωνικής αδικίας. Ο πλούτος είναι αντιστρόφως ανάλογος της αγάπης για τον Βασίλειο. "Όσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη". Ο πλούτος πρέπει να είναι κινητικός. Η γνήσια θρησκευτικότητα αποδεικνύεται από την ευκολία να δίνεις, να βοηθάς. Ο Χρυσόστομος βλέπει τη γύμνωση του Χριστού να επαναλαμβάνεται στους γυμνούς και κατατρεγμένους γύρω μας. Ιδιαίτερα όμως ξεσκεπάζουν την υποκρισία των "ευσεβών" προσφορών και αγαθοεργιών με χρήματα μαζεμένα από αδικίες.
Το έργο τους και η πράξη τους υπήρξαν πολυδιάστατα. Ήδη καταξιωμένοι ως διανοούμενοι, προχωρούν στην πρώτη γραμμή ευθύνης, αποδεχόμενοι την ιερατική αποστολή ως προσωπική σταύρωση για την Εκκλησία και όχι για την άντληση κύρους και εξουσίας.
Πρεσβύτερος ακόμη στην Αντιόχεια ο Χρυσόστομος οργάνωσε την συντήρηση 3.000 χηρών και εκατοντάδων ξένων, ασθενών, φυλακισμένων. Μετέσχε στην αγωνία του λαού της Αντιόχειας, που γκρεμίζοντας τους ανδριάντες κινδύνευε με ομαδική τιμωρία από τον αυτοκράτορα. Από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κων/πολης συμπαρίσταται σε 7.000 φτωχούς και αδικημένους.
Ο Γρηγόριος αγωνίζεται στη βασιλεύουσα για την επικράτηση της Ορθοδοξίας, όταν ο Αρειανισμός δείχνει να επικρατεί, και αποσύρεται από τον πατριαρχικό θρόνο για τη διευκόλυνση της ειρήνης στις τάξεις των Ορθοδόξων.
Εκπληκτική στην πολυμορφία της είναι η κοινωνική δράση του Μ. Βασιλείου για την οργάνωση της "καινής πόλεως", της "Βασιλειάδας" - όπως ονομάστηκε αργότερα και για την οποία απέφυγε να γράψει ο ίδιος - με νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξενώνες, διδακτήρια, εργαστήρια.
Και οι τρεις τους στάθηκαν με ταπείνωση και πνεύμα διακονίας μπροστά στους αδύνατους, και με θάρρος και αξιοπρέπεια μπροστά στους δυνατούς. Είναι πασίγνωστη η στάση του Μ. Βασιλείου απέναντι στον αυτοκράτορα Ουάλη και τον έπαρχο Μόδεστο, το ίδιο και η κριτική του Χρυσοστόμου στις αυθαιρεσίες της αυτοκράτειρας Ευδοξίας.
Δεν παραμέλησαν και το ιεραποστολικό έργο, το οποίο οργάνωσαν και βοήθησαν, καθώς η Εκκλησία δεν ήταν γι' αυτούς μια κλειστή θρησκευτική κάστα, αλλά κατά το πρότυπο του Θεανθρώπου Χριστού, ένα άνοιγμα προς τον κόσμο, μια συνεχής κλήση σε μετάνοια και σωτηρία, μια ευχάριστη αγγελία για τη Σάρκωση του Θεού και τη Θέωση του Ανθρώπου.
Με την ανανέωση που επέφεραν στην λειτουργική ζωή αλλά και στον Μοναχισμό, μας υπενθυμίζουν ότι η Παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι τυπολατρική συντήρηση, ιεροποίηση του παρελθόντος, αλλά ζωή εν Χριστώ, ζωή που ανακαινίζεται και μεταμορφώνεται υπό την εσχατολογική εμπειρία του ερχόμενου εν δόξη Ιησού Χριστού. Όποιοι αναπολούν «χαμένους παραδείσους» και την επιβίωση των τύπων του παρελθόντος δεν έχουν αφομοιώσει το μάθημα των Πατέρων για την εσχατολογική φύση της Εκκλησίας που πορεύεται δυναμικά και δημιουργικά προς τη μελλοντική Βασιλεία του Θεού.
Στο θέμα της αξιοποίησης της Παιδείας και της έμφασης στην μόρφωση, ακολούθησαν την Χριστολογική οδό. Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση χωρίς να υποταχθεί στο πρόσλημμα, την ανθρώπινη αμαρτία, έτσι και αυτοί "ντύνουν" την ευαγγελική αλήθεια με όρους και έννοιες της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας χωρίς να υποτάσσουν τον Λόγο του Θεού στη Λογική του Ανθρώπου. Είναι επίσης σημαντική η σύνδεση που κάνουν της Παιδείας και της μόρφωσης με την Δικαιοσύνη. Η ζωή υπάρχει στη Δικαιοσύνη και η Δικαιοσύνη έχει όπλο πανίσχυρο την Παιδεία. Το παράδειγμά τους δεν μπορεί παρά να εμπνέει τους σημερινούς Ιεράρχες και Θεολόγους, αλλά και σύμπασα την Εκπαιδευτική Κοινότητα.
Είναι πλέον προφανές ότι επείγει ο προσανατολισμός όλων σ' αυτό το καθολικό και οικουμενικό ήθος σταυρικής αυταπάρνησης και θυσιαστικής αυτοπροσφοράς, που απορρέει από την πιστότητα στο Χριστό και στο Σώμα Του, ήθος που πραγμάτωσαν ιστορικά οι τρεις Πατέρες και Διδάσκαλοι. Η πιστότητά τους στο Χριστό δεν ήταν μια επιλογή ανάμεσα στις άλλες, αλλά η καθορίζουσα το σύνολο της ζωής τους. Η εν Χριστώ ζωή δεν γνωρίζει διαχωρισμούς σε ιερή - θρησκευτική και κοσμική - βέβηλη σφαίρα. Το όλον της ζωής αγιάζεται, το όλον της ζωής μεταμορφώνεται. "Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά".
Οι Τρεις Ιεράρχες Θεμελιωτές της Ορθοδοξίας
Θεωρώ ότι ό συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι ή ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον ορθολογισμό και στην «Ορθοδοξία Με άλλους όρους, στηρίχτηκε στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, όπως θεμελιώνεται στη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και ερμηνεύεται στα μεγάλα κείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας, στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ή ελληνική σύλληψη της Σχολικής Εκπαίδευσης συνδυάζει από παλιά δύο παιδευτικές αρχές: την Ελληνικότητα και τη Χριστιανική Πίστη, ό,τι ονομάστηκε Ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Πρόκειται για ένα ιδεώδες πού δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως, όταν το υποστήριζε ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τονΚωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα κ. ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ό Μακρυγιάννης, ό Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε αργότερα, όταν παρασυνδέθηκε μ” έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων. Σήμερα είναι, νομίζω, πλέον καιρός ή λέξη ελληνοχριστιανικός να «αποχαρακτηρισθή» πολιτικά και ιδεολογικά, με εξαίρεση τις ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Επταετίας, και να επανακτήσει το πρωτογενές και ουσιαστικό εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της, πού είναι ή αναφορά στο δίπολο Ελληνικότητας και Χριστιανισμού, κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί οι τρεις αυτοί γίγαντες της Πατερικής Θεολογίας μέσα από τη βαθειά χριστιανική τους πίστη και το θεϊκό χάρισμα, «τη θεία χάρη» να αποτελέσουν τους κύριους και αυθεντικούς (μετά τον Παύλο) ερμηνευτές της χριστιανικής διδασκαλίας, να ορίσουν την ορθόδοξη διάσταση του Χριστιανισμού, είχαν το πρόσθετο προνόμιο να ακονήσουν το πνεύμα τους στα μεγάλα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ρητορικής, σε γλώσσα ελληνική και σε μεγάλες Σχολές του Ελληνισμού, στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών ό Βασίλειος και ό Γρηγόριος, στην Αντιόχεια κοντά στο Λιβάνιο ό Ιωάννης.
Έτσι, ήταν λογικό να γίνουν και οι φυσικοί υποστηρικτές της παιδευτικής σύζευξης των ελληνικών γραμμάτων με τα χριστιανικά διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης. Με τη θητεία τους στα ελληνικά γράμματα δεν απαρνήθηκαν την ίδια τους την ύπαρξη, τη Χριστιανική Πίστη, με την οποία ταυτίστηκαν και την οποία υπερασπίστηκαν και στερέωσαν με την ίδια τη ζωή και το έργο τους. Ούτε όμως πρόδωσαν την καλλιέργεια πού απέκτησαν από την αναστροφή τους με τον ελληνικό στοχασμό. Αυτοί ήσαν πού τόλμησαν να υποστηρίξουν την ανάγκη επαφής των Χριστιανών, ιδίως των νέων, με την ελληνική παιδεία, με τα ελληνικά κείμενα:«Και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσί και πάσιν άνθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι». Ό Μ. Βασίλειος δεν διστάζει να πει για τον Όμηρο: «Πάσα μεν ή ποίησις τω Όμήρω αρετής εστίν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει». Και χρειάζεται θάρρος, για να χαρακτηρίσει κανείς ως απληροφόρητους, ως «κακώς είδότας», όσους θεωρούν «την έξωθεν (παιδείαν, δηλαδή την θύραθεν, την ελληνική) ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» και να λέει απαξιωτικά«ουκουν άτιμαστέον την παίδευσιν (εννοεί την ελληνικήν), ότι τούτο δοκεί τισιν».
Αν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην απέχθεια των νεοφώτιστων Χριστιανών προς την ειδωλολατρία των Ελλήνων και τα ασεβή ελληνικά γράμματα (Έλλην, μην το ξεχνάμε, σήμαινε «ειδωλολάτρης», το ίδιο όπως και ή λέξη «εθνικός») και στην, από την άλλη μεριά, περιφρόνηση των Ελλήνων για τους απαίδευτους Χριστιανούς, αυτό έγινε μόνο χάρη στη σθεναρή στάση, το κύρος και την πρακτική των Τριών Μεγάλων ελληνοσπουδασμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα συνέβαλε και ή υιοθέτηση και καθιέρωση της αττικιστικής μορφής της ελληνικής γλώσσας (αντίθετα προς την απλούστερη ελληνιστική Κοινή, στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο). Μέσα από αυτήν (την αττική) ή πρόσβαση προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα έγινε ευκολότερη.
Η θέση των τριών μεγάλων πνευματικών μορφών και διδασκάλων της Ορθόδοξης Θεολογίας ήταν προϊόν μιας βαθύτερης, ειλικρινούς και βιωματικής κατάφασης προς το Θεό, πρώτα και πάνω απ” όλα, με την τριαδική χριστιανική του σύλληψη, προς τον άνθρωπο, το τέλειο δημιούργημα του Θεού, προς το πνεύμα, πού κατ” εξοχήν συνδέει τον άνθρωπο με το Δημιουργό του, και προς την καλλιέργεια του πνεύματος μέσα από τα διδάγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αλλά και με την κατάκτηση της γνώσης και την άσκηση της κρίσης και της γλωσσικής έκφρασης ακόμη, ή οποία – για τους τρεις μεγάλους διανοητές Χριστιανούς – περνάει μέσα από την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά κείμενα. Ετσι, στη διδασκαλία των Μεγάλων αυτών Πατέρων ή ορθολογική σκέψη της Δύσης συνδυάστηκε και συμφιλιώθηκε με την «Ορθοδοξία της Ανατολής, με την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον ανατολικό χώρο, ενώ ό οικουμενικός χαρακτήρας της Χριστιανικής Πίστης κάλυψε και καλύπτει Ανατολή και Δύση.
Τρεις Ιεράρχες
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ως Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται οι τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγαςκαι ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος.Αναδείχθηκαν πατέρες της εκκλησίας και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τους έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος...».
Και οι τρεις έδειξαν προσήλωση στη χριστιανική θρησκεία κι η ζωή τους ήταν γεμάτη από τους αγώνες τους γι' αυτή. Τα συγγράμματά τους, αλλά και η προφορική τους διδασκαλία έδωσαν δόξα και αίγλη στη χριστιανική παιδεία.
Γαλουχημένοι με τα βαθιά νοήματα της θρησκείας και άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής σοφίας, συνδύασαν τις γνώσεις τους αυτές και πρόσφεραν τις πρώτες βάσεις στη διαμόρφωση της ελληνοχριστιανικής παιδείας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Για τη μεγάλη προσφορά τους στα γράμματα ανακηρύχτηκαν άγιοι προστάτες των γραμμάτων, των μαθητών και γενικά της σπουδάζουσας νεολαίας.
Για τη σοφία τους και τη χριστιανική τους ζωή, η ορθόδοξη Εκκλησία τους ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30 Ιανουαρίου κάθε έτους. Κι επειδή είναι και προστάτες των γραμμάτων, καθιερώθηκε αυτή η γιορτή να είναι και γιορτή των γραμμάτων και της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Η καθιέρωση αυτή έγινε μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και από το 1842 η γιορτή καθιερώθηκε ως εκπαιδευτική από τη σύγκλητο του πανεπιστήμιου Αθηνών. Η γιορτή αυτή επεκτάθηκε και στα γυμνάσια και στα δημοτικά σχολεία που την ημέρα αυτή αργούν και οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις και τελετές στη μνήμη των Αγίων.
Πίνακας περιεχομένων
Η καθιέρωση της εκκλησιαστικής εορτής των Τριών Ιεραρχών
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώνεται στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου ή τουΑλέξιου Α΄Κομνηνού από τον μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα τουλάχιστον της ακολουθίας για τους τρεις αγίους της Εκκλησίας[1]. Στην ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της τριανδρίας με τον τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία.[2] Οι απαρχές της εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού» [3] Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχοςαναδιοργανώνει τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντάς την Σχολή με λόγιους όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, οΙωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους. Οι μεταρρυθμίσεις που ο Κωνσταντίνος Θ΄ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στην συνέχια.[4] Πράγματι οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου της συντεχνίας των συμβολαιογράφων[5]Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού καιΙωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στην θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας η οποία επιθυμεί να ελέγχξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία. Οι τρεις άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρεπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας μητροπολίτης. Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των τριών πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού
H ιστορία καθιέρωσης της εορτής της εκπαίδευσηςΠριν την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
Η αυτονόμηση της εορτής από το εκκλησιαστικό πλαίσιο και η θεσμοθέτησή της ως σχολικής εκδήλωσης δεν αναφέρεται πριν από τον 19ο αιώνα. Προηγείται αυτής, σύμφωνα με την ιστορικό Έφη Γαζή, η τέλεση μνημοσύνου την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για τους χορηγούς σχολείων στη συνοικία Σταυροδρόμιτης Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ το 1805. Άλλη μια αναφορά υπάρχει για την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και τον εορτασμό κατά την 30η Ιανουαρίου της μνήμης των ευεργετών και συνδρομητών του σχολείου από το 1812-1813. Στην Ιόνιο Ακαδημία οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται και τιμώνται ως οι προστάτες της από τη σύστασή της (1824-1826).[6]
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, στις 9 Αυγούστου του 1841 η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του Δημήτριου Μαυροκορδάτου, καθηγητή του ιδρύματος, και δωρεάς της οικίας του θανόντος, από τον πατέρα του, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την εκκλησιαστική εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842.[7] Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σ΄ αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.[8]
Εκκλησιαστικοπολιτικές και ιδεολογικές παράμετροι της καθιέρωσης της εκπαιδευτικής εορτής
Είναι η εποχή που το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και των συνακόλουθων αντιδράσεων αποτελεί μέιζον πολιτικό θέμα. Οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, αλλά και Ελληνικού Βασιλείου και Ρωσίας είναι ψυχρές έως τεταμένες. Παράλληλα είχαν αρθρωθεί επιφυλάξεις για τον ρόλο του νεοπαγούς θεσμού του Πανεπιστημίου και το αν θα εκτόπιζε την Εκκλησία από τα εκπαιδευτικά πράγματα κι αν θα ήταν φιλικά προσκείμενος στη θρησκεία. Όπως επισημαίνει η Έφη Γαζή, η καθιέρωση της πανεπιστημιακής αυτής εορτής στα μέσα του 19ου αιώνα εγκράφεται στα πλαίσια της «απόσεισης των κατηγοριών περί αθεΐας» στην «προβολή και του Πανεπιστημίου ως χώρου διαφύλαξης παραδοσιακών αξιών» και στη «σύνδεσή του με την αυτοκέφαλη Εκκλησία».[9] Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα «αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης θρησκευτικής ζωής με την κοσμική ελληνική ζωή».[10] Κι αυτό αποτυπώνει μεταξύ άλλων η καθιέρωση της συγκεκριμένης εορτής.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου