Μια δημόσια γιορτή είναι γιορτή μνήμης. Μια δημόσια ομιλία για τις τρεις μεγάλες μορφές της εκκλησιαστικής διακονίας και των ελληνικών γραμμάτων Βασίλειο το Μέγα, Γρηγόριο το Θεολόγο και Ιωάννη το Χρυσόστομο πάντα φέρνει σε δυσχερή θέση τον ομιλητή. Κάθε φορά που μιλάει κανείς για τους Τρεις ιεράρχες μια σκέψη έρχεται αυθόρμητα· η ομιλία να είναι επίκαιρη , να «πιάνει» τον παλμό της εποχής, το θέμα της ημέρας, αυτή την ίδια την επικαιρότητα. Μια δεύτερη σκέψη σε οδηγεί όχι στην εντύπωση, ούτε στην εκρηκτικότητα των γεγονότων, αλλά σε πιο νηφάλια κα ειρηνικότερη ερμηνεία του λόγου των Πατέρων.
Άλλωστε τον τελευταίο καιρό όλοι μας γινόμαστε αποδέκτες τέτοιου είδους κριτικής επί παντός επιστητού, αρνητικής κριτικής επί πάντων, η οποία αγγίζει και τα όρια της αυτομαστίγωσης της συλλογικής μας συνείδησης. Έτσι , λοιπόν, προτίμησα να μιλήσω με την οπτική ενός δασκάλου και με κύριο θέμα το μορφωτικό αγαθό και την κοινωνική του διάσταση στο λόγο των Τριών Ιεραρχών. Σπεύδω, όμως, να σημειώσω ότι το εκπαιδευτικό αγαθό, αλλά και η όλη εκπαιδευτική διαδικασία ποτέ δεν αποκόπτονται από το κοινωνικό γίγνεσθαι, συνεπώς η έμμεση αναφορά εμφανίζεται και απαραίτητη και επιβεβλημένη. Επιπρόσθετα οι ίδιοι Πατέρες δίδαξαν με παρρησία πως ο λόγος περί Θεού αποτελεί τη βάση του νοήματος της πραγματικής και καθολικής ζωής και όχι ενός μέρους της συλλογικής μας ύπαρξης.
Μία βασική διευκρίνιση, η οποία αφορά το όρο Παιδεία σήμερα, καθώς αυτός έχει νοθευτεί από μία ανταγωνιστική αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Το αποτέλεσμα της σύγχυσης αυτής είναι η ταύτιση των εννοιών «Παιδεία» και «Εκπαίδευση» με συνέπεια την έκπτωσή τους από το περιεχόμενο που τις ορίζει1. Είναι γεγονός ότι ποτέ δεν αναφέρθηκαν, οι τρεις Μεγάλοι Άγιοι στον όρο εκπαίδευση τουλάχιστον όπως κατανοείται σήμερα δηλαδή ως μια προσπάθεια ταχύρυθμης μόρφωσης με στόχο τη βελτίωση του οικονομικού και κοινωνικού επιπέδου.
Αν κανείς ερευνήσει τη σκέψη των Τριών Ιεραρχών θα διαπιστώσει ότι με το έργο τους προτείνουν έναν δρόμο διαφορετικό για την Παιδεία. Μία πρόταση παιδείας τολμηρή στην εποχή τους, αλλά και ιδιαίτερα πρωτοποριακή για τη σημερινή εποχή. Σύμφωνα με αυτή η μορφωτική διαδικασία δεν πρέπει να προσανατολίζεται μονοσήμαντα προς τις απαιτήσεις της αγοράς. Αντίθετα, πρέπει να στοχεύει στη βασική της επιδίωξη, τη συμβολή στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, που θα είναι σε θέση να συμμετέχει ενεργά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.
Πρωταρχικός σκοπός της αγωγής και μάθησης, λοιπόν, για τους προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας είναι ο άνθρωπος, ο οποίος εξοπλισμένος με ελεύθερη και κριτική σκέψη και μυημένος σε μεθόδους προσέγγισης της φυσικής, ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας, είναι ικανός να προσανατολιστεί με ασφάλεια και να δράσει δημιουργικά και υπεύθυνα μέσα στο κοινωνικό σύνολο2.
Τι μαθαίνει, αλήθεια, ο μαθητής πέρα απ΄ αυτό που έχει οριστεί στο πρόγραμμα μάθησης, στο αναλυτικό πρόγραμμα και πώς;
Είναι γνωστό ότι μάθηση δεν είναι μόνο η διδακτέα ύλη, χωρίς κανείς να παραβλέπει την αξία της, αλλά μάθηση είναι και η ίδια η σχολική ζωή με τα προβλήματά της , ο σχολικός καθημερινός πολιτισμός,, οι σχολικές πρακτικές , η συμμετοχή των μαθητών και όλα όσα διαμορφώνουν την περίφημη σχολική ταυτότητα.
Αυτή η «δεύτερη» μάθηση3, η κοινωνική ή παράλληλη όπως λέγεται συμβαδίζει με το αναλυτικό πρόγραμμα και έχει τη δική της λογική. Στην πραγματικότητα είναι μια διάρθρωση σχέχεων μέσα από την οποία παράγονται συμπεριφορές, στάσεις ζωής και διαμορφώνεται το ήθος του εκπαιδευόμενου. Αυτό ,λοιπόν, που συμβαίνει στην τάξη είναι πάρα πολύ ευρύτερο από αυτό που εμείς οι καθηγητές αλλά και οι μαθητές μπορούν να σας πληροφορήσουν.
Αυτή η σπουδαία παιδαγωγική αλληλεπίδραση είναι οργανωμένη σε μη φανερούς κανόνες και τύπους και ,όμως, είναι τόσο παρούσα και έντονη. Η τάξη μάς δείχνει τους κοινωνικούς και ηθικούς κανόνες πάνω στους οποίους οργανώνεται η εκπαιδευτική διαδικασία. Γι΄αυτούς τους κανόνες γι΄αυτά τα προβλήματα δεν έχουμε τη διάθεση να κάνουμε διάλογο σήμερα. Τα απωθούμε , τα παραβλέπουμε ως αν να μην υπάρχουν. Εκεί μέσα αναζητούμε εμείς οι δάσκαλοι το όποιο γόητρο ,το όποιο κύρος του εκπαιδευτικού, εκεί και οι μαθητές μας αγωνιούν να δώσουν το δικό τους στίγμα στη πολυδιάστατη σχολική ταυτότητα.
Η ουσιαστική αλλαγή στο μορφωτικό αγαθό ξεκινά από τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης . Αγωνιζόμενοι και οι Τρεις για την καλή «αλλοίωση»4 έστρεψαν την προσοχή τους στο βάθος, στην ουσία και όχι την επιφάνεια του προσώπου, όπου συνήθως επικρατούν οι ηθικολογίες και οι καθωσπρεπισμποί. Δεν αρκούν άψυχα σχέδια και κατασκευές του νου, ο οποίος συχνά αποσυντονίζεται από τα πάθη και τους εγωϊσμούς. Επιμένουν στην εσωτερική καθαρότητα και διάθεση για την παραγωγή κάθε αγαθού: εκκλησιαστικού, εκπαιδευτικού, κοινωνικού κ.ο.κ Δεν μπορεί κανείς να αποδώσει δικαιοσύνη λ.χ ο εκπαιδευτικός, να γίνει εργάτης της δικαιοσύνης , όταν δεν διαθέτει προσωπική εντιμότητα, αλλά είναι «ή χρήμασι διεφθαρμένος ή φιλία χαριζόμενος ή έχθρα αμυνόμενος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος.
Οι γίγαντες Αυτοί της θεολογίας μάχονται για να αφυπνίσουν τη συνείδηση στον άνθρωπο ώστε να στραφεί προς τον εαυτό του να δυναμώσει το θεϊκό σπινθήρα που βρίσκεται μέσα του. Μια δυναμική ανάταση όλων των ψυχικών λειτουργιών: της λογικής, του συναισθήματος, της θέλησης των πάντων. Δεν υπάρχει μάθηση ούτε γνώση, αν δεν συντονιστούν όλες οι ψυχικές δυνάμεις , αν δεν ενοποιηθούν κάτω από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Διατυπώνει με σαφήνεια ο Γρηγόριος: « εάν μικρόν τι του λόγου παρεκτραπής, προς εαυτόν επανάγου, πριν παντελώς έξω πεσείν και κατενεχθήναι προς θάνατον, και γενού καινός αντί παλαιού και ψυχής εόρταζε τα εγκαίνια..»
Ως πραγματικοί γνώστες και ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής οι Άγιοι γνωρίζουν –κι αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα από την ψυχολογία του βάθους- ότι πολλές φορές παραμένουν , έτσι, ανενεργές οι πνευματικές δυνάμεις των μαθητών , που η ενοποίησή τους θα έθετε τα θεμέλια μιας ουσιαστικής μαθησιακής διαδιακασίας. Συνήθως, ως τέτοιου είδους δυνάμεις εμφανίζονται η φιλομάθεια του παιδιού, η συστηματικότητα, το ενδιαφέρον , η αφοσίωση κά. Επιβάλλεται, όμως, μια βαθύτερη εξέταση των δυνάμεων αυτών και η ανακάλυψη ακόμη περισσοτέρων γιατί δεν αρκεί η αναζήτησή τους με σκοπό μόνο λ.χ τη συγκομιδή βαθμών από ανάγκη ή φόβο. Η αίσθηση, από τη μεριά του μαθητή, της προσπάθειας ότι δοκιμάζει τις δυνάμεις του και ταυτόχρονα ότι η δοκιμασία αυτή βρίσκει ανταπόκριση , δημιουργεί προϋποθέσεις για καλύτερη μαθητική εμπειρία. Όταν, μάλιστα, ο μαθητής αντιληφθεί ότι η μάθηση δεν είναι μόνο μια διαδικασία απόκτησης γνώσης , αλλά και μεταβολής και εξύψωσης του εαυτού του, τότε οι προτεραιότητές του έχουν σοβαρή πιθανότητα να ιεραρχηθούν, να μπουν σε μια τάξη.
Το γεγονός ότι όλοι μας, ως μαθητές, αναπτύξαμε αρνητικά ελατήρια στη διαδικασία της μάθησης και ταυτόχρονα πολλούς αμυντικούς μηχανισμούς , ανήκει, φυσικά, στο χώρο της ψυχολογίας και σε μια άλλης τάξεως ανάλυση.
Επειδή οι Μεγάλοι αυτοί Ιεράρχες υπήρξαν και ασκητές της πίστης διέγνωσαν γρήγορα την αξία της άσκησης σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής. Θα αναφερθούμε σύντομα , για την οικονομία του χρόνου, στην «ασκητική» του παιδαγωγού όχι με την έννοια της «παραίτησής του» από την πραγματική παρουσία στην τάξη, αλλά με την έκκλησή του η τάξη να μετέχει της ουσιαστικής άσκησης-άθλησης με τις ακόλουθες δυνατές προϋποθέσεις: α. εσωτερική παρατήρηση του εαυτού. Επειδή η φυσική εξωστρέφεια του παιδιού του προσφέρει τόσα πλεονεκτήματα, ειδικά στην κοινωνικοποίηση, θα ήταν ωφέλιμο να συνδυαζόταν με μια στροφή του νου προς τα μέσα για τη δημιουργία ενός «χώρου» στη συνείδηση που να επιτρέπει το δυσκολότατο, για την ηλικία, έργο του αυτοελέγχου και της αυτοκριτκής. β. παρά το μέγα θέμα της ηθικής ανωριμότητας του παιδιού δεν υπάρχει περίπτωση να μη αισθάνεται ενοχή στις περιπτώσεις εκείνες της μαθησιακής δυσκολίας. Η άρση της ενοχής μόνο σε ένα καθεστώς ελευθερίας παρά εξαναγκασμού μπορεί να επιτευχθεί. Όσο ελεύθερη είναι η επιλογή κάθε ανθρώπου να «ζήσει» το μεγαλείο των δραματικών επιλογών του τόσο ελεύθερη μπορεί να υπάρξει η δυνατότητα για επιστροφή - λύτρωση. Αν στην τελευταία προσπάθεια έρθει αρωγός και κάποιος σοφός μεσίτης, ενδεχομένως, να έχουμε θεαματικά αποτελέσματα γ. πολλοί σοφοί δάσκαλοι ισχυρίζονται, χωρίς να έχουν άδικο, ότι η μάθηση και η παιδαγωγική αλληλεπίδραση είναι μια λειτουργία μύησης με όλα τα τελετουργικά στοιχεία που διακρίνουν μια τέτοια κατάσταση: ιεροποίηση του χώρου, προσδοκία για κάτι καλύτερο, «εξάρτηση» προς το λατρευόμενο πρόσωπο, συνέπεια στο χρόνο 5 κ.ο.κ
Πράγματι ακούγονται ευχάριστα και εξιδανικευμένα όλα τα προαναφερθέντα, και πώς θα μπορούσαν να ισχύσουν θα ρώταγε ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, όταν η κοινωνία αιμορραγεί, το ίδιο κι η εκπαίδευση; Κάποια πράγματα στη ζωή δεν έχουν ως κριτήριο την καταναλωτική μας ευχέρεια και τη δύναμη του πλούτου. Η συλλογική συνείδηση δεν χρειάζεται απαραίτητα τα χρήματα για να ανακαινιστεί. Αυτό θα ήταν εύκολο, αν θα μπορούσε να επιτευχθεί.
Υπάρχει μια γνωστή φράση ενός Γερμανού διανοητή του F. Heinemann που διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος της αρχαιότητας συνομιλεί μετά του κόσμου, ο άνθρωπος του Μεσαίωνα μετά του Θεού και ο των νεωτέρων χρόνων μετά του ανθρώπου6. Ναι σήμερα συνομιλούμε περισσότερο με τον εαυτό μας , αλλά ως άτομα μέσα σε τραγικούς μονολόγους. Το λυπηρό είναι ότι ο διάλογος μετά του Θεού κατά τον Μεσαίωνα , όπως καταγράφηκε στη Δύση υπήρξε η βασική αιτία να εξυψωθεί το σύνολο, η κοινότητα ακόμη και η Εκκλησία σαν ένα σύστημα μαζικό, δυναμικό, ολοκληρωτικό, απρόσωπο, χρησιμοποιώντας τα ατομικά διακιώματα ως άσκηση εξουσίας. Είναι αυτός ο μονόλογος του υποκειμενισμού και του ανθρωπισμού να μιλάς για διακαιώματα μόνον κάτω από το πρίσμα του εγώ και του συμφέροντος. Βέβαια δεν πρέπει να αγνοούμε ότο αυτός ο τρόπος σκέψης αποτελεί την κινητήρια δύναμη του σύγχρονου πολιτισμού τα αγαθά του οποίου όλοι απολαμβάνουμε. Διαθέτουμε δηλαδή μια συλλογική συνείδηση σε απόλυτη ανεξαρτησία από το Θεό βασιζόμενη στην αυτονομία της και στην αυτάρκειά της. Όμως αυτό το πνεύμα όλο θέλει, όλο κάτι χρειάζεται. Ένα αδηφάγο και άπληστο εγώ διψά για κυριαρχία. Δεν του αρέσει η συμβίωση και ενώ φαίνεται να προοδεύει, προετοιμάζει, κατά πως φαίνεται , και την παρακμή του. Αυτή είναι η «ασθένεια προς θάνατον» που λέει ο Ιερός Χρυσόστομος. Το δράμα της πτώσης της οικοδομής –της κυριολεκτικής, αλλά και της συμβολικής- καλούμαστε να ζήσουμε σήμερα. Υψώσαμε προς το Θεό το δικό μας Πύργο της Ευρώπης , τα δικά μας ιδανικά, τη δική μας αυτόνομη ηθική πιστεύοντες ότι με την ανάπτυξη και την τεχνολογική πρόοδο θα λύναμε όλα τα προβλήματα της ζωής. Έτσι δημιουργήσαμε ο καθένας χωριστά τον ίδιο άχρηστο θεό, το θεό της φαντασίας μας, της λογικής μας, τον νεκρό θεό που θα έλεγε και ο Nitzsche. Μείναμε μόνοι να αντιπαλεύουμε τα έργα μας και τα ένστικτά μας. Ας είμαστε , όμως, και λίγο προσεκτικοί μη δικαιωθεί μια προφητική φράση του Benjamin Constant η οποία ανακεφαλαιώνει μια παλαιότερη φράση του Ιερού Αυγουστίνου ότι ο άνθρωπος από τη θεότητα δια της ανθρωπότητας καταλήξει στην κτηνωδία7.
H παρακμή λοιπόν αυτού του πνευματικού οικοδομήματος δεν πρέπει να προκαλεί μόνον την απαισιοδοξία, από χριστιανικής άποψης, αλλά και την ελπίδα για μια καλύτερη κατανόηση και δυναμικότερη βίωση της χριστιανικής πίστης. Ο άνθρωπος συνομιλεί εντονώτερα , ορθότερα και ειλικρινέστερα μετά του Κυρίου και επανέρχεται ως μια πιο συνειδητοποιημένη και δυναμική προσωπικότητα στην εκκλησιαστική κοινωνία σε εποχές όπως η σημερινή, η οποία διαλύει τα όνειρα για μια δυνατότητα εγκαθίδρυσης επίγειων παραδείσων. Είναι η στιγμή που η λογική αποστατεί από τη φαντασιακή πορεία προς τη θέωση του εγώ και το πρόσωπο διψά για σωτηρία στους κόλπους του Δημιουργού. Τότε διαβλέπει και ο «πιστός της Κυριακής» , ο χριστιανός της ρουτίνας ο οποιοσδήποτε θεολογών νους, εμείς δηλαδή όλοι πόσο δύσκολη είναι η πίστη, πόσο άπειρο βάθος έχει και πόσο μικροί είμαστε απέναντι των Αγίων Πατέρων και οπωσδήποτε απέναντι του Τριαδικού Θεού.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του πιστού, του μαθητή, θα πρόσθετα, είναι η απόγνωση και η αποθάρρυνση, η οποία κυριαρχεί στο πνεύμα του, όταν διαπιστώνει ότι ενίοτε ή συχνότατα υποκύπτει στα λάθη, ζει σφάλλοντας και αδυνατεί ν' αντισταθεί στο κακό. Ο ιερός Χρυσόστομος γνώριζε ότι η απόγνωση σημαίνει πλήρη νίκη του δαιμονικού πνεύματος, διότι οδηγεί τον πιστό σε παραίτηση από τον πνευματικό αγώνα και τελικά σε απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Συνεπώς ας αποκτήσουμε καλύτερες δεξιότητες, ορθότερη κρίση, ιδανικότερη μόρφωση, ας φτιάξουμε τη δική μας βιογραφία. Τότε θ΄ αντιληφθούμε καλύτερα τι σημαίνει ανακαίνιση του κόσμου τούτου.
Κλείνοντας , βέβαια, οφείλουμε να μην παραγνωρίζουμε πως υπάρχουν αρκετοί συνάνθρωποί μας, οι οποίοι δεν συμμερίζονται τη μαρτυρία που κομίζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας , αλλά και τον ίδιο τον λόγο του Ευαγγελίου. Άλλα «πιστεύω» διαφορετικές αντιλήψεις –φιλοσοφικές, ιδεολογικές, πολιτικές- στο πλαίσιο ελευθερίας του λόγου και της δημοκρατίας καθίστανται και θεμιτές και ανθρώπινες.
Αυτό δεν μπορεί να σκιάσει το γεγονός ότι η διδασκαλία και αλήθεια των τριών Ιεραρχών αποτελούν την καρδιά της χριστιανικής, πολιτιστικής, φιλοσοφικής και ηθικής μας κληρονομιάς, από την οποία η συνείδηση του ορθόδοξου λαού μας έχει αντλήσει έμπνευση και δύναμη σε δυσκολότερες και χαλεπότερες καμπές της ιστορίας μας.
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας είναι πεπεισμένοι για τις δυνατότητες του ανθρώπου προς υπέρβαση της τραγικότητάς του. Ο καθένας μπορεί να ελπίζει για τον εαυτό του, σε οποιοδήποτε επίπεδο κι αν βρίσκεται. Και το σημαντικότερο. Να ελπίζει και για τον άλλο. Ο άλλος δεν είναι η κόλαση. Ο καθένας έχει τη δυνατότητα μετανοίας, μεταστροφής, επανόδου στο αρχαίο κάλλος. Από τη μεγαλύτερη πτώση υπάρχει δρόμος προς την ανάβαση. Το κακό δεν έχει υπόσταση. Στερείται ουσίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η ορθόδοξη πνευματικότητα. Μπορεί να αποτιναχθεί με τη χάρη του Θεού σε μια διαρκή και αδιάκοπη πορεία ανακαίνισης.
Αν αστοχείς στην πορεία , γράφει ο Άγιος Γρηγόριος, (σε ελεύθερη μετάφραση) προσπάθησε να βρεις τον ορθό δρόμο, αν βαδίζεις τον ορθό δρόμο δώσε ακόμη περισσότερες δυνάμεις. Μπορείς να τα καταφέρεις.
Με αυτόν τον τρόπο αγωνίστηκαν οι μεγάλοι Πατέρες, έτσι πορεύεται και η Εκκλησία μας, ορθοτομούντες και ορθοτομούσα τον Λόγο της Σής Αληθείας.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΩΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου εορτάζεται, ως γνωστόν, η μνήμη τριών μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, του Βασιλείου του Μεγάλου, επισκόπου Καισαρείας, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του κατ’ εξοχήν Θεολόγου, και του Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου. Την ιδέα να εορτάζονται μαζί οι Τρεις Ιεράρχες συνέλαβε ο επιφανής λόγιος, ρήτορας και φιλόλογος, Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτών, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄ ο Κομνηνός.
Το σκεπτικό με το οποίο καθιερώθηκε ο εορτασμός έχει να κάνει με την ανάδειξης της αριστοτεχνικής σύνθεσης Λόγου και Πνεύματος, φιλοσοφίας και θεολογίας, γνώσης και πίστης την οποία πραγματοποίησαν με τη ζωή και το έργο τους οι τρεις Πατέρες. Η σημασία της σύνθεσης αυτής υπήρξε τεράστια, όχι μονάχα για την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας, αλλά για ολόκληρη τη μετέπειτα ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσω αυτής εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το ανθρώπινο πνεύμα, μια εποχή αρμονικής συνεργασίας και σύζευξης της ανθρώπινης λογικής με την ευαγγελική πίστη, προκειμένου να απαντηθούν οι προκλήσεις των καιρών. Διότι αυτό ακριβώς είναι που κατέστησε τους τρεις Ιεράρχες προσωπικότητες με οικουμενική εμβέλεια και διαχρονικό κύρος: το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν με τρόπο σαφή και ενορατικό ποιες ήταν οι ανάγκες και τα αιτήματα των ανθρώπων της εποχής τους, όχι μονάχα στο πνευματικό και θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της δράσης, της κοινωνικής πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Αυτό εξάλλου σημαίνει να είναι κανείς Πατέρας της Εκκλησίας: να είναιφορέας μιας συνείδησης ευαίσθητης και προφητικής, που συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής, συναισθάνεται τον πόνο, τις ανάγκες και τους καημούς του λαού του Θεού και δείχνει, με το λόγο και το παράδειγμα του, την οδό της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Το οξυμένο ιστορικό αισθητήριο των Πατέρων νομίζουμε, πως έχει ιδιαίτερη σημασία να προβληθεί σήμερα, καθώς ζούμε σε εποχές κρίσιμες και μεταβατικές, όπου βασιλεύει η σύγχυση, η παθητικότητα και ο φόβος, και που μονάχα η σαφής κατανόηση της κατάστασής μας μπορεί να γεννήσει βάσιμες ελπίδες υπέρβασης της κρίσης.
Θα δώσουμε δυο μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την ικανότητα των τριών μεγάλων Πατέρων να ερμηνεύουν σωστά την εποχή τους και να αναμετριούνται με τις προκλήσεις που αυτή έθετε ενώπιόν τους. Το πρώτο αφορά στη σφαίρα της θεωρίας, τηςπαιδείας και του πολιτισμού, ενώ το δεύτερο σχετίζεται με τηνκριτική πολιτική παρέμβαση και την κοινωνική μέριμνα.
Είναι σε όλους γνωστή η εξαιρετική παιδεία και ευρυμάθεια την οποία είχαν οι τρεις Ιεράρχες. Φιλοσοφία, ρητορική, ιατρική συγκαταλέγονται στο επιστημονικό τους οπλοστάσιο. Είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς όσο και επιμελείς –ξέρουμε ότι οι «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι και συμφυείς» φοιτητές Γρηγόριος και Βασίλειος δυο δρόμους ήξεραν κατά τη διάρκεια των κοινών σπουδών τους στην Αθήνα: το δρόμο προς τη Σχολή και το δρόμο προς την Εκκλησία. Η ποσότητα και η ποιότητα του έργου τους τούς αναδεικνύουν σε πνευματικές προσωπικότητες πρώτου μεγέθους –είναι, στο χώρο της θεολογίας, ό,τι για το χώρο των φυσικών επιστημών είναι ένας Κοπέρνικος, ένας Νεύτωνας ή ένας Αινστάιν. Αγαπούν τα γράμματα και τις επιστήμες γιατί θεωρούν ότι η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την πνευματική και ψυχική ωρίμανση του ανθρώπου, αλλά και για την ορθή πρόσληψη και βίωση της χριστιανικής πίστης. Δίχως έλλογο στοχασμό και αναλυτική εμβάθυνση –δηλαδή δίχως θεολογία– η πίστη κινδυνεύει να μεταλλαχθεί σε δεισιδαιμονία, στηριγμένη στην τυφλή υποταγή και τη φανατική προσήλωση. Γι’ αυτό κι όταν ο παλαιός συμφοιτητής τους στην Αθήνα Ιουλιανός –που ως Αυτοκράτορας έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο «Παραβάτης»–εξέδωσε ένα Διάταγμα για την Παιδεία, με το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς δασκάλους τη χρήση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, οι δυο Πατέρες αντέδρασαν άμεσα. Ο μεν Γρηγόριος υπερασπίζεται τη χρήση της έντεχνης γλώσσας εκ μέρους των χριστιανών, προκειμένου η αλήθεια του Ευαγγελίου να μπορέσει να γίνει κατανοητή και σεβαστή από τους ανθρώπους της εποχής, ενώ ο Βασίλειος γράφει προς τους νέους, υποστηρίζοντας ότι το χάσμα ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στην κλασική παιδεία μπορεί υπό προϋποθέσεις να γεφυρωθεί. Αποφασίζοντας αυτοί, οι πλέον μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής τους, να διεκδικήσουν τα ελληνικά γράμματα που τόσο αγάπησαν, παραμένοντας ταυτόχρονα και πιστοί χριστιανοί, ουσιαστικά εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Συνδέοντας την Πίστη του Ευαγγελίου με τον αρχαιοελληνικό Λόγο κατά τρόπο επιλεκτικό και διαλεκτικό έδωσαν τεράστια ώθηση στην προσπάθεια της Εκκλησίας να προσλάβει τον κόσμο και να τον μεταμορφώσει εν Χριστώ. Η δυναμική αυτής της σύνθεσης σημάδεψε τις μετέπειτα εξελίξεις, και ο Χριστιανισμός από χοντροειδής «ιουδαϊκή αίρεση», κατάλληλη μόνο για τους αμόρφωτους και τους απλοϊκούς, μετατράπηκε σε οικουμενική θρησκεία υψηλής εκλέπτυνσης, ικανή να προσελκύσει και τους πλέον καλλιεργημένους. Αντλώντας στο εξής από τον μορφολογικό και εννοιολογικό πλούτο της θύραθεν γλώσσας και παιδείας, οι θεολόγοι της Εκκλησίας μπόρεσαν να επιτύχουν αρτιότητα και σαφήνεια στη διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας την αλήθεια του Ευαγγελίου ενδιαφέρουσα και πειστική για τους ανθρώπους της εποχής τους. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα απομονωνόταν, το μήνυμά της θα έμενε άγνωστο στους πολλούς και το έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου θα ακυρωνόταν. Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η σύνθεσηαρχαιοελληνικής ευφυΐας και χριστιανικής αρετής γέννησε πολιτισμό υψηλής ποιότητας και καθόρισε τις τύχες της ανθρωπότητας για αιώνες.
Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται προσοχή, ώστε να αποφευχθούν παρανοήσεις. Δεν μιλάμε εδώ για κανενός είδους σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Το έργο των τριών Ιεραρχών σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδεολόγημα του «Ελληνοχριστιανισμού», το οποίο, ως γνωστόν, είναι προϊόν της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει ποικίλους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους. Βέβαια είναι αλήθεια ότι υπό την επήρειά του καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών ως επίσημη εορτή των γραμμάτων και της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα –πρώτα από την Ιόνιο Ακαδημία το 1826 και στη συνέχεια από το νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1842-43– όμως αυτό διόλου δεν σχετίζεται με το έργο και την πρόθεση των Πατέρων. Οι τελευταίοι περισσότερο από κάθε άλλον είχαν συναίσθηση ότι ο αρχαίος Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι από κάθε άποψη πολιτισμικά και συμβολικά συστήματα ασύμπτωτα και αντιθετικά. Τα κοσμοείδωλά τους είναι τελείως διαφορετικά, οι θρησκειολογικές τους ταυτότητες είναι ανόμοιες, οι ηθικοί και αξιολογικοί τους κώδικες είναι ασύμβατοι, οι βιοθεωρίες τους αποκλίνουσες. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι Πατέρες ανάμειξαν Ελληνισμό και Χριστιανισμό, διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα επρόκειτο για περίπτωση συγκρητισμού, όπου νέα θρησκευτικά μορφώματα γεννιούνται από τα θραύσματα των παλιών. Εκείνο που έκαναν οι τρεις Ιεράρχες ήταν μια σύνθεση στο επίπεδο της μεθόδου και της μορφής: προσέλαβαν το γλωσσικό και εννοιολογικό όργανο του αρχαίου κόσμου και το χρησιμοποίησαν για να εκφραστεί με περισσότερη πληρότητα και σαφήνεια η αλήθεια του Ευαγγελίου. Φυσικά ακόμη κι η επιλογή αυτή δεν έμεινε χωρίς αρνητικές παρενέργειες στο επίπεδο της θεολογίας –πως θα μπορούσε άλλωστε– ωστόσο τα θετικά στοιχεία, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ήταν απείρως περισσότερα των αρνητικών.
Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμα, το οποίο σχετίζεται με το κοινωνικό έργο και την δημόσια πολιτική παρουσία των τριών Ιεραρχών. Αν στο επίπεδο της θεωρίας και της θεολογίας η προσφορά του Βασιλείου και του Γρηγορίου ζυγίζει περισσότερο, όταν περνάμε στο επίπεδο της δράσης ανατέλλει το άστρο του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Όχι πως υστερεί σε θεολογική εμβρίθεια ο Χρυσόστομος, καθώς πρόκειται για τον κορυφαίο εκπρόσωπο της μεγάλης ερμηνευτικής παράδοσης της Αντιόχειας, που ανέδειξε το πολύσημο νόημα της Γραφής, συντελώντας στην πληρέστερη κατανόησή της από τους πιστούς. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι σ’ αυτόν χρωστάμε το σημαντικότερο ίσως κείμενο της εκκλησιαστικής γραμματείας, τη Θεία Λειτουργία, που με τρόπο υποδειγματικό συνταιριάζει υψηλή ποίηση και βαθιά θεολογία. Όμως ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Χρυσόστομος μετατρέπεται σε πραγματικό πρότυπο πολιτικού θεολόγου. Υπερασπίζεται τις χήρες και τα ορφανά, κατακρίνει τους αφιλάνθρωπους πλούσιους, εγκαινιάζει ιδρύματα για τους ασθενείς και τους εγκαταλελειμμένους, οργανώνει συσσίτια για τους χιλιάδες φτωχούς της ξιπασμένης νεόπλουτης Βασιλεύουσας. Μα δεν είναι το τεράστιο φιλανθρωπικό τους έργο που τον καθιστά μεγάλο στη συνείδηση της Εκκλησίας. Φιλάνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί. Η διαφορά είναι ότι ο Χρυσόστομος συνδυάζει αγάπη και παρρησία. Συμπληρώνει το φιλανθρωπικό του έργο με δριμιά κριτική ενάντια στην εξουσία, ενάντια στους πολιτειακούς άρχοντες που θεσπίζουν άδικους νόμους και επιβάλλουν απάνθρωπη φορολόγηση στο λαό. Ακόμη και κατά της ίδιας της Αυγούστας Ευδοξίας βάλλει, καυτηριάζοντας την ανηθικότητα και την πλεονεξία της. Δείχνει με τον τρόπο αυτό ότι η φιλανθρωπία δεν αρκεί όταν δεν συνοδεύεται από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν λείπει ο πύρινος λόγος αναφορικά με τα αίτια και τους υπεύθυνους της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο για άνθρωπο που ελέγχει τους ισχυρούς και αντιστέκεται στην εξουσία, ο Χρυσόστομος εκδιώχθηκε, απειλήθηκε, εξορίστηκε και τελικά πέθανε από τις κακουχίες σε κάποιο ασήμαντο χωριό στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας.
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πολιτική θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου. Πραγματικό πριγκιπόπουλο της ζωής από κάθε άποψη, επιλέγει μετά τις σπουδές του να αναχωρήσει για να ασκηθεί στην έρημο. Κι όταν μετά από χρόνια επιστρέφει και συναντιέται με τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο εκείνος θα τον αναγνωρίσει μόνο από τη φωνή του. Οι μοναστικοί κανόνες που θα επεξεργαστεί υπήρξαν, ως γνωστόν, ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώθηκε η μοναχική ζωή σε Ανατολή και Δύση. Όμως ο Βασίλειος δεν είναι μόνο αναχωρητής και μέγας θεολόγος, είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης, απόλυτα ρεαλιστής και κοινωνικά ευαίσθητος. Συμπονά τους πάσχοντες και τους καταφρονημένους και για να τους ανακουφίσει ξοδεύει όλη την τεράστια περιουσία του για να οικοδομήσει το πρώτο συγκρότημα κοινωνικής πρόνοιας στην ιστορία της ανθρωπότητας, την περίφημη «Βασιλειάδα», με νοσοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες, κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες μέριμνας και περίθαλψης στις οποίες συμμετέχει προσωπικά και ο ίδιος. Δεν μένει όμως εκεί. Όμοια με το Χρυσόστομο συνοδεύει την πράξη με λόγο, τη φιλανθρωπία με θεολογία, την προσφορά με κριτική. Γράφει και κηρύττει κατά των πλουσίων που καταχρώνται τα κοινά θεόσδοτα αγαθά εις βάρος των φτωχών. Στηλιτεύει την απανθρωπιά τους, την ασέβεια και την αλαζονεία τους απέναντι στον πόνο του πλησίον. Ζητά δικαιοσύνη και έλεος, υπερασπίζεται την κοινοκτημοσύνη και καταδικάζει την αδιαφορία, την οποία θεωρεί συνενοχή. Και μόνο ο πρόωρος θάνατός του λίγο πριν κλείσει μισό αιώνα ζωής ανακόπτει την ορμή του για κοινωνική μαρτυρία και προσφορά.
Όμως και ο τρίτος της χορείας των Αγίων, ο από τη φύση του μελαγχολικός Γρηγόριος, ο ευαίσθητος λυρικός, ο αυτοβιογραφικός ποιητής της απομόνωσης και του αναστοχασμού, όταν βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «πράξη ή αναχώρηση» επιλέγει τελικά την εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα μόνο και μόνο από αγάπη για την Εκκλησία και το λαό που τον χρειάζεται. Ένθερμος θιασώτης του «θεωρητικού βίου» υπακούει στις προτροπές του φίλου Βασίλειου και αποδέχεται απρόθυμα τον αυτοκρατορικό διορισμό στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρεί ως ευκαιρία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία του Χριστού. Κι όταν πολύ σύντομα απογοητεύεται από τη διαγωγή των συνεπισκόπων του, τους οποίους δεν διστάζει να ελέγξει αυστηρά, με μεγάλη ευκολία –σχεδόν χαρούμενος– παραιτείται του λαμπρού αξιώματός και επιστρέφει στη γαλήνη της απομόνωσης. Ακόμη και με τον επιστήθιο φίλο του Βασίλειο ψυχραίνεται, που τον έμπλεξε με τα αξιώματα και τις έγνοιες της διοίκησης. Ακόμη και τότε όμως ομολογεί πως, παρά τα βάσανα και τους κόπους, αξίζει κανείς να δίνει τη μαρτυρία του, αναλαμβάνοντας πολιτική και κοινωνική δράση υπέρ των αδελφών εν Χριστώ, «και μάλιστα των ελαχίστων».
Η αποφασιστική αυτή στάση των τριών Ιεραρχών στα κοινωνικά ζητήματα προέκυψε ως απάντηση σε πιεστικά προβλήματα της εποχής, που είχαν να κάνουν με τη γενικευμένη αβεβαιότητα και αστάθεια, αδικία και εκμετάλλευση που επικρατούσαν στον κοινωνικό χώρο, καθώς και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Διέγνωσαν δηλαδή οι Πατέρες ότι δεν αρκεί να ιερουργούν μόνο και να στηρίζουν τους ανθρώπους στην «αδάπανον ευσέβειαν», που έλεγε κι ο Βασίλειος, αλλά ως καλοί ποιμένες έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν και για την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής των συγκαιρινών τους. Και ως γενναίοι μαχητές που ήταν, αναδέχθηκαν αυτήν την ευθύνη, προτάσσοντας τον εαυτό τους στην υπεράσπιση του λαού. Ακολουθούν σε αυτό τους Προφήτες της Π.Δ., που ελέγχουν τους ισχυρούς και υπερασπίζονται το όραμα της καθολικής απελευθέρωσης, αλλά κυρίως τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος εξαρτά σαφώς την είσοδο στην τρισευλογημένη Βασιλεία Του από την αγάπη και τη φροντίδα που επιδεικνύει κανείς προς τον πλησίον –και μάλιστα αυτόν που έχει ανάγκη. Αποδεικνύουν έτσι οι Πατέρες εντελώς λανθασμένα τα σύγχρονα φληναφήματα περί της δήθεν πνευματικής αποστολής που οφείλει να έχει η Εκκλησία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πολλοί εντός και εκτός της Εκκλησίας, ότι δεν πρέπει να ασχολείται με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα –να αδιαφορεί, μ’ άλλα λόγια, για τους υλικούς όρους της ύπαρξης. Λες και ο λαός του Θεού δεν αποτελείται από ανθρώπους με πιεστικές ανάγκες και πραγματικές ελλείψεις και επιθυμίες, αλλά από άσαρκους αγγέλους που τυρβάζουν ψάλλοντας εν ουρανοίς. Στους αντίποδες μια τέτοιας παρανόησης, το εμβληματικό υπόδειγμα των τριών Πατέρων μάς δείχνει, και στην περίπτωση αυτή, το σωστό δρόμο –το δρόμο της θυσίας και της διακονίας, που είναι ταυτόχρονα και δρόμος αντίστασης στο Κακό και κριτικής των αρχών και των εξουσιών του αιώνος τούτου. Τέτοιο ήταν πάντοτε το καθήκον όσων επιθυμούν να ονομάζονται και να είναι μαθητές του Χριστού.
Ας προσευχηθούμε ο Κύριος των Δυνάμεων να αξιώσει και να εμψυχώσει όλους μας, κλήρο και λαό, ώστε να αναλάβουμε πρόθυμα το καθήκον της μαρτυρίας υπέρ του δίκαιου και της προσφοράς υπέρ των αδυνάτων με «αρετή και τόλμη» στους σκοτεινούς καιρούς που έρχονται.
ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΗΘΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Έχουν ομιλήσει για πολλές πλευρές και διαστάσεις της προσωπικότητας και του έργου των Τριών Ιεραρχών. Εμείς επιλέγουμε, αντί να μιλήσουμε για μια πλευρά και μια διάσταση, να εστιάσουμε στο πολύπλευρο και πολυδιάστατο αυτών. Από εδώ και η επιλογή του θέματος για το καθολικό και οικουμενικό ήθος των Τριών Ιεραρχών. Και αυτό όχι χωρίς επίκαιρους λόγους.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται ως εκκοσμικευμένη, βιώνει δηλαδή τον περιορισμό της πίστης και της σχέσης με την Αλήθεια σ' ένα απομονωμένο, ιδιωτικό ή συλλογικά ιδιωτικό, "θρησκευτικό" χώρο. Η Παιδεία, ακολουθώντας τις ανάγκες για λειτουργική εξειδίκευση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, προσφέρει αποσπασματικές, ασύνδετες, μερικές γνώσεις, γνώσεις που υπηρετούν το "Σύστημα" και όχι τον Άνθρωπο. Η Οικονομία, ένας επιμέρους τομέας της ζωής, κατακυριεύει και εξουσιάζει το σύνολο, το Όλον της Ζωής. Το Ιερατικό λειτούργημα από διακονία και θυσιαστική αυταπάρνηση αντιμετωπίζεται ως αξίωμα που αποφέρει κοινωνική αναγνώριση, κύρος και οικονομικά οφέλη και πολλές φορές γίνεται αντιληπτό με ένα τρόπο που λίγο απέχει από τη Μαγεία. Ταυτόχρονα η Εκκλησία από Ευχαριστιακό Σώμα και Κοινωνία Αγάπης γίνεται αντιληπτή ως κοσμική εξουσία, όπου ο Νόμος δεν αφήνει να φανεί η Χάρις. Από την άλλη ο Θεολογικός λόγος είτε δεν παρεμβαίνει κριτικά είτε εστιάζεται σε δευτερεύοντα και "ακίνδυνα" θέματα, χωρίς να ακολουθεί το παράδειγμα των Προφητών του Ισραήλ, του Κυρίου και των Τριών Ιεραρχών.
Ειδικά σε μια τέτοια εποχή δεν μπορεί να είναι άλλος ο λόγος της εορτής και της τιμής προς τους Τρεις Ιεράρχες από το γεγονός ότι αποτελούν ένσαρκα ιστορικά πρότυπα του Ορθόδοξου Ήθους, ενός ήθους καθολικού και οικουμενικού, ορίζοντας του οποίου είναι το Όλον, που αγκαλιάζει τα πάντα, ολόκληρη τη Ζωή, σε όλες τις διαστάσεις και το βάθος της, ένα ήθος που ούτε στην εποχή τους ήταν κυρίαρχο, ούτε στην εποχή μας, ένα ήθος πάντοτε ζητούμενο, και ειδικά στην Παιδεία μας. Το καθολικό αυτό όραμα επεξεργάστηκαν, αλλά προπαντός έζησαν με σθένος και πρωτοτυπία οι τρεις Οικουμενικοί Ιεράρχες και Διδάσκαλοι, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ζώντας με όλη τους την ύπαρξη το βιβλικό μήνυμα για την "ανακεφαλαίωση των πάντων" στον Χριστό, στοχάστηκαν, ανέλυσαν και αγωνίστηκαν για μια καθολική αλλαγή των ανθρωπίνων πραγμάτων με άξονα και προοπτική το ευαγγελικό ιδανικό. Βίωσαν τη δυναμική της "καλής αλλοιώσεως", της Μετάνοιας, της μεταμόρφωσης των πάντων, την οποία εγκαινιάζει ο Χριστός στην εσωτερικότητα των ανθρώπων και στις κοινωνικές τους σχέσεις. "Πας ο βίος εγκαινιζέσθω σοι, πάσα πολιτείας οδός", προτρέπει ο Γρηγόριος.
Παρά την ανάλυση και κατάδειξη της αντιφατικότητας και της τραγικότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων δεν καταλήγουν στην απαισιοδοξία. Από τη φύση του ο άνθρωπος είναι ον τρεπτόν και αλλοιωτόν, δεκτικόν μεταβολής. Η πτώση καλεί σε υπέρβαση. Η Θεολογία των Τριών Ιεραρχών δεν γνωρίζει στάση, ακινησία, τέλμα, αδιέξοδα, καλεί σε αδιάκοπη δημιουργική ανανέωση. Η αισιοδοξία τους αυτή στηρίζεται στον δεύτερο Αδάμ, τον Χριστό, που δίνει τη δυνατότητα της Σωτηρίας στο Σώμα Του, την Εκκλησία, την ανακαινισμένη Κτίση. "Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις, ανακαινίζεσθε" μας καλεί και πάλι ο Γρηγόριος.
Η ανακαίνιση αυτή είναι αγώνας για τελείωση, ολοκλήρωση, αυθεντικότητα και καθολικότητα. Αυτά όμως δεν είναι υπόθεση ατομική. Ο Χριστιανισμός δεν είναι η "σωτηρία της ψυχής", αλλά η απώλεια αυτής υπέρ των άλλων, γεγονός κοινωνικό. "Θηριώδες και απάνθρωπον" χαρακτηρίζουν οι Πατέρες την φροντίδα μόνο για τη σωτηρία του εαυτού μας. Για τον Χρυσόστομο "υπεύθυνος γαρ έκαστος της του πλησίον σωτηρίας εστί".
Από την εκκλησιαστική αυτή εμπειρία ωθούμενοι ασκούν την επίκαιρη πάντα κριτική κατά της ανισότητας και υπέρ της δικαιοσύνης. Την ομοτιμία και ισοτιμία των ανθρώπων την ορίζουν ως φυσικό δώρο του Δημιουργού, και τους διαχωρισμούς των ανθρώπων καταγγέλλουν ως "φαύλες τομές". "Τις δεσπότης ή δούλος; η φαύλη τομή", γράφει ο Γρηγόριος, "εις πάσι πλάστης, εις νόμος, κρίσις μία".
Ρήγμα στην ανδροκρατική κοινωνία της εποχής, αλλά και στη σημερινή αποτελούν λόγοι όπως: "άνδρες ήσαν οι νομοθετούντες, δια τούτο κατά γυναικών η νομοθεσία", "εις ποιητής ανδρός και γυναικός". Σ' όσους επικαλούνται γραφικά χωρία στις θεωρίες τους περί υπεροχής των ανδρών ο Χρυσόστομος δεν διστάζει να παραλληλίσει την ομοτιμία των δύο φύλων με την ομοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα.
Η αδικία στις ανθρώπινες σχέσεις, στην κοινωνία, προέρχεται ακριβώς από την ανατροπή της φυσικής ισότητας, ενώ η κοινωνική δικαιοσύνη θεμελιώνεται με την εμμονή σ' αυτήν. "Δικαιοσύνη δε μη πλέον ζητείν έχειν. της δε ισότητος έκβασις, τουτ' αδικία". Οι κλασικές αντιθέσεις, δουλεία - ελευθερία, φτώχεια - πλούτος, που χωρίζουν τους ανθρώπους, είναι "αρρωστήματα", "επινοήματα κακίας". Ελευθερία και πλούτος βρίσκονται στην τήρηση της θείας εντολής, δουλεία και φτώχεια στην απομάκρυνση από τον Θεό.
Ο λόγος τους γίνεται πύρινος, όταν αγγίζουν τα θέματα του πλούτου και της κοινωνικής αδικίας. Ο πλούτος είναι αντιστρόφως ανάλογος της αγάπης για τον Βασίλειο. "Όσον ουν πλεονάζεις τω πλούτω, τοσούτον ελλείπεις τη αγάπη". Ο πλούτος πρέπει να είναι κινητικός. Η γνήσια θρησκευτικότητα αποδεικνύεται από την ευκολία να δίνεις, να βοηθάς. Ο Χρυσόστομος βλέπει τη γύμνωση του Χριστού να επαναλαμβάνεται στους γυμνούς και κατατρεγμένους γύρω μας. Ιδιαίτερα όμως ξεσκεπάζουν την υποκρισία των "ευσεβών" προσφορών και αγαθοεργιών με χρήματα μαζεμένα από αδικίες.
Το έργο τους και η πράξη τους υπήρξαν πολυδιάστατα. Ήδη καταξιωμένοι ως διανοούμενοι, προχωρούν στην πρώτη γραμμή ευθύνης, αποδεχόμενοι την ιερατική αποστολή ως προσωπική σταύρωση για την Εκκλησία και όχι για την άντληση κύρους και εξουσίας.
Πρεσβύτερος ακόμη στην Αντιόχεια ο Χρυσόστομος οργάνωσε την συντήρηση 3.000 χηρών και εκατοντάδων ξένων, ασθενών, φυλακισμένων. Μετέσχε στην αγωνία του λαού της Αντιόχειας, που γκρεμίζοντας τους ανδριάντες κινδύνευε με ομαδική τιμωρία από τον αυτοκράτορα. Από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κων/πολης συμπαρίσταται σε 7.000 φτωχούς και αδικημένους.
Ο Γρηγόριος αγωνίζεται στη βασιλεύουσα για την επικράτηση της Ορθοδοξίας, όταν ο Αρειανισμός δείχνει να επικρατεί, και αποσύρεται από τον πατριαρχικό θρόνο για τη διευκόλυνση της ειρήνης στις τάξεις των Ορθοδόξων.
Εκπληκτική στην πολυμορφία της είναι η κοινωνική δράση του Μ. Βασιλείου για την οργάνωση της "καινής πόλεως", της "Βασιλειάδας" - όπως ονομάστηκε αργότερα και για την οποία απέφυγε να γράψει ο ίδιος - με νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, ξενώνες, διδακτήρια, εργαστήρια.
Και οι τρεις τους στάθηκαν με ταπείνωση και πνεύμα διακονίας μπροστά στους αδύνατους, και με θάρρος και αξιοπρέπεια μπροστά στους δυνατούς. Είναι πασίγνωστη η στάση του Μ. Βασιλείου απέναντι στον αυτοκράτορα Ουάλη και τον έπαρχο Μόδεστο, το ίδιο και η κριτική του Χρυσοστόμου στις αυθαιρεσίες της αυτοκράτειρας Ευδοξίας.
Δεν παραμέλησαν και το ιεραποστολικό έργο, το οποίο οργάνωσαν και βοήθησαν, καθώς η Εκκλησία δεν ήταν γι' αυτούς μια κλειστή θρησκευτική κάστα, αλλά κατά το πρότυπο του Θεανθρώπου Χριστού, ένα άνοιγμα προς τον κόσμο, μια συνεχής κλήση σε μετάνοια και σωτηρία, μια ευχάριστη αγγελία για τη Σάρκωση του Θεού και τη Θέωση του Ανθρώπου.
Με την ανανέωση που επέφεραν στην λειτουργική ζωή αλλά και στον Μοναχισμό, μας υπενθυμίζουν ότι η Παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι τυπολατρική συντήρηση, ιεροποίηση του παρελθόντος, αλλά ζωή εν Χριστώ, ζωή που ανακαινίζεται και μεταμορφώνεται υπό την εσχατολογική εμπειρία του ερχόμενου εν δόξη Ιησού Χριστού. Όποιοι αναπολούν «χαμένους παραδείσους» και την επιβίωση των τύπων του παρελθόντος δεν έχουν αφομοιώσει το μάθημα των Πατέρων για την εσχατολογική φύση της Εκκλησίας που πορεύεται δυναμικά και δημιουργικά προς τη μελλοντική Βασιλεία του Θεού.
Στο θέμα της αξιοποίησης της Παιδείας και της έμφασης στην μόρφωση, ακολούθησαν την Χριστολογική οδό. Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση χωρίς να υποταχθεί στο πρόσλημμα, την ανθρώπινη αμαρτία, έτσι και αυτοί "ντύνουν" την ευαγγελική αλήθεια με όρους και έννοιες της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας χωρίς να υποτάσσουν τον Λόγο του Θεού στη Λογική του Ανθρώπου. Είναι επίσης σημαντική η σύνδεση που κάνουν της Παιδείας και της μόρφωσης με την Δικαιοσύνη. Η ζωή υπάρχει στη Δικαιοσύνη και η Δικαιοσύνη έχει όπλο πανίσχυρο την Παιδεία. Το παράδειγμά τους δεν μπορεί παρά να εμπνέει τους σημερινούς Ιεράρχες και Θεολόγους, αλλά και σύμπασα την Εκπαιδευτική Κοινότητα.
Είναι πλέον προφανές ότι επείγει ο προσανατολισμός όλων σ' αυτό το καθολικό και οικουμενικό ήθος σταυρικής αυταπάρνησης και θυσιαστικής αυτοπροσφοράς, που απορρέει από την πιστότητα στο Χριστό και στο Σώμα Του, ήθος που πραγμάτωσαν ιστορικά οι τρεις Πατέρες και Διδάσκαλοι. Η πιστότητά τους στο Χριστό δεν ήταν μια επιλογή ανάμεσα στις άλλες, αλλά η καθορίζουσα το σύνολο της ζωής τους. Η εν Χριστώ ζωή δεν γνωρίζει διαχωρισμούς σε ιερή - θρησκευτική και κοσμική - βέβηλη σφαίρα. Το όλον της ζωής αγιάζεται, το όλον της ζωής μεταμορφώνεται. "Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά".
Έχουμε αλήθεια σκεφτή γιατί μια εορτή Παιδείας, ένας κατ” εξοχήν εορτασμός του πνεύματος, της γνώσης και της καλλιέργειας ταυτίζεται στην Ελλάδα με μια εορτή θρησκευτική, μια εορτή τιμής προς τους θεμελιωτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης; Γιατί συν-εορτάζονται Παιδεία και Τρεις Ιεράρχες και όχι λ.χ. Παιδεία και πατριάρχης Φώτιος, μια μεγάλη παιδευτική μορφή του Βυζαντίου, ή Παιδεία και Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ή Παιδεία και Ευγένιος Βούλγαρης; Είναι σύμπτωση; Είναι συμβολισμός; Είναι ιδεολόγημα; Ή δική μου εκτίμηση είναι ότι ό συνεορτασμός αυτός όχι μόνο δεν είναι συμπτωματικός ή προϊόν ιδεολογήματος, αλλά είναι συσχετισμός ουσίας, απόρροια βαθύτερης πνευματικής και πολιτισμικής σχέσης, σχέσης ταυτότητας και ιστορικής συνείδησης αυτής της Χώρας.
Θεωρώ ότι ό συνεορτασμός πηγάζει από μια σαφή πολιτισμική παραδοχή και εκδοχή της Παιδείας μας: ότι ή ελληνική Παιδεία στηρίχτηκε σε δύο παιδευτικούς άξονες, στον ορθολογισμό και στην «Ορθοδοξία Με άλλους όρους, στηρίχτηκε στη σπουδή της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, όπως θεμελιώθηκε στα μεγάλα κείμενα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, και στη σπουδή της Χριστιανικής Ορθόδοξης Πίστης, όπως θεμελιώνεται στη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και ερμηνεύεται στα μεγάλα κείμενα της Ορθόδοξης Θεολογίας, στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ή ελληνική σύλληψη της Σχολικής Εκπαίδευσης συνδυάζει από παλιά δύο παιδευτικές αρχές: την Ελληνικότητα και τη Χριστιανική Πίστη, ό,τι ονομάστηκε Ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Πρόκειται για ένα ιδεώδες πού δεν αμφισβητήθηκε βεβαίως, όταν το υποστήριζε ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός με επικεφαλής τον Κοραή και τους Διδασκάλους του Γένους, ιερωμένους τους περισσότερους (τον Ευγένιο Βούλγαρη, το Νεόφυτο Δούκα, τον Άνθιμο Γαζή, τονΚωνσταντίνο Οικονόμο, το Νεόφυτο Βάμβα κ. ά.), ούτε όταν το υποστήριζαν ό Μακρυγιάννης, ό Κολοκοτρώνης και άλλοι αγωνιστές. Αμφισβητήθηκε αργότερα, όταν παρασυνδέθηκε μ” έναν έντονο συντηρητισμό στην εκπαιδευτική πράξη, και ως όρος απαξιώθηκε συγκυριακά, όταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στη δικτατορία του Παπαδόπουλου ως εθνικιστικό σύνθημα. Τα πάντα, είναι γνωστό, μπορούν να στρεβλωθούν και να απαξιωθούν, αν αποτελέσουν αντικείμενο σκοπιμοτήτων και προκάλυμμα διαφορετικών προθέσεων. Σήμερα είναι, νομίζω, πλέον καιρός ή λέξη ελληνοχριστιανικός να «αποχαρακτηρισθή» πολιτικά και ιδεολογικά, με εξαίρεση τις ιστορικές αναφορές στην περίοδο της Επταετίας, και να επανακτήσει το πρωτογενές και ουσιαστικό εννοιολογικό και σημασιολογικό περιεχόμενο της, πού είναι ή αναφορά στο δίπολο Ελληνικότητας και Χριστιανισμού, κλασικού ελληνικού ορθολογισμού και Χριστιανικής Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί οι τρεις αυτοί γίγαντες της Πατερικής Θεολογίας μέσα από τη βαθειά χριστιανική τους πίστη και το θεϊκό χάρισμα, «τη θεία χάρη» να αποτελέσουν τους κύριους και αυθεντικούς (μετά τον Παύλο) ερμηνευτές της χριστιανικής διδασκαλίας, να ορίσουν την ορθόδοξη διάσταση του Χριστιανισμού, είχαν το πρόσθετο προνόμιο να ακονήσουν το πνεύμα τους στα μεγάλα κείμενα της ελληνικής φιλοσοφίας και της ρητορικής, σε γλώσσα ελληνική και σε μεγάλες Σχολές του Ελληνισμού, στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών ό Βασίλειος και ό Γρηγόριος, στην Αντιόχεια κοντά στο Λιβάνιο ό Ιωάννης.
Έτσι, ήταν λογικό να γίνουν και οι φυσικοί υποστηρικτές της παιδευτικής σύζευξης των ελληνικών γραμμάτων με τα χριστιανικά διδάγματα της Ορθόδοξης Πίστης. Με τη θητεία τους στα ελληνικά γράμματα δεν απαρνήθηκαν την ίδια τους την ύπαρξη, τη Χριστιανική Πίστη, με την οποία ταυτίστηκαν και την οποία υπερασπίστηκαν και στερέωσαν με την ίδια τη ζωή και το έργο τους. Ούτε όμως πρόδωσαν την καλλιέργεια πού απέκτησαν από την αναστροφή τους με τον ελληνικό στοχασμό. Αυτοί ήσαν πού τόλμησαν να υποστηρίξουν την ανάγκη επαφής των Χριστιανών, ιδίως των νέων, με την ελληνική παιδεία, με τα ελληνικά κείμενα:«Και ποιηταίς και λογοποιοίς και ρήτορσί και πάσιν άνθρώποις ομιλητέον, όθεν αν μέλη προς την της ψυχής επιμέλειαν ωφέλεια τις έσεσθαι». Ό Μ. Βασίλειος δεν διστάζει να πει για τον Όμηρο: «Πάσα μεν ή ποίησις τω Όμήρω αρετής εστίν έπαινος και πάντα αυτώ προς τούτο φέρει». Και χρειάζεται θάρρος, για να χαρακτηρίσει κανείς ως απληροφόρητους, ως «κακώς είδότας», όσους θεωρούν «την έξωθεν (παιδείαν, δηλαδή την θύραθεν, την ελληνική) ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» και να λέει απαξιωτικά«ουκουν άτιμαστέον την παίδευσιν (εννοεί την ελληνικήν), ότι τούτο δοκεί τισιν».
Αν γεφυρώθηκε το χάσμα ανάμεσα στην απέχθεια των νεοφώτιστων Χριστιανών προς την ειδωλολατρία των Ελλήνων και τα ασεβή ελληνικά γράμματα (Έλλην, μην το ξεχνάμε, σήμαινε «ειδωλολάτρης», το ίδιο όπως και ή λέξη «εθνικός») και στην, από την άλλη μεριά, περιφρόνηση των Ελλήνων για τους απαίδευτους Χριστιανούς, αυτό έγινε μόνο χάρη στη σθεναρή στάση, το κύρος και την πρακτική των Τριών Μεγάλων ελληνοσπουδασμένων Πατέρων της Εκκλησίας. Στήν προσέγγιση μάλιστα προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα συνέβαλε και ή υιοθέτηση και καθιέρωση της αττικιστικής μορφής της ελληνικής γλώσσας (αντίθετα προς την απλούστερη ελληνιστική Κοινή, στην οποία είναι γραμμένο το Ευαγγέλιο). Μέσα από αυτήν (την αττική) ή πρόσβαση προς τα αρχαία ελληνικά κείμενα έγινε ευκολότερη.
Η θέση των τριών μεγάλων πνευματικών μορφών και διδασκάλων της Ορθόδοξης Θεολογίας ήταν προϊόν μιας βαθύτερης, ειλικρινούς και βιωματικής κατάφασης προς το Θεό, πρώτα και πάνω απ” όλα, με την τριαδική χριστιανική του σύλληψη, προς τον άνθρωπο, το τέλειο δημιούργημα του Θεού, προς το πνεύμα, πού κατ” εξοχήν συνδέει τον άνθρωπο με το Δημιουργό του, και προς την καλλιέργεια του πνεύματος μέσα από τα διδάγματα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης, αλλά και με την κατάκτηση της γνώσης και την άσκηση της κρίσης και της γλωσσικής έκφρασης ακόμη, ή οποία – για τους τρεις μεγάλους διανοητές Χριστιανούς – περνάει μέσα από την ελληνική παιδεία και τα ελληνικά κείμενα. Ετσι, στη διδασκαλία των Μεγάλων αυτών Πατέρων ή ορθολογική σκέψη της Δύσης συνδυάστηκε και συμφιλιώθηκε με την «Ορθοδοξία της Ανατολής, με την αποκάλυψη της χριστιανικής αλήθειας στον ανατολικό χώρο, ενώ ό οικουμενικός χαρακτήρας της Χριστιανικής Πίστης κάλυψε και καλύπτει Ανατολή και Δύση.
Τρεις Ιεράρχες
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ως Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται οι τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγαςκαι ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αναδείχθηκαν πατέρες της εκκλησίας και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τους έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος...».
Και οι τρεις έδειξαν προσήλωση στη χριστιανική θρησκεία κι η ζωή τους ήταν γεμάτη από τους αγώνες τους γι' αυτή. Τα συγγράμματά τους, αλλά και η προφορική τους διδασκαλία έδωσαν δόξα και αίγλη στη χριστιανική παιδεία.
Γαλουχημένοι με τα βαθιά νοήματα της θρησκείας και άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής σοφίας, συνδύασαν τις γνώσεις τους αυτές και πρόσφεραν τις πρώτες βάσεις στη διαμόρφωση της ελληνοχριστιανικής παιδείας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Για τη μεγάλη προσφορά τους στα γράμματα ανακηρύχτηκαν άγιοι προστάτες των γραμμάτων, των μαθητών και γενικά της σπουδάζουσας νεολαίας.
Για τη σοφία τους και τη χριστιανική τους ζωή, η ορθόδοξη Εκκλησία τους ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30 Ιανουαρίου κάθε έτους. Κι επειδή είναι και προστάτες των γραμμάτων, καθιερώθηκε αυτή η γιορτή να είναι και γιορτή των γραμμάτων και της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Η καθιέρωση αυτή έγινε μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και από το 1842 η γιορτή καθιερώθηκε ως εκπαιδευτική από τη σύγκλητο του πανεπιστήμιου Αθηνών. Η γιορτή αυτή επεκτάθηκε και στα γυμνάσια και στα δημοτικά σχολεία που την ημέρα αυτή αργούν και οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις και τελετές στη μνήμη των Αγίων.
Πίνακας περιεχομένων
- 1 Η καθιέρωση της εκκλησιαστικής εορτής των Τριών Ιεραρχών
- 2 H ιστορία καθιέρωσης της εορτής της εκπαίδευσης3Παραπομπές
- 2.1 Πριν την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
- 2.2 Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
- 2.3 Εκκλησιαστικοπολιτικές και ιδεολογικές παράμετροι της καθιέρωσης της εκπαιδευτικής εορτής
Η καθιέρωση της εκκλησιαστικής εορτής των Τριών Ιεραρχών
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώνεται στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου ή τουΑλέξιου Α΄Κομνηνού από τον μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα ο οποίος συνέθεσε τμήμα τουλάχιστον της ακολουθίας για τους τρεις αγίους της Εκκλησίας[1]. Στην ακολουθία ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της τριανδρίας με τον τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία.[2] Οι απαρχές της εορτής πρέπει να εντοπισθούν σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού» [3] Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχοςαναδιοργανώνει τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της Βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντάς την Σχολή με λόγιους όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, οΙωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους. Οι μεταρρυθμίσεις που ο Κωνσταντίνος Θ΄ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στην συνέχια.[4] Πράγματι οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου της συντεχνίας των συμβολαιογράφων[5]Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού καιΙωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στην θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας η οποία επιθυμεί να ελέγχξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία. Οι τρεις άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα Ευχάιτα πρεπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η εορτή όταν ήταν εκεί ο Μαυρόποδας μητροπολίτης. Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των τριών πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού
H ιστορία καθιέρωσης της εορτής της εκπαίδευσης
Πριν την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
Η αυτονόμηση της εορτής από το εκκλησιαστικό πλαίσιο και η θεσμοθέτησή της ως σχολικής εκδήλωσης δεν αναφέρεται πριν από τον 19ο αιώνα. Προηγείται αυτής, σύμφωνα με την ιστορικό Έφη Γαζή, η τέλεση μνημοσύνου την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών, για τους χορηγούς σχολείων στη συνοικία Σταυροδρόμιτης Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε΄ το 1805. Άλλη μια αναφορά υπάρχει για την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και τον εορτασμό κατά την 30η Ιανουαρίου της μνήμης των ευεργετών και συνδρομητών του σχολείου από το 1812-1813. Στην Ιόνιο Ακαδημία οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται και τιμώνται ως οι προστάτες της από τη σύστασή της (1824-1826).[6]
Μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της εορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, στις 9 Αυγούστου του 1841 η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του Δημήτριου Μαυροκορδάτου, καθηγητή του ιδρύματος, και δωρεάς της οικίας του θανόντος, από τον πατέρα του, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά προκρίθηκε η καθιέρωση μνημοσύνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την εκκλησιαστική εορτή των Τριών Ιεραρχών. Ο πρώτος εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842.[7] Η πραγματική θεσμοθέτηση της εορτής όμως θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911 όταν το ανώτατο αυτό ακαδημαϊκό ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σ΄ αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.[8]
Εκκλησιαστικοπολιτικές και ιδεολογικές παράμετροι της καθιέρωσης της εκπαιδευτικής εορτής
Είναι η εποχή που το ζήτημα της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και των συνακόλουθων αντιδράσεων αποτελεί μέιζον πολιτικό θέμα. Οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, αλλά και Ελληνικού Βασιλείου και Ρωσίας είναι ψυχρές έως τεταμένες. Παράλληλα είχαν αρθρωθεί επιφυλάξεις για τον ρόλο του νεοπαγούς θεσμού του Πανεπιστημίου και το αν θα εκτόπιζε την Εκκλησία από τα εκπαιδευτικά πράγματα κι αν θα ήταν φιλικά προσκείμενος στη θρησκεία. Όπως επισημαίνει η Έφη Γαζή, η καθιέρωση της πανεπιστημιακής αυτής εορτής στα μέσα του 19ου αιώνα εγκράφεται στα πλαίσια της «απόσεισης των κατηγοριών περί αθεΐας» στην «προβολή και του Πανεπιστημίου ως χώρου διαφύλαξης παραδοσιακών αξιών» και στη «σύνδεσή του με την αυτοκέφαλη Εκκλησία».[9] Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα «αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης θρησκευτικής ζωής με την κοσμική ελληνική ζωή».[10] Κι αυτό αποτυπώνει μεταξύ άλλων η καθιέρωση της συγκεκριμένης εορτής.
|